turn
Μετάβαση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Δ Φ Α : /tɝn/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
turn | turns |
η σειρά, παίρνω λίγο,ε κ περιτροπής,η ώραπ ο υ κάποιοςσ ε μ ι α ομάδα ανθρώπων πρέπει ή επιτρέπεταιν α κάνει κάτιη στροφή,η αλλαγή κατεύθυνσης ή πορείας- ↪ The car made a sharp turn and went off course.
- T
ο αυτοκίνητο έκανε στροφή απότομακ α ι ξέφυγε απότ η ν πορείατ ο υ .
- T
- ↪ The car made a sharp turn and went off course.
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
η στροφή,η καμπή δρόμου- ↪ a turn in the road - στροφή
σ τ ο δρόμο - ↪ Take the first turn on the right.
- Πάρε
τ η ν πρώτη στροφή δεξιά.
- Πάρε
- ↪ She took a turn at full speed.
- Πήρε
μ ι α στροφήμ ε μεγάλη ταχύτητα.
- Πήρε
- ≈ συνώνυμα: turning (συνήθως βρετανικά αγγλικά), →
κ α ι δείτετ η λέξη bend
- ↪ a turn in the road - στροφή
η στροφή,η περιστροφή,η πράξητ ο υ περιστρέφω- ↪ a half turn - μισή στροφή
- ↪ a turn of the key -
μ ι α στροφήτ ο υ κλειδιού - ↪ a turn of a wheel -
η περιστροφή ενός τροχού - ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη revolution
η τροπή,μ ι α ασυνήθιστη ή απροσδόκητη αλλαγήσ ε αυτόπ ο υ συμβαίνει- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.
Ο ι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
- ↪ Developments took an unexpectedly favorable turn.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | turn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | turns |
αόριστος | turned |
παθητική μετοχή | turned |
ενεργητική μετοχή | turning |
turn (en)
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζω, στρέφω, κινούμαι ή κινώ κάτι γύρω από ένα κεντρικό σημείο- ↪ I turn a key/switch/the tap.
- Γυρίζω ένα κλειδί/διακόπτη/
η βρύση.
- Γυρίζω ένα κλειδί/διακόπτη/
- ↪ The car skidded and turned in the opposite direction.
Τ ο αυτοκίνητο ντεραπάρησεκ α ι γύρισε προςτ η ν αντίθετη κατεύθυνση.
- ↪ The earth turns around the sun.
Η γ η γυρίζει/στρέφεται γύρω απότ ο ν ήλιο.
- ↪ The earth turns on its axis.
Η γ η στρέφεται περίτ ο ν άξονά της.
- ↪ I am turning a wheel.
- Στρέφω έναν τροχό.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη rotate
- ↪ I turn a key/switch/the tap.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζω, στρίβω, στρέφω, κινώτ ο σώμαμ ο υ ή μέροςτ ο υ σώματόςμ ο υ γ ι α ν α αντικρίσω διαφορετική κατεύθυνση- ↪ She turned and smiled at me.
- Γύρισε
κ α ι μ ο υ χαμογέλασε.
- Γύρισε
- ↪ She turned her back on me.
Μ ο υ γύρισε τις πλάτες.
- ↪ She turned her eyes away.
- Γύρισε
τ α μάτια της άλλου.
- Γύρισε
- ↪ I am turning to look at something/I am turning in the direction of something.
- Γυρίζω
τ α μάτιαμ ο υ προς κάτι.
- Γυρίζω
- ↪ He turned towards home.
- Έστριψε κατά
τ ο σπίτι.
- Έστριψε κατά
- ↪ He turned his head to see over his shoulder.
- Έστριψε
τ ο κεφάλιγ ι α ν α δ ε ι πάνω απότ ο ν ώμο.
- Έστριψε
- ↪ The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
Ο ι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψίαμ ε τ α πρόσωπα γυρισμένα/στραμμένα στις κάμερες.
- ↪ She turned and smiled at me.
- (μεταβατικό) γυρίζω, κινώ κάτι έτσι ώστε
ν α βρίσκεταισ ε διαφορετική θέση ήν α βλέπει διαφορετική κατεύθυνση- ↪ I am turning my pockets inside out.
- Γυρίζω τις τσέπες
μ ο υ ανάποδα.
- Γυρίζω τις τσέπες
- ↪ I am turning my pockets inside out.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζω, στρίβω, στρέφομαι, αλλάζωτ η ν κατεύθυνση προςτ η ν οποία κινούμαι ή αλλάζωτ η ν κατεύθυνση προςτ η ν οποία κινείται κάτι- ↪ I am turning right/left/a corner.
- Γυρίζω δεξιά/αριστερά/
μ ι α γωνία.
- Γυρίζω δεξιά/αριστερά/
- ↪ Turn left/right!
- Στρίψτε αριστερά/δεξιά!
- ↪ Here is where we turn for Vassaras.
- Εδώ στρίβουμε
γ ι α τ ο Βασσαρά.
- Εδώ στρίβουμε
- ↪ The wind turned to the east.
Ο άνεμος γύρισε/στράφηκεσ ε ανατολικό.
- ↪ I am turning right/left/a corner.
- (αμετάβατο) στρίβω, στρέφομαι,
γ ι α ένα δρόμο ή ένα ποτάμιπ ο υ στρίβει προςμ ι α συγκεκριμένη κατεύθυνση- ↪ The road turns to the left here.
Ο δρόμος στρίβει αριστερά εδώ.
- ↪ The river turns to the right further down.
Τ ο ποτάμι στρέφεται δεξιάπ ι ο κάτω.
- ↪ The road turns to the left here.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζω σελίδα, προχωρώσ τ η ν πίσω σελίδατ ο υ φύλλουπ ο υ διαβάζω- ↪ I am turning the pages of a magazine.
- Γυρίζω τις σελίδες ενός περιοδικού.
- ↪ I am turning the pages of a magazine.
- γυρίζω, αλλάζομαι
σ ε μ ι α συγκεκριμένη κατάσταση ή κάνω κάτιν α αλλάξει- ↪ His situation turned for the better/worse.
Η κατάστασήτ ο υ γύρισε προςτ ο καλύτερο/χειρότερο.
- ↪ Suddenly the conversation turned to politics.
- Ξαφνικά
η κουβέντα γύρισεσ τ α πολιτικά.
- Ξαφνικά
- ↪ His situation turned for the better/worse.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζω, στρέφω, στοχεύω κάτισ ε μ ι α συγκεκριμένη κατεύθυνση- ↪ The firefighters turned the hoses toward the flames.
Ο ι πυροσβέστες γύρισαν τις μάνικες προς τις φλόγες.
- ↪ She turned her binoculars towards the stage.
- Έστρεψε
τ α κυάλια τηςσ τ η σκηνή.
- Έστρεψε
- ↪ He turned his cannons on the castle.
- Έστρεψε
τ α κανόνιατ ο υ κατάτ ο υ κάστρου.
- Έστρεψε
- ↪ I turn my attention to something.
- Στρέφω
τ η ν προσοχήμ ο υ σ ε κάτι.
- Στρέφω
- ≈ συνώνυμα: → δείτε
τ η λέξη aim
- ↪ The firefighters turned the hoses toward the flames.
- (μεταβατικό) γυρίζω, διπλώνω κάτι
μ ε συγκεκριμένο τρόπο- ↪ I turn my collar up/down.
- Γυρίζω
τ ο γιακάμ ο υ .
- Γυρίζω
- ↪ I turn my collar up/down.
- γίνομαι, περνάω, μπαίνω, φτάνω
σ ε ηλικία ή κάποια στιγμή- ↪ He turned 100 in April.
- Έγινε 100 ετών
τ ο ν Απρίλιο.
- Έγινε 100 ετών
- ↪ She turned forty.
- Πέρασε
τ α σαράντα.
- Πέρασε
- ↪ It turned midnight.
- Πέρασαν
τ α μεσάνυχτα.
- Πέρασαν
- ↪ I am turning 40.
- Μπαίνω
σ τ α 40.
- Μπαίνω
- ↪ He turned 100 in April.
- (μεταβατικό
κ α ι αμετάβατο) γυρίζειτ ο στομάχιμ ο υ , νιώθω ότιθ α κάνω εμετό- ↪ The sight turned my stomach.
Τ ο θέαμαμ ο υ γύρισετ ο στομάχι.
- ↪ The sight turned my stomach.
- μετατρέπομαι
- γυρνώ, γυρίζω, περιστρέφω
Παράγωγα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- turn (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- turn (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press.
σ ε λ . 203, 568, 643-644, 690, 691, 692-695, 782-783, 825, 825-826, 827. ISBN 9780194325684., λήμμα: γυρίζω, μπαίνω, παίρνω, περιστροφή, περιτροπή, περνώ, σειρά, στρέφω, στρίβω, στροφή
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]turn (ro)