move

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
move < μέση αγγλική moven, moeven, meven < αγγλονορμανδική mover, moveir < παλαιά γαλλική mouver, moveir < λατινική movere < moveo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
move moves

move (en)

  1. (συνήθως ενικός) ηいーた κίνηση, αλλαγή τόπου ή θέσης
    He made a move towards the door.
    Έκανε μみゅーιいおたαあるふぁ κίνηση προς τたうηいーたνにゅー πόρτα.
  2. ηいーた μετακόμιση, ηいーた ενέργεια της αλλαγής τたうοおみくろんυうぷしろん τόπου όπου μένω ή εργάζομαι
    We’ve done three moves this year.
    Κάναμε τρεις μετακομίσεις φέτος.
  3. (σκάκι) ηいーた κίνηση σしぐまτたうοおみくろん σκάκι
    the knight’s/king’s move - ηいーた κίνηση τたうοおみくろんυうぷしろん αλόγου/τたうοおみくろんυうぷしろん βασιλιά
    ”Whose move is it? Yours?”
    «Ποιος είναι νにゅーαあるふぁ κάνει κίνηση; Εσύ;»
  4. ηいーた κίνηση σしぐまεいぷしろん οποιοδήποτε άθλημα ή παιχνίδι
    Every move in this game…
    Κάθε κίνηση σしぐま' αυτό τたうοおみくろん παιχνίδι…
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη turn
  5. ηいーた κίνηση, μみゅーιいおたαあるふぁ ενέργεια πぱいοおみくろんυうぷしろん κάνω ή πρέπει νにゅーαあるふぁ κάνω γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ πετύχω κάτι
    a thoughtful/careful/wrong/smart move - μελετημένη/προσεκτική/λανθασμένη/έξυπνη κίνηση
    It’s a move in the right direction.
    Είναι μみゅーιいおたαあるふぁ κίνηση προς τたうηいーた σωστή κατεύθυνση.
    Who is going to make the first move?
    Ποιος θしーたαあるふぁ κάνει τたうηいーたνにゅー πρώτη κίνηση;
    We must watch their every/their next move.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ παρακολουθούμε τたうηいーたνにゅー κάθε/τたうηいーたνにゅー επόμενη κίνησή τους.
    He should keep me informed of his every move.
    Νにゅーαあるふぁ μみゅーεいぷしろん ενημερώνει γがんまιいおたαあるふぁ κάθε τたうοおみくろんυうぷしろん ενέργεια.
  6. ηいーた κίνηση, μみゅーιいおたαあるふぁ αλλαγή σしぐまεいぷしろん ιδέες, στάσεις ή συμπεριφορά
    There was a new move towards resolving the strike.
    Έγινε μみゅーιいおたαあるふぁ καινούρια κίνηση προς λύση της απεργίας.
ενεστώτας move
γ΄ ενικό ενεστώτα moves
αόριστος moved
παθητική μετοχή moved
ενεργητική μετοχή moving

move (en)

  1. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) κινώ, μετακινώ, προκαλώ τたうηいーたνにゅー αλλαγή της θέσης
    Not a leaf moved.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー κινούνται φύλλο.
    I saw something moving over there.
    Είδα κάτι νにゅーαあるふぁ κινείται εκεί πέρα.
    Do not move at all!
    Μみゅーηいーたνにゅー κινείσαι καθόλου!
    Muscles move the limbs of the body.
    Οおみくろんιいおた μύες κινούν τたうαあるふぁ μέλη τたうοおみくろんυうぷしろん σώματος.
    I can’t move my hand.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μπορώ νにゅーαあるふぁ κινήσω τたうοおみくろん χέρι μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    He moved his chair closer to the fire.
    Μετακίνησε τたうηいーたνにゅー καρέκλα τたうοおみくろんυうぷしろん πぱいιいおたοおみくろん κοντά σしぐまτたうηいーた φωτιά.
    Don’t move the patient unnecessarily.
    Μみゅーηいーた μετακινείτε τたうοおみくろんνにゅー ασθενή χωρίς λόγο.
    Don’t move during the ride.
    Μみゅーηいーた μετακινείσθε κατά τたうηいーた διάρκεια της διαδρομής
     συνώνυμα:  budge κかっぱαあるふぁιいおた shift
  2. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) μετακομίζω, ηいーた μετακόμιση, μετοικώ, πάω, αλλάζω σπίτι ή δουλειά
    We are moving from Sparta to Athens.
    Μετακομίζομε από τたうηいーた Σπάρτη σしぐまτたうηいーたνにゅー Αθήνα.
    He wants to have his own house to avoid moving.
    Θέλει νにゅーαあるふぁ έχει δικό τたうοおみくろんυうぷしろん σπίτι γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ αποφύγει τις μετακομίσεις.
    He doesn’t live here anymore, he moved.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μένει πぱいιいおたαあるふぁ εδώ, μετοίκησε.
    He moved to Athens.
    Μετοίκησε σしぐまτたうηいーたνにゅー Αθήνα.
    Tomorrow we are moving to our new house.
    Αύριο θしーたαあるふぁ πάμε σしぐまτたうοおみくろん νέο μας σπίτι.
    → δείτε τους όρους move in κかっぱαあるふぁιいおた move out
  3. (αμετάβατο) κινώ, ενεργώ
    Nobody seems willing to move on this issue.
    Κανείς δでるたεいぷしろんνにゅー φαίνεται διατεθειμένος νにゅーαあるふぁ κινηθεί σしぐまεいぷしろん αυτό τたうοおみくろん θέμα.
    The union decided to move immediately.
    Τたうοおみくろん σωματείο αποφάσισε νにゅーαあるふぁ ενεργήσει αμέσως.
     συνώνυμα: act
  4. (μεταβατικό) συγκινώ, προκαλώ σしぐまεいぷしろん κάποιον νにゅーαあるふぁ έχει έντονα συναισθήματα
    I was moved to tears.
    Συγκινήθηκα μέχρι δακρύων.
    We are all deeply moved.
    Είμαστε όλοι βαθιά συγκινημένοι.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη arouse
  5. (μεταβατικό, επίσημο) κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σしぐまεいぷしろん μみゅーιいおたαあるふぁ πράξη
    What moved him to tell such a lie?
    Τたうιいおた τたうοおみくろんνにゅー κίνησε νにゅーαあるふぁ πぱいεいぷしろんιいおた τέτοιο ψέμα;
    It is his ambition which moves him.
    Εκείνο πぱいοおみくろんυうぷしろん τたうοおみくろんνにゅー ωθεί είναι ηいーた φιλοδοξία τたうοおみくろんυうぷしろん.
    Nothing I said moved him to help.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー παρακίνησε τίποτα από ό,τたうιいおた είπα ώστε νにゅーαあるふぁ βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τたうηいーた λέξη motivate
  6. (μεταβατικό κかっぱαあるふぁιいおた αμετάβατο) κινώ, πουλάω κάτι
    These toys move well.
    Αυτά τたうαあるふぁ παιχνίδια κινούνται καλά.
     συνώνυμα: sell

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]