valso
Μετάβαση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- valso < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valso | valsoj |
αιτιατική | valson | valsojn |
valso (eo)
τ ο βαλς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valso | valsoj |
αιτιατική | valson | valsojn |
valso (eo)