vinasse
Μετάβαση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vinasse | vinasses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vinasse (fr) θηλυκό
- (τεχνολογία) υγρό υπόλειμμα οινοπνευματωδών ποτών· υπόλειμμα της παραγωγής ζάχαρης
τ ο παλιόκρασο
ενικός | πληθυντικός |
vinasse | vinasses |
vinasse (fr) θηλυκό