From Koine Greek ἀναζωογονῶ . Semantic loan from French ranimer . Morphologically analysed as α あるふぁ ν にゅー α あるふぁ - ( ana- , “ re- ” ) + ζωογονώ ( zoogonó , “ give life, vitalise ” ) .
IPA (key ) : /anazooɣoˈno/
Hyphenation: α あるふぁ ‧ν にゅー α あるふぁ ‧ζ ぜーた ω おめが ‧ο おみくろん ‧γ がんま ο おみくろん ‧ν にゅー ώ
αναζωογονώ • (anazoogonó ) (past αναζωογόνησα , passive αναζωογονούμαι , p‑past αναζωογονήθηκα , ppp αναζωογονημένος )
to revive , revitalise ( UK ) , revitalize ( US )
αναζωογονώ , αναζωογονούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αναζωογονώ
αναζωογονήσω
αναζωογονούμαι
αναζωογονηθώ
2 sg
αναζωογονείς
αναζωογονήσεις
αναζωογονείσαι
αναζωογονηθείς
3 sg
αναζωογονεί
αναζωογονήσει
αναζωογονείται
αναζωογονηθεί
1 pl
αναζωογονούμε
αναζωογονήσουμε , [-ο おみくろん μ みゅー ε いぷしろん ]
αναζωογονούμαστε
αναζωογονηθούμε
2 pl
αναζωογονείτε
αναζωογονήσετε
αναζωογονείστε
αναζωογονηθείτε
3 pl
αναζωογονούν (ε いぷしろん )
αναζωογονήσουν (ε いぷしろん )
αναζωογονούνται
αναζωογονηθούν (ε いぷしろん )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αναζωογονούσα
αναζωογόνησα
[αναζωογονούμουν (α あるふぁ )]
αναζωογονήθηκα
2 sg
αναζωογονούσες
αναζωογόνησες
[αναζωογονούσουν (α あるふぁ )]
αναζωογονήθηκες
3 sg
αναζωογονούσε
αναζωογόνησε
αναζωογονούνταν , {αναζωογονείτο } - [{ανεζωογονείτο }]
αναζωογονήθηκε
1 pl
αναζωογονούσαμε
αναζωογονήσαμε
αναζωογονούμασταν , (‑ούμαστε )
αναζωογονηθήκαμε
2 pl
αναζωογονούσατε
αναζωογονήσατε
[αναζωογονούσασταν , (‑ούσαστε )]
αναζωογονηθήκατε
3 pl
αναζωογονούσαν (ε いぷしろん )
αναζωογόνησαν , αναζωογονήσαν (ε いぷしろん )
αναζωογονούνταν , {αναζωογονούντο }, [{ανεζωογονούντο }]
αναζωογονήθηκαν , αναζωογονηθήκαν (ε いぷしろん )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θ しーた α あるふぁ αναζωογονώ ➤
θ しーた α あるふぁ αναζωογονήσω ➤
θ しーた α あるふぁ αναζωογονούμαι ➤
θ しーた α あるふぁ αναζωογονηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θ しーた α あるふぁ αναζωογονείς , …
θ しーた α あるふぁ αναζωογονήσεις , …
θ しーた α あるふぁ αναζωογονείσαι , …
θ しーた α あるふぁ αναζωογονηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αναζωογονήσει έχω, έχεις, … αναζωογονημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
έχω, έχεις, … αναζωογονηθεί είμαι , είσαι , … αναζωογονημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αναζωογονήσει είχα, είχες, … αναζωογονημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
είχα, είχες, … αναζωογονηθεί ήμουν , ήσουν , … αναζωογονημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
Future perfect ➤
θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … αναζωογονήσει θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … αναζωογονημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … αναζωογονηθεί θ しーた α あるふぁ είμαι, θ しーた α あるふぁ είσαι, … αναζωογονημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (ν にゅー α あるふぁ , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αναζωογόνησε
—
αναζωογονήσου
2 pl
αναζωογονείτε
αναζωογονήστε
αναζωογονείστε
αναζωογονηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αναζωογονώντας ➤
αναζωογονούμενος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Perfect participle➤
έχοντας αναζωογονήσει ➤
αναζωογονημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Nonfinite form➤
αναζωογονήσει
αναζωογονηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: ζωή f ( zoḯ , “ life ” )