Etymology [ edit ]
Learnedly, from Koine Greek δημιουργῶ ( dēmiourgô ) , contracted form of δημιουργέω ( dēmiourgéō , “ practise a handicraft ” ) .
Pronunciation [ edit ]
IPA (key ) : /ði.mi.uɾˈɣo/
Hyphenation: δ でるた η いーた ‧μ みゅー ι いおた ‧ο おみくろん υ うぷしろん ρ ろー ‧γώ
δημιουργώ • (dimiourgó ) (past δημιούργησα , passive δημιουργούμαι , p‑past δημιουργήθηκα , ppp δημιουργημένος )
to create , make , build , generate
Conjugation [ edit ]
δημιουργώ , δημιουργούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
δημιουργώ
δημιουργήσω
δημιουργούμαι
δημιουργηθώ
2 sg
δημιουργείς
δημιουργήσεις
δημιουργείσαι
δημιουργηθείς
3 sg
δημιουργεί
δημιουργήσει
δημιουργείται
δημιουργηθεί
1 pl
δημιουργούμε
δημιουργήσουμε , [-ο おみくろん μ みゅー ε いぷしろん ]
δημιουργούμαστε
δημιουργηθούμε
2 pl
δημιουργείτε
δημιουργήσετε
δημιουργείστε
δημιουργηθείτε
3 pl
δημιουργούν (ε いぷしろん )
δημιουργήσουν (ε いぷしろん )
δημιουργούνται
δημιουργηθούν (ε いぷしろん )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
δημιουργούσα
δημιούργησα
[δημιουργούμουν (α あるふぁ )]
δημιουργήθηκα
2 sg
δημιουργούσες
δημιούργησες
[δημιουργούσουν (α あるふぁ )]
δημιουργήθηκες
3 sg
δημιουργούσε
δημιούργησε
δημιουργούνταν , {δημιουργείτο }
δημιουργήθηκε
1 pl
δημιουργούσαμε
δημιουργήσαμε
δημιουργούμασταν , (‑ούμαστε )
δημιουργηθήκαμε
2 pl
δημιουργούσατε
δημιουργήσατε
[δημιουργούσασταν , (‑ούσαστε )]
δημιουργηθήκατε
3 pl
δημιουργούσαν (ε いぷしろん )
δημιούργησαν , δημιουργήσαν (ε いぷしろん )
δημιουργούνταν , {δημιουργούντο }
δημιουργήθηκαν , δημιουργηθήκαν (ε いぷしろん )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θ しーた α あるふぁ δημιουργώ ➤
θ しーた α あるふぁ δημιουργήσω ➤
θ しーた α あるふぁ δημιουργούμαι ➤
θ しーた α あるふぁ δημιουργηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θ しーた α あるふぁ δημιουργείς , …
θ しーた α あるふぁ δημιουργήσεις , …
θ しーた α あるふぁ δημιουργείσαι , …
θ しーた α あるふぁ δημιουργηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … δημιουργήσει έχω, έχεις, … δημιουργημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
έχω, έχεις, … δημιουργηθεί είμαι , είσαι , … δημιουργημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … δημιουργήσει είχα, είχες, … δημιουργημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
είχα, είχες, … δημιουργηθεί ήμουν , ήσουν , … δημιουργημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
Future perfect ➤
θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … δημιουργήσει θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … δημιουργημένο , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
θ しーた α あるふぁ έχω, θ しーた α あるふぁ έχεις, … δημιουργηθεί θ しーた α あるふぁ είμαι, θ しーた α あるふぁ είσαι, … δημιουργημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (ν にゅー α あるふぁ , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
δημιούργησε
—
δημιουργήσου
2 pl
δημιουργείτε
δημιουργήστε
δημιουργείστε
δημιουργηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
δημιουργώντας ➤
δημιουργούμενος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Perfect participle➤
έχοντας δημιουργήσει ➤
δημιουργημένος , ‑η いーた , ‑ο おみくろん ➤
Nonfinite form➤
δημιουργήσει
δημιουργηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
Related terms [ edit ]
and see: δημιουργός m ( dimiourgós , “ maker, creator ” )
See also [ edit ]
compare with: πλάθω ( plátho , “ to create, to mould, to give form to ” )