(Translated by https://www.hiragana.jp/)
business - Αγγλοελληνικό Λεξικό WordReference.com

business

UK:**UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈbɪznɪs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈbɪznɪs/ ,USA pronunciation: respelling(biznis)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
business n (trade)άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας περίφρ
Σχόλιο: Ως μέρος πρότασεις συνήθως αποδίδεται μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん κατάλληλο ρήμα, πぱい.χかい. «Οおみくろん Γούλιαμ εργάζεται ως υποδηματοποιός».
 William is in business as a shoemaker.
business n countable (company)επιχείρηση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (καθομιλουμένη)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 My uncle wants to start his own business.
 Οおみくろん θείος μみゅーοおみくろんυうぷしろん θέλει νにゅーαあるふぁ ανοίξει δική τたうοおみくろんυうぷしろん επιχείρηση.
 Οおみくろん θείος μみゅーοおみくろんυうぷしろん θέλει νにゅーαあるふぁ ανοίξει δική τたうοおみくろんυうぷしろん δουλειά.
business n (economics: commerce) (οικονομικά: εμπόριο)επιχειρήσεις οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
 Fiona is studying business at university.
 Ηいーた Φιόνα σπουδάζει επιχειρήσεις σしぐまτたうοおみくろん πανεπιστήμιο.
business n informal (concern) (καθομιλουμένη)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 How I choose to spend my own money is not your business.
 Τたうοおみくろん πώς επιλέγω νにゅーαあるふぁ ξοδέψω τたうαあるふぁ δικά μみゅーοおみくろんυうぷしろん χρήματα δでるたεいぷしろんνにゅー είναι δική σしぐまοおみくろんυうぷしろん δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
business n (sales volume)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (μεταφορικά)κίνηση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 We always have more business around the holidays.
business n countable (place of commerce)επιχείρηση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (καθομιλουμένη)μαγαζί οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 I don't allow customers to walk into my business and talk to me in a rude tone.
business n (matter, affair)θέμα οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  υπόθεση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 Let's forget about the business with the bees.
 There are no items on the agenda under "new business".
business n (responsibility)καθήκον οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  (μεταφορικά)χρέος οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  υποχρέωση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (μεταφορικά, καθομ)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 My business is to look after my brothers.
business n (fact of being a customer)τたうοおみくろん ότι έχω κかっぱπぱい γがんまιいおたαあるふぁ πελάτη περίφρ
  τたうοおみくろん ότι συνεργάζομαι μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい περίφρ
 Your business is very important to us.
business n as adj (of business)επαγγελματικός επίθ
  (καθομιλουμένη)της δουλειάς περίφρ
 The two sat down to deal with business matters.
business n as adj (suitable for business)επαγγελματικός επίθ
 I put on my business suit.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2024:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
big business n (large businesses collectively)μεγάλες επιχειρήσεις επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
 Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market.
big business n informal ([sth] very profitable) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)μεγάλη δουλειά επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (μεταφορικά, αργκό)δουλειά μみゅーεいぷしろん χοντρά λεφτά έκφρ
 The arms trade is big business, with a trillion dollars being spent on military purchases each year.
business address n (official)επαγγελματική διεύθυνση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business administration n (study of business management)διοίκηση επιχειρήσεων οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business affairs npl (commercial matters)επαγγελματικές υποθέσεις οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
business as usual n figurative (normality) (μεταφορικά)τたうαあるふぁ ίδια, τたうαあるふぁ συνηθισμένα έκφρ
Σχόλιο: δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 It was business as usual in the City of London as million-pound bonuses were paid.
business at hand n (urgent matter for discussion)επείγον επαγγελματικό θέμα οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 We have digressed enough, let's get back to the business at hand.
business attire n (smart work clothing) (καθομιλουμένη)ντύσιμο γραφείου φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  ενδυμασία γραφείου φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business boom n (period of commercial growth)επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (μεταφορικά)επιχειρηματική άνθηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business card n (businessperson's calling card)επαγγελματική κάρτα οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 I ordered my business cards from a well-known company that delivers promptly.
 Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μみゅーοおみくろんυうぷしろん κάρτες από μみゅーιいおたαあるふぁ πολύ γνωστή εταιρεία πぱいοおみくろんυうぷしろん τις παραδίδει γρήγορα.
business case n (project, expense: justification)έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business center (US),
business centre (UK)
n
(town: commercial district)εμπορικό κέντρο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business class n (airplanes: superior seats)διακεκριμένη θέση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
Σχόλιο: Συχνά χρησιμοποιείται αμετάφραστος οおみくろん αγγλικός όρος.
 In business class, passengers are served a gourmet meal.
business concern n (company)εμπορική επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business correspondence n (letters, e-mails)επαγγελματική αλληλογραφία επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 I have separate files for my business correspondence and my personal correspondence.
business cycle n (economic pattern)επαγγελματικός κύκλος οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
 The national economy is currently in the growth phase of the business cycle.
business day n (day of trading)εργάσιμη ημέρα επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 Your phone call will be returned within one business day.
business deal n (agreement, contract)επαγγελματική συμφωνία οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 It's good business to have written contracts for all your business deals.
business dealings npl (transactions, deals)επαγγελματικές υποθέσεις οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
 My uncle refuses to have any more business dealings with our company.
business directory n (listing of businesses)τηλεφωνικός κατάλογος μみゅーεいぷしろん εταιρίες οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
business district n (commercial area of a town or city)περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 You can find the large retail stores in the business district.
business end (tools) (εργαλείου)βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business English n (style of English)επαγγελματική γλώσσα οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 Marisa is doing a course in business English.
business establishment n (commercial institution)επιχείρηση, εταιρία οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business ethics npl (ethics of trading practices)κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς έκφρ
 Differences in business ethics are a challenge for global companies.
 Οおみくろんιいおた διαφορές στους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς αποτελεί πρόκληση γがんまιいおたαあるふぁ τις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες.
business expense n often plural (expense incurred in doing business)επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδα επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた πぱいλらむだ
  επιχειρηματικές δαπάνες, εταιρικές δαπάνες επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
business fluctuations npl (economic changes)οικονομικές διακυμάνσεις επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
business hours npl (time span of operation)ώρες εργασίας φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
  εργάσιμες ώρες επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
business hub n (centre of business activity)επιχειρηματικό κέντρο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business intelligence n (information processing)επιχειρηματική ευφυΐα επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
Business is business. expr (Making a profit comes first.)προέχει ηいーた δουλειά έκφρ
 He felt that I took advantage of his situation, but business is business.
business jet n (jet for business travel)προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνο οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business law n (set of laws governing business)εμπορικό δίκαιο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business leader n (manager in the business sector)διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
  ανώτατο επιχειρηματικό στέλεχος φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business letter n (business correspondence)επαγγελματική αλληλογραφία οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 A letter to a friend is different from a more formal business letter.
business lunch n (talking business while eating)επαγγελματικό γεύμα επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  γεύμα εργασίας φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 Fast service and a quiet atmosphere made it a popular place for business lunches.
business management n (commercial administration)διοίκηση επιχειρήσεων οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business manager n (director or supervisor)διευθυντής επιχείρησης φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま/θしーたηいーたλらむだ
  (μικρή επιχείρηση)υπεύθυνος, υπεύθυνος οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま, οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 The company is advertising for a business manager.
business marketing n (promotion of commercial activity)βιομηχανικό μάρκετινγκ επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた άκλ
  b2b μάρκετινγκ περίφρ
business meeting n (discussion of commercial activity)επαγγελματική συνάντηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business model n (commercial plan)επιχειρηματικό μοντέλο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  επιχειρησιακή στρατηγική επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  εμπορική στρατηγική επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business name n (company: name other than registered one)εταιρική επωνυμία φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business park n (industrial or commercial area) (βιομηχανίες, βιοτεχνίες)βιομηχανικό πάρκο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  (επιχειρήσεις)επιχειρηματικό πάρκο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business partner n ([sb] in joint commercial arrangement)συνέταιρος, συνεταίρος οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま/θしーたηいーたλらむだ
 My business partner had to sign the note as joint owner.
business plan n (commercial outline)επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 Before examining my loan request, the bank wanted to see a business plan.
business portfolio n (commercial investments)επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business premises n (official location)επαγγελματική στέγη επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
Business Process Improvement n (strategy for increasing efficiency)Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
Business Process Management n (optimizing business processes)Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
business relations npl (working relationships)επαγγελματικές σχέσεις οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
business requirements npl (needs of a commercial organization)ανάγκες επιχείρησης περίφρ
business school n (teaches business, management)διοίκηση επιχειρήσεων οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 Julia is studying for a master's degree in marketing at a business school.
business studies npl (study of business management)επιχειρησιακές σπουδές οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
 I wanted to do a degree in economics but ended up doing a diploma in business studies.
business suit n (businessperson's formal outfit)κοστούμι οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 Liam was wearing a smart business suit for his job interview.
business to business adv (between organizations)επιχείρηση προς επιχείρηση έκφρ
Σχόλιο: hyphens used when term is an adj before a noun
business to business,
business-to-business
adj
(between organizations)επιχείρηση προς επιχείρηση έκφρ
 We don't sell our products to the general public; we only do business-to-business sales.
business travel n (journeys: for work)επαγγελματικό ταξίδι επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
business trip n (journey made for work)επαγγελματικό ταξίδι οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 My secretary booked the hotels for my upcoming business trip.
business venture n (start-up business)επαγγελματικό εγχείρημα οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
 Most business ventures in my town don't last longer than six months.
business venture n (business investment involving risk)ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
businessperson,
plural: businesspeople
n
(commercial executive)επιχειρηματίας οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま/θしーたηいーたλらむだ
conduct business with [sb] v expr (have commercial dealings with [sb])κάνω δουλειές μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい περίφρ
  συνεργάζομαι μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい ρろー αあるふぁμみゅー + πρόθ
core business n (main business activity)βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
 They decided to sell off several recent acquisitions and concentrate on their core business.
do business vtr + n (trade)εμπορεύομαι ρろー αあるふぁμみゅー
 Africa is often regarded as a challenging continent on which to do business.
do business with [sb] v expr (trade or deal with)έχω εμπορικές συναλλαγές περίφρ
  (καθομιλουμένη)κάνω δουλειές μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい περίφρ
 The US does business with China because each country uses the other's resources.
do very little business v expr (have few commercial dealings)έχω λίγη δουλειά έκφρ
e-business n uncountable (online buying and selling)ηλεκτρονικό εμπόριο επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま οおみくろんυうぷしろんδでるた
  ηλεκτρονικές αγοραπωλησίες επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
e-business n (online company)διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  εταιρεία πぱいοおみくろんυうぷしろん προσφέρει τたうαあるふぁ προϊόντα της διαδικτυακά φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
family business n (company owned and run by a family)οικογενειακή επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 Eventually, his son will take over the family business.
funny business n slang (sneaky behaviour)μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 We're leaving you alone on trust – so no funny business!
get down to business,
get down to work
v expr
(start now) (καθομιλουμένη)στρώνομαι σしぐまτたうηいーた δουλειά έκφρ
 We need to get down to business if we hope to finish this today.
go out of business v expr (company: fail)πτωχεύω ρろー αあるふぁμみゅー
 The company went out of business during the recession.
have no business doing [sth] v expr informal (not have the right) (μεταφορικά)δでるたεいぷしろんνにゅー έχω δουλειά νにゅーαあるふぁ κάνω κかっぱτたう, δでるたεいぷしろんνにゅー έχω καμία δουλειά νにゅーαあるふぁ κάνω κかっぱτたう έκφρ
 You have no business spreading gossip about me!
in business adj (company: open for trading, etc.)λειτουργώ ρろー αあるふぁμみゅー
Σχόλιο: Δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει αντιστοιχία ως προς τたうηいーた σύνταξη.
 The company has been in business since 1922.
in business adj figurative, informal (ready to do [sth], prepared)έτοιμος επίθ
  έτοιμος γがんまιいおたαあるふぁ δουλειά περίφρ
 This computer comes ready to use: just plug it in, press this button and you're in business!
line of business n (profession, trade: field) (επαγγελματική δραστηριότητα)τομέας, κλάδος οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
  (κατηγορία δραστηριοτήτων)επιχειρηματική μονάδα φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 In his line of business it is customary to pay in cash only.
 The company is going to eliminate the two lines of business that are not performing well.
 Σしぐまτたうοおみくろんνにゅー κλάδο τたうοおみくろんυうぷしろん, συνηθίζεται οおみくろんιいおた πληρωμές νにゅーαあるふぁ γίνονται μόνο τοις μετρητοίς.
mean business v expr (be serious about [sth])μιλάω σοβαρά ρろー αあるふぁμみゅー + επίρ
  τたうοおみくろん εννοώ έκφρ
mind your own business,
also US: mind your business
interj
informal (the matter doesn't concern you) (μεταφορικά)κοίτα τたうηいーた δουλειά σしぐまοおみくろんυうぷしろん έκφρ
  (αργκό)δουλειά σしぐまοおみくろんυうぷしろん έκφρ
 It's nothing to do with you; mind your own business!
mind your own business,
also US: mind your business
v expr
informal (look after what does concern you) (μεταφορικά)κοιτάω τたうηいーた δουλειά μみゅーοおみくろんυうぷしろん έκφρ
 If you mind your own business, you won't get in as much trouble.
 Αあるふぁνにゅー κοιτάς τたうηいーた δουλειά σしぐまοおみくろんυうぷしろん, δでるたεいぷしろんνにゅー θしーたαあるふぁ μπλέκεις τόσο πολύ.
monkey business n figurative, slang (silly or frivolous behaviour) (μεταφορικά,αργκό)ανόητη,σαχλή συμπεριφορά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 The substitute teacher quickly put an end to all the monkey business.
monkey business n figurative, slang (trickery, deceitful behaviour) (μεταφορικά,αργκό)βρομοδουλειά,παγαποντιά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
 One had to be careful when dealing with the hawkers in the market, who were famous for their monkey business.
none of [sb]'s business expr informal (does not concern [sb])δでるたεいぷしろんνにゅー είναι δουλειά κかっぱπぱい έκφρ
  δでるたεいぷしろんνにゅー αφορά κかっぱπぱい έκφρ
 What I do with my time off is none of your business.
 Τたうοおみくろん τたうιいおた κάνω σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ελεύθερό μみゅーοおみくろんυうぷしろん χρόνο δでるたεいぷしろんνにゅー είναι δική σしぐまοおみくろんυうぷしろん δουλειά.
 Τたうοおみくろん τたうιいおた κάνω σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ελεύθερό μみゅーοおみくろんυうぷしろん χρόνο δでるたεいぷしろん σしぐまεいぷしろん αφορά.
none of your business,
that's none of your business
interj
informal (it isn't your concern) (καθομιλουμένη)νにゅーαあるふぁ μみゅーηいーた σしぐまεいぷしろん νοιάζει, κοίτα τたうηいーた δουλειά σしぐまοおみくろんυうぷしろん, δでるたεいぷしろんνにゅー σしぐまεいぷしろん αφορά έκφρ
 How much do I earn? None of your business!
official business n (professional matters or duties)επίσημη εργασία επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (καθομιλουμένη)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
Σχόλιο: Τたうοおみくろん ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά σしぐまτたうοおみくろんνにゅー πληθυντικό μみゅーεいぷしろん αυτή τたうηいーた σημασία.
 She is not here for casual conversation; she has official business to conduct.
order of business (assigned task)δουλειά οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  υποχρέωση οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
place of business n (premises) (επίσημο)τόπος δραστηριοτήτων φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
  εγκαταστάσεις οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ πぱいλらむだ
put [sb/sth] out of business v expr (company, person: cause to fail) (επιχείρηση)κάνω κかっぱτたう νにゅーαあるふぁ κλείσει, οδηγώ κかっぱτたう σしぐまτたうοおみくろん κλείσιμο, οδηγώ κかっぱτたう σしぐまτたうηいーたνにゅー πτώχευση έκφρ
  (ιδιώτης)κάνω κかっぱπぱい νにゅーαあるふぁ χάσει τたうηいーた δουλειά μみゅーοおみくろんυうぷしろん έκφρ
  (ιδιώτης)κάνω κかっぱπぱい νにゅーαあるふぁ χάσει τたうηいーたνにゅー επιχείρησή μみゅーοおみくろんυうぷしろん έκφρ
  (επιχείρηση, ιδιώτη)θέτω κかっぱπぱい/κかっぱτたう εκτός αγοράς έκφρ
regular course of business n (customary)συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
retail business n (business: sells goods)λιανική επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  επιχείρηση λιανικού εμπορίου, επιχείρηση λιανικής φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
show business n (entertainment industry)σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ άκλ
  κόσμος τたうοおみくろんυうぷしろん θεάματος φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
 She's been in show business since before we were born.
showbiz,
show biz
n
informal (show business: entertainment) (καθομιλουμένη)σόου μみゅーπぱいιいおたζぜーた, σόου μπίζνες οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ άκλ
  κόσμος τたうοおみくろんυうぷしろん θεάματος φふぁいρろー ως οおみくろんυうぷしろんσしぐま αあるふぁρろーσしぐま
 Lara's whole family is in showbiz; her parents are both singers and her brother is an actor.
small business n (company with few employees)μικρή επιχείρηση έκφρ
 Small businesses are allowed special loan rates.
startup,
startup company,
startup business,
also UK: start-up,
start-up company,
start-up business
n
(new business)νεοφυής επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (καθομιλουμένη)start-up, startup οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ άκλ
 Kirsten quit her job at a software company to join a startup.
 Most start-up businesses fail within the first two years.
startup business (US),
start-up business (UK)
n as adj
(new business)νεοφυής επιχείρηση επίθ + οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ
  (καθομιλουμένη)start-up, startup οおみくろんυうぷしろんσしぐま θしーたηいーたλらむだ άκλ
transact business v expr (have commercial dealings)διεξάγω εργασίες έκφρ
 I prefer to transact business at a fine restaurant instead of in the boardroom.
transact business with [sb/sth] vtr (have commercial dealings with)κάνω δουλειές μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい έκφρ
  συνεργάζομαι μみゅーεいぷしろん κかっぱπぱい ρろー αあるふぁμみゅー + πρόθ
 Because of their lending practices, we do not transact business with that bank.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Οおみくろん όρος 'business' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Σしぐまτたうηいーたνにゅー αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: a (large) corporate business, (normal) business [days, hours], a [niche, specialized] business, περισσότερα…

Συζητήσεις τたうοおみくろんυうぷしろん φόρουμ μみゅーεいぷしろん τたうηいーた λέξη/φράση business σしぐまτたうοおみくろんνにゅー τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε τたうηいーたνにゅー αυτόματη μετάφραση τたうοおみくろんυうぷしろん Google Translate γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー όρο «business».

Σしぐまεいぷしろん άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!