Σύνθετοι τύποι:
|
big business n | (large businesses collectively) | μεγάλες επιχειρήσεις επίθ + ουσ θηλ πλ |
| Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market. |
big business n | informal ([sth] very profitable) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) | μεγάλη δουλειά επίθ + ουσ θηλ |
| (μεταφορικά, αργκό) | δουλειά με χοντρά λεφτά έκφρ |
| The arms trade is big business, with a trillion dollars being spent on military purchases each year. |
business address n | (official) | επαγγελματική διεύθυνση επίθ + ουσ θηλ |
business administration n | (study of business management) | διοίκηση επιχειρήσεων ουσ θηλ |
business affairs npl | (commercial matters) | επαγγελματικές υποθέσεις ουσ θηλ πλ |
business as usual n | figurative (normality) (μεταφορικά) | τα ίδια, τα συνηθισμένα έκφρ |
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία |
| It was business as usual in the City of London as million-pound bonuses were paid. |
business at hand n | (urgent matter for discussion) | επείγον επαγγελματικό θέμα ουσ ουδ |
| We have digressed enough, let's get back to the business at hand. |
business attire n | (smart work clothing) (καθομιλουμένη) | ντύσιμο γραφείου φρ ως ουσ ουδ |
| | ενδυμασία γραφείου φρ ως ουσ θηλ |
business boom n | (period of commercial growth) | επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη επίθ + ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | επιχειρηματική άνθηση επίθ + ουσ θηλ |
business card n | (businessperson's calling card) | επαγγελματική κάρτα ουσ θηλ |
| I ordered my business cards from a well-known company that delivers promptly. |
| Παρήγγειλα τις επαγγελματικές μου κάρτες από μια πολύ γνωστή εταιρεία που τις παραδίδει γρήγορα. |
business case n | (project, expense: justification) | έκθεση επιχειρησιακής σκοπιμότητας έργου ουσ θηλ |
business center (US), business centre (UK) n | (town: commercial district) | εμπορικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ |
business class n | (airplanes: superior seats) | διακεκριμένη θέση επίθ + ουσ θηλ |
Σχόλιο: Συχνά χρησιμοποιείται αμετάφραστος ο αγγλικός όρος. |
| In business class, passengers are served a gourmet meal. |
business concern n | (company) | εμπορική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
business correspondence n | (letters, e-mails) | επαγγελματική αλληλογραφία επίθ + ουσ θηλ |
| I have separate files for my business correspondence and my personal correspondence. |
business cycle n | (economic pattern) | επαγγελματικός κύκλος ουσ αρσ |
| The national economy is currently in the growth phase of the business cycle. |
business day n | (day of trading) | εργάσιμη ημέρα επίθ + ουσ θηλ |
| Your phone call will be returned within one business day. |
business deal n | (agreement, contract) | επαγγελματική συμφωνία ουσ θηλ |
| It's good business to have written contracts for all your business deals. |
business dealings npl | (transactions, deals) | επαγγελματικές υποθέσεις ουσ θηλ πλ |
| My uncle refuses to have any more business dealings with our company. |
business directory n | (listing of businesses) | τηλεφωνικός κατάλογος με εταιρίες ουσ αρσ |
business district n | (commercial area of a town or city) | περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία ουσ θηλ |
| You can find the large retail stores in the business district. |
business end | (tools) (εργαλείου) | βασικό λειτουργικό άκρο, βασικό άκρο λειτουργίας φρ ως ουσ ουδ |
business English n | (style of English) | επαγγελματική γλώσσα ουσ θηλ |
| Marisa is doing a course in business English. |
business establishment n | (commercial institution) | επιχείρηση, εταιρία ουσ θηλ |
business ethics npl | (ethics of trading practices) | κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς έκφρ |
| Differences in business ethics are a challenge for global companies. |
| Οι διαφορές στους κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς αποτελεί πρόκληση για τις παγκοσμιοποιημένες εταιρείες. |
business expense n | often plural (expense incurred in doing business) | επιχειρηματικά έξοδα, εταιρικά έξοδα επίθ + ουσ ουδ πλ |
| | επιχειρηματικές δαπάνες, εταιρικές δαπάνες επίθ + ουσ θηλ πλ |
business fluctuations npl | (economic changes) | οικονομικές διακυμάνσεις επίθ + ουσ θηλ πλ |
business hours npl | (time span of operation) | ώρες εργασίας φρ ως ουσ θηλ πλ |
| | εργάσιμες ώρες επίθ + ουσ θηλ πλ |
business hub n | (centre of business activity) | επιχειρηματικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ |
business intelligence n | (information processing) | επιχειρηματική ευφυΐα επίθ + ουσ θηλ |
Business is business. expr | (Making a profit comes first.) | προέχει η δουλειά έκφρ |
| He felt that I took advantage of his situation, but business is business. |
business jet n | (jet for business travel) | προσωπικό, επαγγελματικό αεροπλάνο ουσ ουδ |
business law n | (set of laws governing business) | εμπορικό δίκαιο επίθ + ουσ ουδ |
business leader n | (manager in the business sector) | διευθυντής επιχείρησης, διευθύντρια επιχείρησης φρ ως ουσ αρσ |
| | ανώτατο επιχειρηματικό στέλεχος φρ ως ουσ ουδ |
business letter n | (business correspondence) | επαγγελματική αλληλογραφία ουσ θηλ |
| A letter to a friend is different from a more formal business letter. |
business lunch n | (talking business while eating) | επαγγελματικό γεύμα επίθ + ουσ ουδ |
| | γεύμα εργασίας φρ ως ουσ ουδ |
| Fast service and a quiet atmosphere made it a popular place for business lunches. |
business management n | (commercial administration) | διοίκηση επιχειρήσεων ουσ θηλ |
business manager n | (director or supervisor) | διευθυντής επιχείρησης φρ ως ουσ αρσ/θηλ |
| (μικρή επιχείρηση) | υπεύθυνος, υπεύθυνος ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| The company is advertising for a business manager. |
business marketing n | (promotion of commercial activity) | βιομηχανικό μάρκετινγκ επίθ + ουσ ουδ άκλ |
| | b2b μάρκετινγκ περίφρ |
business meeting n | (discussion of commercial activity) | επαγγελματική συνάντηση επίθ + ουσ θηλ |
business model n | (commercial plan) | επιχειρηματικό μοντέλο επίθ + ουσ ουδ |
| | επιχειρησιακή στρατηγική επίθ + ουσ θηλ |
| | εμπορική στρατηγική επίθ + ουσ θηλ |
business name n | (company: name other than registered one) | εταιρική επωνυμία φρ ως ουσ θηλ |
business park n | (industrial or commercial area) (βιομηχανίες, βιοτεχνίες) | βιομηχανικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
| (επιχειρήσεις) | επιχειρηματικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ |
business partner n | ([sb] in joint commercial arrangement) | συνέταιρος, συνεταίρος ουσ αρσ/θηλ |
| My business partner had to sign the note as joint owner. |
business plan n | (commercial outline) | επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο επίθ + ουσ ουδ |
| Before examining my loan request, the bank wanted to see a business plan. |
business portfolio n | (commercial investments) | επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο επίθ + ουσ ουδ |
business premises n | (official location) | επαγγελματική στέγη επίθ + ουσ θηλ |
Business Process Improvement n | (strategy for increasing efficiency) | Βελτίωση Επιχειρησιακών Διεργασιών φρ ως ουσ θηλ |
Business Process Management n | (optimizing business processes) | Διοίκηση Επιχειρησιακών Διεργασιών φρ ως ουσ θηλ |
business relations npl | (working relationships) | επαγγελματικές σχέσεις ουσ θηλ πλ |
business requirements npl | (needs of a commercial organization) | ανάγκες επιχείρησης περίφρ |
business school n | (teaches business, management) | διοίκηση επιχειρήσεων ουσ θηλ |
| Julia is studying for a master's degree in marketing at a business school. |
business studies npl | (study of business management) | επιχειρησιακές σπουδές ουσ θηλ πλ |
| I wanted to do a degree in economics but ended up doing a diploma in business studies. |
business suit n | (businessperson's formal outfit) | κοστούμι ουσ ουδ |
| Liam was wearing a smart business suit for his job interview. |
business to business adv | (between organizations) | επιχείρηση προς επιχείρηση έκφρ |
Σχόλιο: hyphens used when term is an adj before a noun |
business to business, business-to-business adj | (between organizations) | επιχείρηση προς επιχείρηση έκφρ |
| We don't sell our products to the general public; we only do business-to-business sales. |
business travel n | (journeys: for work) | επαγγελματικό ταξίδι επίθ + ουσ ουδ |
business trip n | (journey made for work) | επαγγελματικό ταξίδι ουσ ουδ |
| My secretary booked the hotels for my upcoming business trip. |
business venture n | (start-up business) | επαγγελματικό εγχείρημα ουσ ουδ |
| Most business ventures in my town don't last longer than six months. |
business venture n | (business investment involving risk) | ριψοκίνδυνο επαγγελματικό εγχείρημα ουσ ουδ |
businessperson, plural: businesspeople n | (commercial executive) | επιχειρηματίας ουσ αρσ/θηλ |
conduct business with [sb] v expr | (have commercial dealings with [sb]) | κάνω δουλειές με κπ περίφρ |
| | συνεργάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
core business n | (main business activity) | βασικός τομέας εμπορικής / επαγγελματικής δραστηριότητας ουσ αρσ |
| They decided to sell off several recent acquisitions and concentrate on their core business. |
do business vtr + n | (trade) | εμπορεύομαι ρ αμ |
| Africa is often regarded as a challenging continent on which to do business. |
do business with [sb] v expr | (trade or deal with) | έχω εμπορικές συναλλαγές περίφρ |
| (καθομιλουμένη) | κάνω δουλειές με κπ περίφρ |
| The US does business with China because each country uses the other's resources. |
do very little business v expr | (have few commercial dealings) | έχω λίγη δουλειά έκφρ |
e-business n | uncountable (online buying and selling) | ηλεκτρονικό εμπόριο επίθ + ουσ ουδ |
| | ηλεκτρονικές αγοραπωλησίες επίθ + ουσ θηλ πλ |
e-business n | (online company) | διαδικτυακή εταιρεία, διαδικτυακή επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| | εταιρεία που προσφέρει τα προϊόντα της διαδικτυακά φρ ως ουσ θηλ |
family business n | (company owned and run by a family) | οικογενειακή επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| Eventually, his son will take over the family business. |
funny business n | slang (sneaky behaviour) | μπαγαποντιά, πονηριά, βρωμοδουλειά ουσ θηλ |
| We're leaving you alone on trust – so no funny business! |
get down to business, get down to work v expr | (start now) (καθομιλουμένη) | στρώνομαι στη δουλειά έκφρ |
| We need to get down to business if we hope to finish this today. |
go out of business v expr | (company: fail) | πτωχεύω ρ αμ |
| The company went out of business during the recession. |
have no business doing [sth] v expr | informal (not have the right) (μεταφορικά) | δεν έχω δουλειά να κάνω κτ, δεν έχω καμία δουλειά να κάνω κτ έκφρ |
| You have no business spreading gossip about me! |
in business adj | (company: open for trading, etc.) | λειτουργώ ρ αμ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντιστοιχία ως προς τη σύνταξη. |
| The company has been in business since 1922. |
in business adj | figurative, informal (ready to do [sth], prepared) | έτοιμος επίθ |
| | έτοιμος για δουλειά περίφρ |
| This computer comes ready to use: just plug it in, press this button and you're in business! |
line of business n | (profession, trade: field) (επαγγελματική δραστηριότητα) | τομέας, κλάδος ουσ αρσ |
| (κατηγορία δραστηριοτήτων) | επιχειρηματική μονάδα φρ ως ουσ θηλ |
| In his line of business it is customary to pay in cash only. |
| The company is going to eliminate the two lines of business that are not performing well. |
| Στον κλάδο του, συνηθίζεται οι πληρωμές να γίνονται μόνο τοις μετρητοίς. |
mean business v expr | (be serious about [sth]) | μιλάω σοβαρά ρ αμ + επίρ |
| | το εννοώ έκφρ |
mind your own business, also US: mind your business interj | informal (the matter doesn't concern you) (μεταφορικά) | κοίτα τη δουλειά σου έκφρ |
| (αργκό) | δουλειά σου έκφρ |
| It's nothing to do with you; mind your own business! |
mind your own business, also US: mind your business v expr | informal (look after what does concern you) (μεταφορικά) | κοιτάω τη δουλειά μου έκφρ |
| If you mind your own business, you won't get in as much trouble. |
| Αν κοιτάς τη δουλειά σου, δεν θα μπλέκεις τόσο πολύ. |
monkey business n | figurative, slang (silly or frivolous behaviour) (μεταφορικά,αργκό) | ανόητη,σαχλή συμπεριφορά ουσ θηλ |
| The substitute teacher quickly put an end to all the monkey business. |
monkey business n | figurative, slang (trickery, deceitful behaviour) (μεταφορικά,αργκό) | βρομοδουλειά,παγαποντιά ουσ θηλ |
| One had to be careful when dealing with the hawkers in the market, who were famous for their monkey business. |
none of [sb]'s business expr | informal (does not concern [sb]) | δεν είναι δουλειά κπ έκφρ |
| | δεν αφορά κπ έκφρ |
| What I do with my time off is none of your business. |
| Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δεν είναι δική σου δουλειά. |
| Το τι κάνω στον ελεύθερό μου χρόνο δε σε αφορά. |
none of your business, that's none of your business interj | informal (it isn't your concern) (καθομιλουμένη) | να μη σε νοιάζει, κοίτα τη δουλειά σου, δεν σε αφορά έκφρ |
| How much do I earn? None of your business! |
official business n | (professional matters or duties) | επίσημη εργασία επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | δουλειά ουσ θηλ |
Σχόλιο: Το ουσιαστικό «δουλειά» χρησιμοποιείται συχνά στον πληθυντικό με αυτή τη σημασία. |
| She is not here for casual conversation; she has official business to conduct. |
order of business | (assigned task) | δουλειά ουσ θηλ |
| | υποχρέωση ουσ θηλ |
place of business n | (premises) (επίσημο) | τόπος δραστηριοτήτων φρ ως ουσ αρσ |
| | εγκαταστάσεις ουσ θηλ πλ |
put [sb/sth] out of business v expr | (company, person: cause to fail) (επιχείρηση) | κάνω κτ να κλείσει, οδηγώ κτ στο κλείσιμο, οδηγώ κτ στην πτώχευση έκφρ |
| (ιδιώτης) | κάνω κπ να χάσει τη δουλειά μου έκφρ |
| (ιδιώτης) | κάνω κπ να χάσει την επιχείρησή μου έκφρ |
| (επιχείρηση, ιδιώτη) | θέτω κπ/κτ εκτός αγοράς έκφρ |
regular course of business n | (customary) | συνήθεις συνθήκες δραστηριότητας φρ ως ουσ θηλ |
retail business n | (business: sells goods) | λιανική επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| | επιχείρηση λιανικού εμπορίου, επιχείρηση λιανικής φρ ως ουσ θηλ |
show business n | (entertainment industry) | σόου μπίζνες, σόου-μπιζ, σόουμπιζ ουσ θηλ άκλ |
| | κόσμος του θεάματος φρ ως ουσ αρσ |
| She's been in show business since before we were born. |
showbiz, show biz n | informal (show business: entertainment) (καθομιλουμένη) | σόου μπιζ, σόου μπίζνες ουσ θηλ άκλ |
| | κόσμος του θεάματος φρ ως ουσ αρσ |
| Lara's whole family is in showbiz; her parents are both singers and her brother is an actor. |
small business n | (company with few employees) | μικρή επιχείρηση έκφρ |
| Small businesses are allowed special loan rates. |
startup, startup company, startup business, also UK: start-up, start-up company, start-up business n | (new business) | νεοφυής επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | start-up, startup ουσ θηλ άκλ |
| Kirsten quit her job at a software company to join a startup. |
| Most start-up businesses fail within the first two years. |
startup business (US), start-up business (UK) n as adj | (new business) | νεοφυής επιχείρηση επίθ + ουσ θηλ |
| (καθομιλουμένη) | start-up, startup ουσ θηλ άκλ |
transact business v expr | (have commercial dealings) | διεξάγω εργασίες έκφρ |
| I prefer to transact business at a fine restaurant instead of in the boardroom. |
transact business with [sb/sth] vtr | (have commercial dealings with) | κάνω δουλειές με κπ έκφρ |
| | συνεργάζομαι με κπ ρ αμ + πρόθ |
| Because of their lending practices, we do not transact business with that bank. |