Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 03/04/2018. |
Συντεταγμένες: 9°7′12″N 79°45′0″W / 9.12000°N 79.75000°W / 9.12000; -79.75000
Η διώρυγα του Παναμά (ισπανικά: Canal de Panamá) είναι ένας τεχνητός δίαυλος 82 χιλιομέτρων (51 ναυτικών μιλίων) στον Παναμά, ο οποίος ενώνει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό. Είναι η δεύτερη σε ναυτιλιακή σπουδαιότητα από την άποψη των θαλασσίων μεταφορών στον κόσμο, μετά τη Διώρυγα Σουέζ. Ενώνει την επί του Ατλαντικού βόρεια ακτή με εκείνη του Ειρηνικού στα νότια, χρησιμοποιώντας δεξαμενές που ανυψώνουν τα πλοία στα 26 μέτρα (85 πόδια) πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, που είναι το επίπεδο της τεχνητής λίμνης Gatún και τα χαμηλώνουν πάλι στην άλλη πλευρά στο ύψος της θάλασσας.
Η πρώτη διέλευση πλοίου έγινε στις 15 Αυγούστου 1914. Από τη δεκαετία του 1930, άρχισε να φαίνεται η ανάγκη για επέκταση των δεξαμενών του καναλιού, λόγω του μεγέθους των νέων πλοίων τα οποία δεν χωρούσαν στις υπάρχουσες και για να χαλαρώσει η έντονη κίνηση, αλλά τα σχέδια εγκαταλείφθηκαν το 1942. Τελικά, οι εργασίες για τις νέες δεξαμενές άρχισαν το 2007 και το έργο παραδόθηκε για χρήση τον Ιανουάριο του 2016.
Η ημερήσια δυναμικότητα διέλευσης της διώρυγας είναι 50 πλοία. Τα πλοία καταβάλλουν τέλη (δικαιώματα) βάσει της χωρητικότητας που έχουν (Panama canal tonnage).
Στρατιωτικά σήμερα η διώρυγα του Παναμά, συνεχίζει να θεωρείται ουδέτερη θάλασσα.
Ήδη από το 1501, οι άνθρωποι ονειρεύονταν μια γέφυρα νερού που να ενώνει τον Ατλαντικό Ωκεανό με τον Ειρηνικό, μέσα από τον ισθμό του Παναμά. Η προσπάθεια διάνοιξης της διώρυγας είχε αρχίσει από τα πολύ παλιά χρόνια. Πολλοί επιχείρησαν την εκτέλεση του έργου, αλλά οι εδαφικές ανωμαλίες, η διαφορά της στάθμης μεταξύ των δύο Ωκεανών και της παλίρροιας, καθώς και ο κίτρινος πυρετός, έκαναν την κατασκευή προβληματική αν όχι αδύνατη. Το 1859, ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική γραμμή που διέσχιζε τον Ισθμό, αφού στοίχισε όμως πολλές απογοητεύσεις, κόπους και έξοδα. Φαινόταν, λοιπόν, πως τα πλοία θα συνέχιζαν να κάνουν το γύρο του Ακρωτηρίου Χορν, διαπλέοντας 8.000 μίλια (13.000 χιλιόμετρα) παραπάνω. Παρ' όλα αυτά, το 1876 οι Γάλλοι επιλέγουν και πάλι τον ισθμό του Παναμά σαν το ιδανικό μέρος για τη διάνοιξη της διώρυγας και ιδρύουν τη Διεθνή Εταιρεία της Ωκεάνιας Διώρυγας, που εξουσιοδοτεί και τη γαλλική εταιρεία «Lesseps» που είχε ιδρύσει ο Ferdinand de Lesseps να αρχίσει τις εργασίες. Πράγματι, το 1881 αρχίζει η γαλλική προσπάθεια. Όμως οι τροπικοί πυρετοί προκαλούσαν τρομερές απώλειες ζωής στο εργατικό προσωπικό. Η κακή διαχείριση, η διαφθορά και η κλοπή, οργίαζαν. Η προσπάθεια τερματίζεται άδοξα το 1888, με την πτώχευση της εταιρείας. Οι Γάλλοι εγκατέλειψαν το σχέδιο, αφήνοντας πίσω τους σκουριασμένα μηχανήματα και τάφους χιλιάδων εργατών.
Το 1904, η αμερικανική κυβέρνηση εξαγόρασε τα γαλλικά δικαιώματα και μια στενή λωρίδα γης που είχε μήκος 50 μίλια (80 χιλιόμετρα) και πλάτος 10 μίλια (16 χιλιόμετρα), η λεγόμενη Ζώνη της Διώρυγας.[1] Ο αρχίατρος William Crawford Gorgas ανέλαβε να απαλλάξει τη Ζώνη της Διώρυγας από τις ακαθαρσίες και τις αρρώστιες, την ελονοσία και τον κίτρινο πυρετό, εξαιτίας των οποίων πέθαναν πολλοί εργάτες. Δημιουργήθηκε μια Επιτροπή για τη Διώρυγα, με πλήρη μηχανικά και διοικητικά δικαιώματα, και η κατασκευή της άρχισε. Ο πρώτος αρχιμηχανικός John Wallace παραιτήθηκε ύστερα από έναν χρόνο και ο διάδοχός του John Stephens, αποσύρθηκε το 1907.
Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. Θεόδωρος Ρούζβελτ αντιλαμβανόταν πως αν επρόκειτο να κατασκευαστεί μία Διώρυγα του Παναμά, δεν έπρεπε να επαναληφθούν τα λάθη που είχαν διαπράξει οι Γάλλοι. Το 1907, η Επιτροπή Διώρυγας ανετέθη στο στράτευμα και ο συνταγματάρχης George Washington Goethals ανέλαβε τη διοίκηση. Το κανάλι δεν θα γινόταν ένας κρίκος που θα ένωνε απ' ευθείας τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπως είχαν σχεδιάσει οι Γάλλοι, αλλά ένας υδάτινος διάδρομος, φραγμένος από ξηρά, κατασκευασμένος στη ψηλή ράχη του ισθμού. Από τον Ατλαντικό, τα πλοία θα εισχωρούσαν μέσα σε μια διώρυγα του επιπέδου της θαλάσσης, μήκους 7 μιλίων. Τρία τεράστια φράγματα θα σήκωναν τα πλοία 26 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θαλάσσης στην πραγματική διώρυγα. Από εκεί θα ταξίδευαν ανεμπόδιστα 32 μίλια στη λίμνη Gatún και θα περνούσαν μέσα από το Culebra Cut στα φράγματα του Ειρηνικού. Το Pedro Miguel, το πρώτο φράγμα, θα χαμήλωνε τα πλοία 30 πόδια στην τεχνητή λίμνη Miraflores, πλάτους 2 μιλίων (3,2 χιλιομέτρων). Έπειτα, άλλα δύο φράγματα θα χαμήλωναν τα υπόλοιπα 54 πόδια στο κανάλι του επιπέδου της θάλασσας. Από κει και μετά, θα απέμεναν να διασχισθούν μόνο 8,5 μίλια (13,7 χιλιόμετρα) έως τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Αυτό ήταν το ηράκλειο έργο που αντιμετώπισε ο Goethals. Τα κανάλια του επιπέδου της θάλασσας στις δύο άκρες του ισθμού ήταν εύκολη αποστολή με σκάψιμο και εκβάθυνση. Όμως τα τεράστια φράγματα, με τις μεγάλες θαλάσσιες θύρες τους, εμφάνισαν πολύ περισσότερα προβλήματα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν το εσωτερικό κανάλι, επειδή το ηπειρωτικό χώρισμα ήταν 26 μέτρα ψηλότερο από το προτεινόμενο επίπεδο ύψους του θαλάσσιου διαδρόμου. Οι λόφοι έπρεπε να κοπούν κάθετα, σε μια έκταση 9 μιλίων στο Culebra Cut. Πηγή υδάτων θα ήταν για το σκοπό αυτό, ο ποταμός Chagres. Αυτός όμως ήταν πολύ χαμηλότερος από το προτεινόμενο επίπεδο των 26 μέτρων. Έτσι κατασκευάστηκε το Φράγμα Gatún. Στο Culebra Cut, άνθρωποι και μηχανές έσκαψαν ένα βαθύ όρυγμα σε σχήμα V μέσα στο βουνό και ανασκάφτηκαν εκατομμύρια κυβικά μέτρα χώματος και πέτρας, που το μεγαλύτερο μέρος τους μεταφέρθηκε στο Φράγμα Gatún. Την εποχή των βροχών υπήρχε ο κίνδυνος των κατολισθήσεων, αλλά και των πλημμυρών του ποταμού Chagres.
Οι δεξαμενές έπρεπε να γίνουν αρκετά πλατιά, ώστε να μπορούν να τα διαπλεύσουν και τα μεγαλύτερα πλοία του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού Στόλου. Έτσι κατασκευάστηκαν με μήκος 1,000 ft (304,80 m), 110 ft (33,53 m) και το ύψος τους στα πλάγια ισούται με πολυκατοικία 6 ορόφων. Για να κατασκευαστεί το κανάλι του Παναμά, χρειάστηκε να μετατοπιστεί χώμα σε μια ποσότητα που ανέρχεται συνολικά σε 240.000.000 τόνους. Η ποσότητα αυτή θα μπορούσε να σχηματίσει μία σειρά από 63 πυραμίδες, που η κάθε μία να έχει το ύψος της Μεγάλης Πυραμίδας της Αιγύπτου.
Τελικά, το έργο ολοκληρώθηκε. Στις 10 Οκτωβρίου 1913, άνοιξαν τα φράγματα της λίμνης και το νερό εισχώρησε στο κανάλι. Άνοιξαν οι υδατοφράχτες και τα νερά του Ατλαντικού γέμισαν την πρώτη σύρτη. Πυκνά πλήθη από υπερήφανους εργάτες μαζί με τις οικογένειές τους ζητωκραύγασαν καθώς το πρώτο πλοίο, το ρυμουλκό «Γκέιταν», σημαιοστολισμένο μπήκε σφυρίζοντας μέσα στο φράγμα. Οι μηχανικοί και οι επίσημοι βρίσκονταν επάνω στο ρυμουλκό.
Ύστερα από έναν χρόνο, στις 15 Αυγούστου 1914, η Διώρυγα παραδόθηκε στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Μέχρι το έτος 2000, βρισκόταν κάτω από την οικονομική εκμετάλλευση των ΗΠΑ.