ΤοΒασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (αραβικά: المملكة العربيّة
السّعوديّة Αλ-Μαμλάκα αλ-Αραμπίγια ας-Σαουντίγια) είναι χώρα στηνΑραβική χερσόνησο. Συνορεύει μετοΙράκ, τηνΙορδανία, τοΚουβέιτ, τοΟμάν, τοΚατάρ, ταΗνωμένα Αραβικά ΕμιράτακαιτηνΥεμένη, ενώ βρέχεται από τονΠερσικό Κόλποστα βορειοανατολικά και από τηνΕρυθρά θάλασσαστα δυτικά.
Η εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ αόριστα ως Ζαζιράτ αλ- Αράμπ, δηλαδή «νησί των νομάδων», καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τηνΑραβική Χερσόνησο, ξεδιπλώνοντας τις ακτές της σε ένα συνολικό μήκος 2.600 χλμ. περίπου. Τα χερσαία σύνορά της, εξαιρετικά αβέβαια στον νότο, με τις ακατοίκητες ζώνες της ερήμου, εκτείνονται στον βορρά σε εντελώς ευθεία γραμμή.
Η σημερινή Σαουδική Αραβία, στο σύνολό της, συμπίπτει μετα εδάφη που διαδοχικά κατακτήθηκαν και υποτάχτηκαν από τους Σαουδάραβες Βαχαβίτες, το βασίλειο των οποίων, περιορισμένο αρχικά στις οάσεις του Nέγκεντ (όπου ήταν καιη πρωτεύουσα, τοΡιάντ), απέκτησε αρχικά διέξοδο στονΠερσικό Kόλπομετην κατάληψη της χώρας που ονομαζόταν Αλ-Xάσα (1913) και συνέχισε να επεκτείνεται μετην προσάρτηση της Χετζάζης καιτων ισλαμικών Αγίων Τόπων, ΜέκκαςκαιΜεδίνας (1924). Εξάλλου, μαζί μετοΙράκ, η Σαουδική Αραβία διοικεί σήμερα από κοινού την ουδέτερη εδαφική ζώνη, η οποία χωρίζει τις δύο αυτές χώρες.
Επίσημη γλώσσα είναι ηΑραβικήκαιτο 100% του πληθυσμού αποτελούν Μουσουλμάνοι, κυρίως σουνίτες. Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση γιατο 2022 ο πληθυσμός της είναι 32.175.224[2] κάτοικοι, το 30% των οποίων είναι μη Σαουδάραβες πολίτες (εκτίμηση 2013)[5].
Η Σαουδική Αραβία καταλαμβάνει περίπου το 80% της αραβικής χερσονήσου (της μεγαλύτερης χερσονήσου της γης), και βρίσκεται ανάμεσα στα γεωγραφικά πλάτη 16° και 33° βόρεια και μήκη 34° και 56° ανατολικά. Επειδή τα νότια σύνορα της χώρας μεταΗνωμένα Αραβικά ΕμιράτακαιτοΟμάνδεν έχουν καθοριστεί με ακρίβεια, η ακριβής έκταση της χώρας δεν έχει καθοριστεί. Η CIA εκτιμά ότι έχει έκταση 2.149.690 χιλιόμετρα και αναφέρει ότι η Σαουδική Αραβία είναι η 13η μεγαλύτερη χώρα στον κόσμο.[6]
Ηαραβική έρημοςκαιοι σχετιζόμενες ημιερημικές περιοχές και θαμνότοποι καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση της χώρας. Αποτελούν μια σειρά ερήμων στις οποίες βρίσκεται καιηΡουμπ αλ Χαλί («άδειο τετράπλευρο»), στο νότιο τμήμα της χώρας, η οποία με έκταση 647.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων είναι η μεγαλύτερη έρημος άμμου στον κόσμο.[7]Δεν υπάρχουν ποτάμια ή λίμνες στη χώρα, παρά μόνο πολυάριθμα γουάντι. Τα λίγα εύφορα εδάφη βρίσκονται στις αποθέσεις των γουάντι καισεοάσεις. Το κύριο τοπογραφικό χαρακτηριστικό της χώρας είναι το κεντρικό οροπέδιο, το οποίο ανυψώνεται απότομα από τηνΕρυθρά Θάλασσακαι σταδιακά καταλήγει στοΝατζντκαιτονπερσικό κόλπο. Στην Ερυθρά Θάλασσα υπάρχει στενή πεδιάδα, γνωστή ως Τιχάμα. Η νοτιοδυτική επαρχία Ασίρ είναι ορεινή και εκεί βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της χώρας, το Τζαμπάλ Σάβντα (3.133 μ.).
Μετην εξαίρεση της επαρχίας Ασίρ, η Σαουδική Αραβία έχει ερημικό κλίμα, με ακραία υψηλές θερμοκρασίας την ημέρα και έντονη πτώση της θερμοκρασίας τη νύχτα. Η επαρχία Ασίρ διαφέρει καθώς επηρεάζεται από τους μουσώνες, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα ανάμεσα στον Οκτώβριο καιστον Μάρτιο, με βροχοπτώσεις συνολικού ύψους 300 χιλιοστών, το 60% των ετήσιων βροχοπτώσεων.[8]
Τηνπρο-ισλαμική εποχή, πέρα από ένα μικρό αριθμό αστικών εμπορικών κέντρων (όπως η Μέκκα καιη Μεδίνα), το μεγαλύτερο τμήμα αυτού που έγινε η Σαουδική Αραβία κατοικούταν από νομαδικές φυλές.[9]Ο προφήτης του Ισλάμ, Μωάμεθ, γεννήθηκε στηΜέκκα περίπου του 571 μ.Χ. και στις αρχές του 7ου αιώνα ένωσε τις φυλές της χερσονήσου και δημιούργησε μια ισλαμική πολιτείας.[10] Μετά τον θάνατό τουτο 632, οι ακόλουθοί του επέκτειναν τις εκτάσεις των μουσουλμάνων πέρα από την Αραβία, καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις (από τηνιβηρική χερσόνησο μέχρι το σύγχρονο Πακιστάν) μέσα σε μερικές δεκαετίες, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να βρεθεί να έχει περιφερειακό ρόλο στον μουσουλμανικό κόσμο.[10] Από τον 10ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού, η Μέκκα καιη Μεδίνα ήταν υπό τον έλεγχο του τοπικού Άραβα ηγεμόνα, γνωστού ως Σαρίφ της Μέκκα, όμως δήλωνε υποταγή τις περισσότερες φορές στον ηγέτη κάποιας από τις μεγάλες μουσουλμανικές αυτοκρατορίες με έδρα τη Βαγδάτη, το Κάιρο ήταν Κωνσταντινούπολη. Το μεγαλύτερο τμήμα της υπόλοιπης Αραβίας ελεγχόταν από τις φυλές.[11][12]
Στις αρχές του 16ου αιώνα, ο Οθωμανός Σουλτάνος Σελίμ Α΄ κατέκτησε τις ακτές της Ερυθράς θάλασσας καιτου περσικού κόλπου και διεκδίκησε την κυριαρχία της ενδοχώρας. Ο βαθμός ελέγχου αυτών των εδαφών ποικίλε τους επόμενους τέσσερις αιώνες, ανάλογα μετην ισχύ της κεντρικής εξουσίας της αυτοκρατορίας.[13]
Ανκαιη περιοχή της σημερινής Σαουδικής Αραβίας είναι πλούσια σε αρχαία ιστορία, η ανάδειξη της δυναστείας Σαούντ ξεκίνησε στην κεντρική Αραβία το 1744. Εκείνη τη χρονιά ο Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ, ηγεμόνας της πόλης Αντ Ντιριγιάχ κοντά στο Ριάντ, ένωσε τις δυνάμεις τουμε έναν διάσημο μουσουλμάνο λόγιο και ιμάμη, τον Μοχάμεντ ΙμπνΑμπντΑλ Γουαχάμπ, ώστε να δημιουργήσουν μία νέα πολιτική οντότητα.[14]Καιοι δύο βρήκαν κοινά ενδιαφέροντα και ενώθηκαν μετην επιθυμία να επαναφέρουν όλους τους αραβικούς πληθυσμούς της χερσονήσου στην άσκηση του ορθόδοξου ισλαμισμού. Αυτή η συμμαχία του 18ου αιώνα αποτελεί καιτη βάση της σημερινής δυναστείας της Σαουδικής Αραβίας.[15]
Τα επόμενα 150 χρόνια οι τύχες της οικογένειας Σαούντ ακολούθησαν μία έντονη πορεία καθώς οι ηγεμόνες της οικογένειας αντιμετώπισαν την Αίγυπτο, τηνΟθωμανική αυτοκρατορίακαι άλλες αραβικές οικογένειες γιανα αποκτήσουν τελικά τον έλεγχο της χερσονήσου. Το τρίτο και σημερινό βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον βασιλιά Αμπντούλ Αζίζ Αλ Σαούντ. Πριν από αυτό, άλλα δύο βασίλεια άκμασαν και διαλύθηκαν.
Το πρώτο βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε το 1756 μετην εγκατάσταση του Μοχάμεντ ΙμπνΑμπντΑλ Γουαχάμπ στο Ντιριγιάχ καιτην υπόσχεση του τοπικού ηγεμόνα πρίγκηπα Μοχάμεντ Ιμπν Σαούντ να υποστηρίξει την προσπάθεια εξαγνισμού της ισλαμικής θρησκευτικής πρακτικής. Ο οίκος των Σαούντ καιοι σύμμαχοί του σύντομα εξελίχθηκαν στο επικρατέστερο βασίλειο στην Αραβία, ελέγχοντας σχεδόν όλη τη σημερινή επικράτεια της Σαουδικής Αραβίας[16]και τις ιερές πόλεις της Μέκκακαι της Μεδίνα. Η επέκταση των Σαούντ ανησύχησε τον Οθωμανό σουλτάνο, ο οποίος ζήτησε από τονΜοχάμεντ Αλί Πασάνα επανακτήσει τις περιοχές για λογαριασμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Αλί με τους γιους του, Τουσούν Πασά καιΙμπραήμ Πασά, κατάφερε τελικά να εξουδετερώσει τον στρατό των Σαούντ το 1818[17]και τελικά να αποδυναμώσει την κυριαρχία τουΑλ Σαούντ στην ευρύτερη περιοχή.
Μετά από μία περίοδο αναδόμησης που ακολούθησε τη διάλυση του πρώτου βασιλείου των Σαούντ, η οικογένεια επέστρεψε στην εξουσία μετην ίδρυση του δεύτερου βασιλείου των Σαούντ το 1824. Το βασίλειο αυτό υποτάχθηκε τελικά το 1891 στον Αλ Ρασίντ του Χαίλ καιοι Σαούντ εξορίστηκαν στο Κουβέιτ.[11]
Το τρίτο βασίλειο των Σαούντ ιδρύθηκε από τονΙμπν Σαούντ, ο οποίος το 1902 κατέλαβε το Ριάντ,[11] προγονική πρωτεύουσα της δυναστείας τωνΑλ Σαούντ, από την αντίπαλη οικογένεια τωνΑλ Ρασίντ. Συνεχίζοντας την επέκτασή του, ο Αμπντούλ Αζίζ υπέταξε τοΑλ Χασά, την υπόλοιπη περιοχή τουΝεζντκαιτηΧετζάζ, το διάστημα 1913-1926. Τα σύνορα μετηνΙορδανία, τοΙράκκαιτοΚουβέιτ οριοθετήθηκαν με μία σειρά από συμφωνίες τη δεκαετία του 1920, μετη δημιουργία δύο παράλληλων ζωνών, μία μετο Ιράκ και μία μετο Κουβέιτ. Παράλληλα, το 1916, μετην υποστήριξη της Βρετανίας (η οποία ήταν αντίπαλος των Οθωμανών στονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Σαρίφ της Μέκκα ηγείται της Αραβικής Επανάστασης ενάντια στην εξουσία των Οθωμανών με στόχο τη δημιουργία ενός ενιαίου αραβικού κράτους.[18]Ανκαιοι επαναστάσεις του 1916 και του 1918 απέτυχαν, η συμμαχική νίκη στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη της οθωμανικής κυριαρχίας στην Αραβία.[19]
Το 1926 ο Χουσεΐν Ιμπν Αλί έγινε βασιλιάς της Σαρκίγια, ενώ ένα χρόνο αργότερα, το 1927, πήρε τον τίτλο βασιλιάς της Νατζντ. Μετη συνθήκη της Τζέντατον Μάιο του 1927, η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισε την ανεξαρτησία της επικράτειας του Αμπντούλ Αζίζ, γνωστής μέχρι τότε ως βασίλεια της Χετζάζκαι της Ναζντ.
Το 1932 οι περιοχές αυτές (Χετζάζ καιτουΝεζντ) ενώθηκαν ως το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Τα νότια σύνορα του βασιλείου μετηνΥεμένη διαμορφώθηκαν το 1934 μετη συνθήκη του Ταΐφ, τερματίζοντας έναν βραχύβιο μεθοριακό πόλεμο μεταξύ τους. Τότε ήταν μια από τις φτωχότερες χώρες του κόσμου, με έσοδα μόνο από τη γεωργία καιτα προσκυνήματα.[20]Οι στρατιωτικές και πολιτικές επιτυχίες του Αμπντούλ Αζίζ δεν είχαν οικονομικό αντίκτυπο παρά μόνο μετά την ανακάλυψη τεράστιων κοιτασμάτων πετρελαίουτο 1938 στην ανατολική Αραβία. Αναπτυξιακά προγράμματα ξεκίνησαν μετά το τέλος τουΒ΄ Παγκοσμίου Πολέμουκαιτο 1949 η εξόρυξη του πετρελαίου ήταν σε πλήρη ανάπτυξη. Την εκμετάλλευση των πετρελαίων ανέλαβε η αραβοαμερικανική εταιρεία Aramco. Οικονομική ευημερία επικράτησε σε όλη τη χώρα, ενισχύοντας παράλληλα τη διεθνή εικόνα του βασιλείου.[11]
Πριν από τον θάνατό τουτο 1953, ο Αμπντούλ Αζίζ, γνωρίζοντας τις δυσκολίες των απόλυτων μοναρχιών της ευρύτερης περιοχής, προσπάθησε να ρυθμίσει τη διαδοχή του. Ο Σαούντ διαδέχθηκε τον πατέρα του, αλλά μέσα σε λίγα χρόνια το βασίλειο κινδύνεψε από την οικονομική κακοδιαχείρισή τουκαιτην αποτυχία τουνα χειριστεί αποτελεσματικά την πρόκληση του Αιγύπτιου πρόεδρου Νάσερ, με συνέπεια ο Σαούντ να παραιτηθεί από τον θρόνο υπέρ του Φαϊζάλ το 1964. Το 1973, η Σαουδική Αραβία αποφάσισε να μποϊκοτάρει την πώληση πετρελαίου στις δυτικές χώρες οι οποίες υποστήριξαν το Ισραήλ στονπόλεμο τουΓιομ Κιπούρ, με αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό των τιμών του πετρελαίου.[11]Το 1976 έγινε ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως.[21]
Ενδοοικογενειακές αντιπαλότητες, σε συνδυασμό μετηνπετρελαϊκή κρίση του 1973, συνέβαλαν στη δολοφονία του Φαϊζάλ από τον ανηψιό του, πρίγκηπα Φαϊζάλ Μπιν Μουσαΐντ, το 1975. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο Χαλίντ μέχρι το 1982 και στη συνέχεια ο βασιλιάς Φαχντ, γνωστός ως οπιο διεφθαρμένος μονάρχης του βασιλείου. Η διαφθορά κατά τη βασιλεία του ήταν ιδιαίτερα έντονη, ενώ οιγιοιτου απέκτησαν δημόσια περιουσία και εμπορεύονταν ιδιωτικά το κρατικό πετρέλαιο. Μετον θάνατο τουΦαχνττο 2005, στον θρόνο της Σαουδικής Αραβίας ανέβηκε ο ετεροθαλής αδελφός τουΑμπντουλάχ. Ο Αμπντουλάχ κυβέρνησε ως τον θάνατό του, τον Ιανουάριο του 2015, οπότε τον διαδέχθηκε ο αδερφός τουΣαλμάνστον θρόνο.
Από τις 6 Ιανουαρίου του 2015, η Σαουδική Αραβία βρίσκεται σε πόλεμο μετοΙσλαμικό Κράτος[22].
Η Σαουδική Αραβία είναι βασίλειο που ιδρύθηκε το1932 από την ένωση των Βασιλείων του Νέγκεντ και της Χετζάζ, καθώς καιτων εμιράτων του Ασίρ, του Νατζτάν καιτουΑλ-Χάσα, τα οποία μέχρι τότε κυβερνούσαν αντίστοιχα αντιβασιλείς και εμίρηδες. Στην πράξη, ο μονάρχης συγκεντρώνει τηναπόλυτη εξουσίακαι ασκεί τη νομοθετική λειτουργία μετη συνεργασία μιας συμβουλευτικής συνέλευσης (δημιουργήθηκε το 1993- εκλογές ακόμα δεν έχουν γίνει), καιτην εκτελεστική μετη βοήθεια υπουργών, που τους διορίζει ο ίδιος και λογοδοτούν σε αυτόν. Το 1960 εγκρίθηκε Σύνταγμα, το οποίο ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ ισχύ. Πολιτικά κόμματα δεν υπάρχουν στη χώρα. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσοι είναι ηλικίας 21 ετών και άνω. Απαγορεύεται να ψηφίζουν οι γυναίκες.[5].
Στο βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας η δικαιοσύνη απονέμεται σύμφωνα μετονισλαμικό νόμο από έναν ανώτατο δικαστή, που είναι υπεύθυνος για τις νομικές υποθέσεις. Οι αποφάσεις εκδίδονται βάσει των αρχών καιτων κανόνων που περιέχονται στοΚοράνικαιστηΣούνατου Προφήτη. Από πλευράς κλιμάκωσης στην απονομή της δικαιοσύνης, προβλέπονται τρεις βαθμοί δικαιοδοσίας και μία επιτροπή δικαστικού ελέγχου. Στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας έχουμε τους «Μαλχάμα», «Αλ-Ουμούρ», «Αλ-Μούστα Τζάλα», και έπειτα έρχονται τρεις «Μαλχάμα», «Ας-Σαρία» και «Αλ-Κουμπρά», με έδρα τους τηΓέδα, τηΜέκκα, τηΜεδίνακαιτην Τζέντα, των οποίων η αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλες τις νομικές διαφορές. Η επιτροπή δικαστικού ελέγχου έχει την έδρα της στη Μέκκα και δικαιούται να επανεξετάζει τις αποφάσεις όλων των κατωτέρου βαθμού δικαστηρίων.
Στις 12 Δεκεμβρίου 2015 διεξήχθησαν εκλογές για δημοτικά συμβούλια, τα οποία έχουν περιορισμένη εξουσία στη λήψη αποφάσεων για τοπικά ζητήματα, όπως η αποκομιδή των απορριμμάτων καιη συντήρηση των δρόμων.[23][24] Στις προηγούμενες εκλογές, που έγιναν το 2005 και το 2011, έλαβαν μέρος μόνο άντρες υποψήφιοι και ψηφοφόροι. Στις εκλογές του 2015 εξελέγησαν τα 2/3 των εδρών του συμβουλίου σε 284 δημοτικά συμβούλια με τόσο άντρες όσο και γυναίκες υποψηφίους και εκλογείς. Ήταν οι πρώτες εκλογές στη χώρα στις οποίες επιτράπηκε να ψηφίσουν καιοι γυναίκες, οι πρώτες στις οποίες μπορούσαν να είναι υποψήφιες καιοι πρώτες στις οποίες γυναίκες εξελέγησαν σε πολιτικά αξιώματα.[25][26]
Η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας βασίζεται στοπετρέλαιο, από το οποίο προέρχεται περίπου το 75% των εσόδων του προϋπολογισμού καιτο 90% των εξαγωγών. Η Σαουδική Αραβία εξαρτάται από ξένους εργάτες και περίπου το 80% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δεν είναι Σαουδάραβες.[27][28]Η πετρελαιοβιομηχανία αποτελεί περίπου το 45% του ονομαστικού ΑΕΠ της Σαουδικής Αραβίας, σε σχέση μετο 40% που αντιστοιχεί στον ιδιωτικό τομέα. Η Σαουδική Αραβία διαθέτει επισήμως αποθέματα πετρελαίου που φτάνουν τα 260 δισεκατομμύρια βαρέλια, και αποτελούν το ένα πέμπτο των επιβεβαιωμένων αποθεμάτων πετρελαίου.[29]Το πετρέλαιο δεν είναι μόνο άφθονο, αλλά και υπό πίεση και κοντά στην επιφάνεια της Γης, με αποτέλεσμα η εξόρυξή τουνα είναι φθηνότερη καιπιο επικερδής στη Σαουδική Αραβία σε σχέση με πολλά άλλα μέρη στον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 και τις περικοπές στην παραγωγή από τονΟΠΕΚ, η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε από τα 3$ το βαρέλι σε σχεδόν 12$. Η Σαουδική Αραβία έγινε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες στον κόσμο, με σημαντικό εμπορικό πλεόνασμα και από αυτά τα εισοδήματα, η κυβέρνηση άρχισε να χρηματοδοτεί άλλες αραβικές και μουσουλμανικές χώρες. Με άλλη μια αύξηση στην τιμή του πετρελαίου το 1980, κατά τη διάρκεια τουπολέμου Ιράν-Ιράκ, η Σαουδική Αραβία έφτασε στο οικονομικό της μέγιστο (όσον αφορά το εισόδημα ανά κάτοικο). Τη δεκαετία του 1990, η Σαουδική Αραβία βίωσε σημαντική μείωση των εσόδων από το πετρέλαιο, καισε συνδυασμό μετην αύξηση του πληθυσμού, το κατά κεφαλήν εισόδημα έπεσε από 11.700$ το 1981 σε 6.300% το 1998.[30]Οι αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου βοήθησαν στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠσε 17.000$ (7.400$ προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό),[31] αλλά μειώθηκε πάλι μετην πτώση των τιμών το 2014.[32]
Πέρα από το πετρέλαιο καιτο φυσικό αέριο, η Σαουδική Αραβία διαθέτει μικρό τομέα εξόρυξης χρυσούστην περιοχή Μαχνταντχ Νταχάμπ και άλλες μεταλλευτικές δραστηριότητες, καθώς και αγροτικό τομέα, κυρίως στα νοτιοδυτικά, βασισμένο στους χουρμάδεςκαιτην κτηνοτροφία. Επίσης, ενθαρρύνει την καλλιέργεια στην αραβική έρημο, παρέχοντας νερό, κυρίως μη ανανεώσιμο, γιατην καλλιέργεια αλφάλφα, δημητριακών καιτην παραγωγή γαλακτομικών.[33] Από αυτήν τη δραστηριότητα έχουν εξαντληθεί τα τέσσερα πέμπτα των συνολικών υπόγειων αποθεμάτων νερού μέχρι το 2012.[34] Μεγάλος αριθμός προσωρινών θέσεων εργασίας δημιουργείται γιατην εξυπηρέτηση των περίπου 2 εκατομμυρίων μουσουλμάνων που πραγματοποιούν ετησίως τοχατζ.
ΤοΜασγίντ αλ-Χαράμ, στη Μέκκα, το ιερότερο τέμενος του Ισλάμ και προορισμός τουχατζ.
Ο πληθυσμός της Σαουδικής Αραβίας τον Ιούλιο του 2013 υπολογίζεται ότι ήταν 26,9 εκατομμύρια, συμπεριλαμβανομένων 5,5 - 10 εκατομμυρίων μεταναστών οι οποίοι δεν έχουν λάβει τη σαουδική υπηκοότητα,[28][35]ανκαιο πληθυσμός της χώρας είναι δύσκολος να υπολογιστεί με ακρίβεια, λόγω της τάσης των Σαουδάραβων ηγετών να διογκώνουν τεχνητά τα αποτελέσματα των απογραφών.[36]Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε γρήγορα μετά το 1950, όταν ήταν 3 εκατομμύρια,[37]καιγια πολλά χρόνια είχε ένα από τους μεγαλύτερους ρυθμούς γεννητικότητας στον κόσμο, με 3% ανά χρόνο. Ο πληθυσμός της χώρας είναι ιδιαίτερα νέος, μετη διάμεση ηλικία να είναι τα 25 χρόνια.[38]
Η εθνοτική σύσταση του πληθυσμού είναι 90% Άραβες και 10% Αφροασιάτες.[39]Οι περισσότεροι κάτοικοι ζουνστηΧετζάζ (35%), τηΝατζντ (28%) καιτην Ανατολική Επαρχεία (15%).[40] Μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της χώρας περιλαμβάνει και ξένους, οι οποίοι εκτιμούνται ότι αποτελούν το 21% του πληθυσμού (CIA factbook), έως καιτο 30%[41]με 33%,[42] σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι περισσότεροι Σαουδάραβες ζούσαν σε αγροτικούς οικισμούς, αλλά στα τέλη του 20ού αιώνα, το βασίλειο αστικοποιήθηκε γρήγορα. Μέχρι το 2012, το 80% των Σαουδαράβων ζούσε σε μεγάλες αστικές μητροπολιτικές περιοχές, κυρίως τοΡιάντ, τηνΤζέντα ή τοΝταμάμ.[43] Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, στη Σαουδική Αραβία ζούσαν 300.000 δούλοι.[44]Ηδουλεία καταργήθηκε επισήμως το 1962.[45][46]
Η Σαουδική Αραβία είναι το επίκεντρο της μουσουλμανικής θρησκείας και αυτό το μαρτυρούν καιοι «ιερές» πόλεις: ηΜέκκα (όπου γεννήθηκε οΜωάμεθ) καιηΜεδίνα (όπου είναι θαμμένος). Ο εθνικός πληθυσμός, στην πλειονότητά του (75-90%), ακολουθεί το λατρευτικό τυπικό τωνσουνιτών, οι υπόλοιπο το τυπικό τωνσιιτών, καισε ορισμένες περιπτώσεις των σαφιιτών. Η επίσημη και κύρια μορφή του σουνιτικού Ισλάμ της Σαουδικής Αραβίας είναι οουαχαμπισμός.
Η ύπαρξη νομαδικών φυλών δυσχεραίνει τη σχολική εκπαίδευση. Εκτός αυτού, δεν υφίσταται κάποιος νόμος πουνατην καθιστά υποχρεωτική, ούτε πουνα ορίζει σεποια ηλικία πρέπει να εγγράφονται τα παιδιά στο σχολείο. Μετά το 1955 ξεκίνησε σοβαρή εκστρατεία γιατην καταπολέμηση τουαναλφαβητισμού, του οποίου ο δείκτης εξακολουθεί να παραμένει ανάμεσα στους υψηλότερους στον κόσμο. Η στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια, όπως καιη μέση, η οποία προετοιμάζει τους μαθητές για τις πανεπιστημιακές σπουδές. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο πανεπιστήμιο του Ριάντ (φιλολογία, θετικές επιστήμες, φαρμακευτική και ανώτερα εμπορικά μαθήματα) καιστο πανεπιστήμιο της Τζέντα, που λειτουργεί από το 1967 και περιλαμβάνει σχολές σχετικές μετον οικονομικό καιτο διοικητικό τομέα. Το 1964 οργανώθηκε στοΝταχράνκαι ένα ανώτερο ινστιτούτο για έρευνες του υπεδάφους. Υπάρχει το ισλαμικό πανεπιστήμιο της Μεδίνας για τις θεολογικές σπουδές, όπως και άλλα πανεπιστήμια.
Εδώ και τριάντα χρόνια περίπου, οι σαουδαραβικές ένοπλες δυνάμεις, και κυρίως η αεροπορία, επωφελούνται από τη βρετανική καιτην αμερικανική βοήθεια. Η συνολική δύναμή τους είναι 104.000 άνδρες. Στην αεροπορία υπηρετούν 18.000 και στο ναυτικό 12.000 άνδρες.