Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στη δίκη καιεκτέλεση του Καρόλου Α΄, την εξορία τουγιουτου, Καρόλου Β΄, καιτην αντικατάσταση της Αγγλικής Μοναρχίας πρώτα μετηνΚοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649–53) και κατόπιν με ένα Προτεκτοράτο (1653–59), υπό την προσωπική διοίκηση τουΌλιβερ Κρόμγουελ. Το μονοπώλιο των καθολικών τάσεων της Εκκλησίας της Αγγλίαςστη Χριστιανική λατρεία στην Αγγλία τελείωσε με τους νικητές να παγιώνουν τηνΠροτεσταντική Υπεροχήστην Ιρλανδία έναντι του Ρωμαιοκαθολικσμου ενώ καταργήθηκε η ιδιότητα του Μονάρχη ως επικεφαλής της Αγγλικανικής εκκλησίας και αντικαταστάθηκε με άρθρο που ανέφερε τον Θεό ως κεφαλή της εκκλησίας καιτον Αρχιεπίσκοπο του Κατερμπορυ ως επίγειου θρησκευτικού ηγέτη της (αυτό αντιστράφηκε αργότερα μετην επάνοδο της Βασιλείας). Συνταγματικά, οι πόλεμοι εδραίωσαν ένα κεκτημένο ότι ένας Άγγλος μονάρχης μπορεί να κυβερνήσει μόνο στον εκτελεστικό κλάδο ασκώντας την εκτελεστική εξουσία ενώ η νομοθετική εξουσία διαμοιραστγκε ανάμεσα στον Βασιλιά καιτο Κοινοβουλίου καθιερώνοντας μια πρώιμη μερική διάκριση εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας ανκαιο Βασιλιάς μπορούσε ακόμα να διαλύει όποτε ήθελε το κοινοβούλιο καινατο συγκαλεί όποτε καιαντο επιθυμούσε. Αυτο άλλαξε ύστερα από τηνΈνδοξη Επανάσταση, αργότερα μέσα στον αιώνα όταν ο Βασιλιάς έχασε το δικαίωμα της επ απείρου διάλυσης του κοινοβουλίου.
Ο όρος Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος εμφανίζεται πιο κοινά στον ενικό, ανκαιοι ιστορικοί συχνά διαιρούν τη σύγκρουση σε δύο ή τρεις ξεχωριστούς πολέμους. Μολονότι ο όρος παρουσιάζει τα συμβάντα να είναι περιορισμένα στην Αγγλία, από την αρχή οι συγκρούσεις περιελάμβαναν πολέμους μετη Σκωτία καιτην Ιρλανδία καθώς και εμφύλιους πολέμους ανάμεσά τους.
Αντίθετα με άλλους εμφυλίους πολέμους στην Αγγλία, που επικεντρώνονταν στο ποιος έπρεπε να κυβερνήσεις, αυτός ο πόλεμος έγινε γιατον τρόπο διακυβέρνησης της Βρετανίαςκαι της Ιρλανδίας. Οι ιστορικοί μερικές φορές αναφέρονται στον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο ως Αγγλική Επανάσταση (English Revolution) και έργα όπως ηΕνδεκάτη Έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας Μπριτάνικατον αποκαλούν Μεγάλη Εξέγερση (Great Rebellion). ΟιΜαρξιστές ιστορικοί όπως οΚρίστοφερ Χιλ (1912–2003) έχουν μακράν ευνοήσει τον όρο English Revolution.[1]
Ο πόλεμος ξέσπασε μέσα σε λιγότερο από σαράντα έτη ύστερα τον θάνατο της Ελισάβετ Α΄το 1603. Κατά την άνοδο του Καρόλου Α΄ το 1625, η Αγγλία καιη Σκωτία είχαν αμφότερες βιώσει σχετική ειρήνη, τόσο εσωτερικά όσο και στις σχέσεις μεταξύ τους, για διάστημα αρκετό όσο μπορούσε να θυμηθεί κανείς. Ο Κάρολος προσδοκούσε να ενώσει τα βασίλεια της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας σε ένα νέο ενιαίο βασίλειο, εκπληρώνοντας το όνειρο του πατέρα του, Ιακώβου Α΄ της Αγγλίας (James VI of Scotland).[2].[3] Πολλοί Άγγλοι Κοινοβουλευτικοί (ευγενείς και κληρικοί) ήταν καχύποπτοι μεμια τέτοια κίνηση, επειδή φοβούνταν ότι η εγκαθίδρυση ενός νέου βασιλείου θα κατέστρεφε τις παλαιές Αγγλικές παραδόσεις οι οποίες είχαν συνδεθεί μετην Αγγλική μοναρχία. Καθώς ο Κάρολος ασπαζόταν την άποψη του πατέρα του σχετικά μετην εξουσία του στέμματος (ο Ιάκωβος είχε περιγράψει τους βασιλείς ως "μικρούς Θεούς πάνω στηΓη", επιλεγμένους από τον Θεό να κυβερνήσουν σύμφωνα μετο δόγμα του "Θείου Δικαιώματος των Βασιλέων" έχωντας δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους υπηκόους του ακόμα και τους πιο ανώτερους ευγενείς, κληρικούς και αξιωματούχους), οι υποψίες των Κοινοβουλευτικών δικαιολογούνταν εν μέρει.[3]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μετάφραση.Αν θέλετε να συμμετάσχετε, μπορείτε ναεπεξεργαστείτετο λήμμα μεταφράζοντάς το ή προσθέτοντας δικό σας υλικό καινα αφαιρέσετε το{{μετάφραση}} μόλις το ολοκληρώσετε. Είναι πιθανό (και επιθυμητό) το ξενόγλωσσο κείμενο να έχει κρυφτεί σαν σχόλιο μετα <!-- και -->. Πατήστε "επεξεργασία"γιανα δείτε ολόκληρο το κείμενο.
Πριν από τις εχθροπραξίες, τοΚοινοβούλιο της Αγγλίαςδεν είχε σταθερό ρόλο στο Αγγλικό σύστημα διακυβέρνησης, αλλά λειτουργούσε ως προσωρινή συμβουλευτική επιτροπή, καλούμενο από τον μονάρχη οποτεδήποτε το Στέμμα απαιτούσε επιπλέον φορολογικά έσοδα και ήταν υποκείμενο σε διάλυση από τον μονάρχη ανά πάσα στιγμή.
Παρά τον περιορισμένο του ρόλο, το Κοινοβούλιο, κατά τους προηγούμενους αιώνες, είχε αποκτήσει de facto εξουσίες μεγάλης σημασίας, τις οποίες οι μονάρχες δεν μπορούσαν να αγνοήσουν εύκολα. Αναμφίβολα γιατον μονάρχη, ηπιο απαραίτητη εξουσία του Κοινοβουλίου ήταν η ικανότητά τουνα αυξάνει τα φορολογικά έσοδα κατά πολύ περισσότερο από τις άλλες πηγές εσόδων που είχε στη διάθεσή τουτο Στέμμα. Κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα η εξουσία του Κοινοβουλίου να αυξάνει τους φόρους, είχε προέλθει από την αρμοδιότητα της τάξης των ευγενών (gentry), καθώς ήταν το μόνο κοινωνικό στρώμα με ουσιαστική ικανότητα να συλλέγει καινα αποδίδει τις πιο σημαντικές μορφές τοπικής φορολογίας. Αυτό σήμαινε ότι ανο Βασιλιάς ήθελε να διασφαλίσει μια ομαλή συλλογή εσόδων, χρειαζόταν τη συνεργασία των ευγενών. Παρότι το Στέμμα είχε θεωρητικά τη νομιμοποίηση, όπως θα λέγαμε σήμερα, στην πράξη οι δυνατότητές του ήταν περιορισμένες, καθώς οποτεδήποτε οι ευγενείς αρνούνταν γενικευμένα στην επικράτεια να συλλέξουν τους φόρους για λογαριασμό του, δεν υπήρχε κανένας τρόπος να τους αναγκάσει νατο κάνουν.[4]
Προκειμένου λοιπόν να διασφαλιστεί η συνεργασία των ευγενών, οι μονάρχες επέτρεπαν στους ευγενείς (και μόνο) να εκλέξουν αντιπροσώπους στηΒουλή των Κοινοτήτων. Η σύγκλησή της μαζί μετηΒουλή των Λόρδων(αποτελούμενη από μέλη του ανώτερου κλήρου) συγκροτούσε το Κοινοβούλιο. Μέσα σε κάθε Κοινοβούλιο επιτρεπόταν στους αντιπροσώπους της τάξης των ευγενών και κληρικών να κάνουν συναντήσεις με κύριο θέμα (κατά τη γνώμη του μονάρχη τουλάχιστον) τη συναίνεσή τους στην επιβολή των φόρων που ήθελε ο μονάρχης καιπουθα συνέλεγαν για λογαριασμό του. Κατά τη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, οι αντιπρόσωποι μπορούσαν επίσης να κάνουν συσκέψεις καινα αποστέλλουν προτάσεις χάραξης πολιτικής προς τον Βασιλιά μετη μορφή "βουλευμάτων" (Bills). Ωστόσο το Κοινοβούλιο δεν είχε κανένα νομικό μέσο να επιβάλει τη δική του θέληση επί του μονάρχη — η μόνη επιρροή του προς τον Βασιλιά ήταν η απειλή παρακράτησης των οικονομικών μέσων που απαιτούνταν γιανα εκτελεστούν τα σχέδιά τουανκαι αυτό συχνά ακυρώνονταν στην πράξη μέσω επιβολής και εξαναγκασμού υποταγής στη Βούληση του Βασιλιά ή αγνόηση του κοινοβουλίου από ισχυρούς Άγγλους βασιλείς όπως οΕρρίκος Η΄ της Αγγλίας.[5]
ΗΕρριέττα Μαρία, από τονΠίτερ Λέλυ, 1660ΟΌλιβερ Κρόμγουελ, πίνακας του Ρόμπερτ Γουόκερ, 1649Μια αλληγορία του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου από τονΟυίλλιαμ Σαίξπηρ Μπάρτον. Απεικονίζει έναν Καβαλίερ (Βασιλόφρονα) να κείται πληγωμένος στο έδαφος, ενώ μια Πουριτανή με μαύρα στέκεται πίσω.
Ένα γεγονός που ήγειρε υποψίες γιατη βασιλεία του Καρόλου ήταν ο γάμος τουμεμια Ρωμαιοκαθολική, τη Γαλλίδα πριγκίπισσα Ερριέττα Μαρία, το 1625, αμέσως μετά την άνοδο τουστον θρόνο.[6]Ο γάμος του Καρόλου αύξησε την πιθανότητα τα παιδιά του, περιλαμβανομένου ενός διαδόχου στον θρόνο, να μεγαλώσουν ως Καθολικοί, μια προοπτική που σήμανε συναγερμό γιατην επίσημα Προτεσταντική Αγγλία, όπου ηΕκκλησία της Αγγλίας έχει ως ηγέτη της τονΥπέρτατο Κυβερνήτη, ενσωματώνοντας την Κεφαλή της Εκκλησίας στο ίδιο πρόσωπο μετον Αρχηγό του Κράτους, σε αυτή την περίσταση τον Βασιλιά.[6]
Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να παρέμβει στην Προτεσταντική πλευρά τουΤριακονταετούς Πολέμουο οποίος εκείνη την περίοδο έζωνε την Ευρώπη.[7]Οι εξωτερικοί πόλεμοι έκαναν απαραίτητες τις βαριές δαπάνες καιτο Στέμμα μπορούσε να αντλήσει φόρους μόνο μέσω της Προτεσταντικής συναίνεσης. Ο Κάρολος αντιμετώπισε περαιτέρω οικονομικές δυσκολίες, όταν το πρώτο του Κοινοβούλιο αρνήθηκε νατου εκχωρήσει το παραδοσιακό δικαίωμα να συγκεντρώνει τα έσοδα των τελωνείων στο βασίλειό του, αποφασίζοντας αντιθέτως νατουτο παραχωρεί μόνο σε προσωρινή βάση και κατόπιν διαπραγμάτευσης.[8]
Ο Κάρολος, εντωμεταξύ, αποφάσισε να στείλει μια εκστρατευτική δύναμη γιανα ανακουφίσει τους Γάλλους Ουγενότους, τους οποίους τα Γαλλικά βασιλικά στρατεύματα κρατούσαν σε κατάσταση πολιορκίας στηΛα Ροσέλ. Η στρατιωτική υποστήριξη για τους Προτεστάντες στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν από μόνη της δημοφιλής τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και γενικά στην Προτεσταντική πλειονότητα,[εκκρεμεί παραπομπή]και είχε τη δυναμική να αμβλύνει τις ανησυχίες γιατον γάμο του Βασιλιά με μία Καθολική. Ωστόσο η επιμονή του Καρόλου να τοποθετήσει τον άσημο, βασιλικά προσφιλή Τζορτζ Βίλιερς, 1ο Δούκα του Μπάκιγχαμ, αρχηγό της Αγγλικής δύναμης, υπονόμευσε αυτήν την εκστρατεία. Δυστυχώς γιατον Κάρολο καιτον Μπάκιγχαμ, η εκστρατεία υποστήριξης κατέληξε σε αποτυχία (1627)[9]καιτο Κοινοβούλιο, ήδη εχθρικό προς τον Μπάκιγχαμ γιατο μονοπώλιό τουστη βασιλική προστασία, ξεκίνησε τις διαδικασίες υποβολής μιας πρότασης μομφής εναντίον του.[10]Ο Κάρολος αντέδρασε διαλύοντας το Κοινοβούλιο. Αυτή η κίνηση, ενώ έσωσε τον Μπάκιγχαμ, ενίσχυσε την εντύπωση ότι ο Κάρολος ήθελε να αποφύγει τον κοινοβουλευτικό έλεγχο των υπουργών του.[10]
Έχοντας διαλύσει το Κοινοβούλιο και ανίκανος πλέον να συγκεντρώσει χρήματα χωρίς αυτό, ο βασιλιάς συγκάλεσε ένα νέο Κοινοβούλιο το 1628. Τα εκλεγμένα μέλη περιελάμβαναν τονΌλιβερ ΚρόμγουελκαιτονΈντουαρντ Κόουκ. Το νέο Κοινοβούλιο υπέβαλε τοΥπόμνημα Δικαίουκαιο Κάρολος το αποδέχθηκε σανμια υποχώρηση προς όφελος της επιδότησής του.[11] Μεταξύ άλλων το Υπόμνημα αναφερόταν καιστηΜάγκνα Κάρτα.[12]
Ο Κάρολος Α' απέφυγε να συγκαλέσει Κοινοβούλιο μέσα στην επόμενη δεκαετία, μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως η "Ενδεκαετής Τυραννία" ή "Προσωπική Εξουσία του Καρόλου".[13] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η έλλειψη χρημάτων υπαγόρευε την πολιτική του Καρόλου. Πρώτον και κυριότερο γιανα αποφύγει το Κοινοβούλιο, ο Βασιλιάς έπρεπε να αποφύγει τον πόλεμο. Έτσι ο Κάρολος συνήψε ειρήνη μετη Γαλλία καιμετην Ισπανία, τερματίζοντας αποτελεσματικά την ανάμειξη της Αγγλίας στον Τριακονταετή Πόλεμο· όμως αυτό και μόνο απείχε αρκετά από τονα εξισορροπήσει τα χρηματοοικονομικά του Καρόλου.
Ανίκανος να συγκεντρώσει έσοδα μέσω του Κοινοβουλίου – και απρόθυμος νατο συγκαλέσει – κατέφυγε σε άλλα μέσα. Για παράδειγμα, επέβαλε πρόστιμο γιατημη παρακολούθηση κάποιων από καιρό απαρχαιωμένων εκδηλώσεων και τελετών (όπως την απουσία κατά την χρίση ιπποτών στην τελετή της στέψης του Καρόλου) μετο πρόστιμο να πληρώνεται απευθείας στο Στέμμα. Ο Βασιλιάς επίσης προσπάθησε να μαζέψει έσοδα μέσω του φόρου ship money, εκμεταλλευόμενος τον φόβο ενός ναυτικού πολέμου το 1635, απαιτώντας οι Αγγλικές κομητείες της ενδοχώρας να πληρώσουν τον φόρο γιατοΒρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Ο θεσπισμένος νόμος υποστήριζε αυτή την πολιτική, αλλά οι αρχές τον είχαν αγνοήσει για αιώνες, και πολλοί τον θεωρούσαν ως έναν ακόμη εξωκοινοβουλευτικό (και ούτως παράνομο) φόρο.[14] Μερικοί επιφανείς άνδρες αρνήθηκαν να πληρώσουν το ship money υποστηρίζοντας ότι ο φόρος ήταν παράνομος, αλλά έχασαν στα δικαστήρια καιτα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν επειδή αρνήθηκαν να πληρώσουν το ship money (καιγιατο ότι διαφώνησαν μετη νομιμότητα του φόρου) ήγειραν ευρεία αγανάκτηση.[14]
Κατά τη διάρκεια της "Προσωπικής Εξουσίας", ο Κάρολος δημιούργησε ανταγωνισμό μέσω των θρησκευτικών του μέτρων: πίστευε στονΆνω Αγγλικανισμό, μια μυστηριακή εκδοχή της Εκκλησίας της Αγγλίας, θεολογικά βασισμένη στονΑρμινιανισμό, ένα θρήσκευμα που μοιραζόταν μετον πολιτικό του σύμβουλο, Αρχιεπίσκοπο Ουίλλιαμ Λοντ.[15]Το 1633, ο Κάρολος διόρισε τονΛοντΑρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυκαι άρχισε να κάνει την Εκκλησία πιο τυπική, αντικαθιστώντας τα ξύλινα τραπέζια της Κοινωνίας με πέτρινους τοίχους-βωμούς που διαχώριζαν το ιερό από τον υπόλοιπο ναό.[16]Οι πουριτανοί κατηγόρησαν τονΛοντγια επανεισαγωγή του Καθολικισμού· όταν παραπονέθηκαν, έβαλε να τους συλλάβουν. Το 1637 οΤζον Μπάστγουικ, οΧένρι Μπάρτον, καιοΟυίλλιαμ Πρυν τιμωρήθηκαν με κόψιμο των αυτιών τους επειδή έγραψαν φυλλάδια πο επιτίθενταν στις απόψεις τουΛοντ—μια σπάνια ποινή για τους κυρίους, καιμια ποινή που ήγειρε θυμό.[17] Επιπλέον, οι αρχές της Εκκλησίας αναζωογόνησαν τους νόμους που πέρασαν την εποχή της Ελισάβετ Α' σχετικά μετον εκκλησιασμό, καιοι οποίοι τιμωρούσαν τους Πουριτανούς γιατημη προσέλευση σε Αγγλικανικές εκκλησιαστικές τελετές.[18]
Το τέλος της ανεξάρτητης διακυβέρνησης του Καρόλου ήλθε όταν προσπάθησε να εφαρμόσει τις ίδιες θρησκευτικές πολιτικές στη Σκωτία. ΗΕκκλησία της Σκωτίας, διστακτικά Επισκοπική στη δομή της, είχε ανεξάρτητες παραδόσεις.[19]Ο Κάρολος ωστόσο, ήθελε μία, ομοιόμορφη Εκκλησία παντού στη Βρετανία,[20]και εισήγαγε μια νέα, Υψηλά Αγγλικανική, έκδοση της Αγγλικής Βίβλου Κοινής Προσευχήςστη Σκωτία το καλοκαίρι του 1637. Αυτή η κίνηση αντιμετώπισε βίαιη αντίσταση· μια εξέγερση ξέσπασε στο Εδινβούργο,[21]η οποία μπορεί να είχε ξεκινήσει από μια εκκλησία από τονΤζένι Γκέντες· και, τον Φεβρουάριο του 1638, οι Σκώτοι μετασχημάτισαν τις αντιρρήσεις τους στη βασιλική πολιτική υπό τη μορφή τουΕθνικού Συμβολαίου.[22] Αυτό το έγγραφο πήρε τη μορφή μιας «πιστής διαμαρτυρίας», απορρίπτοντας όλες τις καινοτομίες οι οποίες δεν είχαν δοκιμαστεί από ελεύθερα κοινοβούλια και Γενικές Συνελεύσεις της Εκκλησίας.
Την άνοιξη του 1639, ο Κάρολος Α' συνόδευσε τις δυνάμεις τουστα Σκωτικά σύνορα, γιανα τερματίσει την εξέγερση γνωστή ως Πόλεμος των Επισκόπων,[23] αλλά, έπειτα από μια ασαφή στρατιωτική εκστρατεία, αποδέχθηκε την προτεινόμενη Σκωτική εκεχειρία - τηνΕιρήνευση του Μπέργουικ. Η εκεχειρία αποδείχθηκε προσωρινή και ένας δεύτερος πόλεμος ακολούθησε το καλοκαίρι του 1640. Αυτήν τη φορά, ένα στρατός των Σκώτων νίκησε τις δυνάμεις του Καρόλου στον βορρά και έπειτα κατέκτησε τοΝιούκασλ.[24]Ο Κάρολος τελικά συμφώνησε ναμην παρέμβει στη θρησκεία της Σκωτίας και πλήρωσε τα έξοδα πολέμου των Σκώτων.[εκκρεμεί παραπομπή]