Ακολούθως διακόνησε ως επίσκοπος και μητροπολίτης σε διάφορες Μητροπόλεις (Τράλλεων (1910-1913), Φιλαδελφείας (1913-1922), Εφέσου (1922-1924), Βεροίας (1924), Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1924-1962). Με ενέργειές του προστάτευσε ελληνικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας από τις βιαιότητες και μετά τηΜικρασιατική Καταστροφή μερίμνησε γιατην αποκατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα. Έλαβε ενεργό μέρος στηνΕθνική Αντίσταση βοηθώντας τις αντιστασιακές οργανώσεις. Επέκτεινε τις κοινωνικές δράσεις της Εκκλησίας γιατη στήριξη φυλακισμένων, ηλικιωμένων, παιδιών και απόρων. Εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδοςτο 1962. Οργάνωσε την Αρχιεπισκοπή και ενίσχυσε το φιλανθρωπικό της έργο. Το1967ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος εκδιώχθηκε πραξικοπηματικά από τη Στρατιωτική Χούντα των Συνταγματαρχώνκαιτα Ανάκτορα. Απεβίωσε στις 9 Ιουνίου 1968.
Ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Χατζησταύρου γεννήθηκε στοΑϊδίνιο της Μικράς Ασίας (αρχαίες Τράλλεις). Γονείς του ήταν ο Σταύρος Χατζησταύρου καιη Κυριακή Πέρρου. Ήταν αριστούχος μαθητής του Πυθαγορείου Γυμνασίου καιστη συνέχεια της Ιερατικής Σχολής Χάλκης.
Δράση στη Δράμα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1902-1908)
Χειροτονήθηκε Διάκονοςτο1902 από τον Μητροπολίτη Δράμας Άγιο Χρυσόστομο (Καλαφάτη) (τον μετέπειτα μάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης). Ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στηΔράμα, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στονΜακεδονικό Αγώναστην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. Μετά το θάνατο τουΠαύλου Μελά, ανέλαβε μυστικές επαφές μετην Αθήνα, γιατη δημιουργία της τοπικής Επιτροπής Αμύνης καιτην οργάνωση ένοπλης δράσης.
Επί αρχιερατείας του Χρυσοστόμου Καλαφάτη, ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου, ως Αρχιδιάκονος και Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, διενήργησε ανασκαφές πίσω από την κόγχη του ιερού βήματος του βυζαντινού Ναού Αγίας Σοφίας Δράμαςπου λειτουργούσε τότε ως τζαμί, ύστερα από την άδεια, πουτου παραχώρησε ο τούρκος ιερωμένος της περιοχής, και βρήκε δισκοπότηρα, θυμιατά, κανδήλες και άλλα ιερά σκεύη, τα οποία τοποθέτησε στην Ιερά Μητρόπολη της Δράμας. Επίσης εντόπισε στον αύλειο χώρο του ναού μαρμάρινη πλάκα, την οποία αναποδογύρισε καιμε έκπληξή του διάβασε την ακόλουθη ημικατεστραμμένη επιγραφή: «… ΕΝ ΚΟΥΡΟΠΑΛΑΤΟΥ ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΕΦΗΜΗΤΟΥ ΜΑΝΙΑΚΗ. ΦΕΡΕΙ ΚΑΙΗΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗΣ ΤΟΝΤΥΠΟΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΙΣ ΣΩΤΗΡΙΑΝ. ΕΝΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΟΜΝΗΝΟΥ». Την επιγραφή αυτή ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου τη δημοσίευσε στην εφημερίδα «ΑΛΗΘΕΙΑ» της Θεσσαλονίκης. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος μετονπ. Θεμιστοκλή Χατζησταύρου επέδειξαν μέριμνα ώστε να περισώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες αρχαιότητες από την κλοπή καιτην καταστροφή. Έτσι ενεργούσαν γιατη συγκέντρωση, διαφύλαξη και δημοσίευση των επιγραφών καθώς θεωρούσαν πως οι λίθοι οι ενεπίγραφοι (επιγραφές) ήταν αψευδείς μάρτυρες της ελληνικότητας της Μακεδονίας.[1]
Στο «Μακεδονικόν Ήμερολόγιον» (1965), ο Θεμιστοκλής Χατζησταύρου καταθέτει την εξής μαρτυρία γιατην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα στη Δράμα: «Ή Οργάνωσις πού εμυούσε τούς Έλληνας ήταν εντελώς μυστική. ΤονΜητροπολίτη Χρυσόστομο προσπαθούσαμε νατον κρατούμε μακρυά από τον κίνδυνο. Αποφεύγαμε νατον ανακατεύωμε φαινομενικά στην Οργάνωση. Θέλαμε νατον προφυλάξωμε από τον κίνδυνο, πού τον οδηγούσεν ό ορμητικός χαρακτήρας τουκαι ό φλογερός πατριωτισμός του. Γενικός αρχηγός στην Οργάνωση ήταν ό Ίων Δραγούμης. Την πρωτοβουλία στην ορκωμοσία των μυουμένων στηΔράματην είχα εγώ. Εγώ ήμουν πού ώρκισα τονΆρμενκαιτον πατέρα του από τον Βώλακα, καθώς καιτον Βαλαβάνη από την Πλεύνα. Τούς δίναμε και όπλα».
Γιατη δράση του αυτή καταδικάστηκε, ερήμην, σε φυλάκιση 4 ετών από το Τουρκικό Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. Φυγαδεύτηκε μετη βοήθεια του Πατριαρχείου, και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λωζάννη από όπου επανήλθε το 1908, μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων καιτη γενική αμνηστία που δόθηκε.
Το έτος 1910 ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (Καλαφάτης) μετατίθεται στηΜητρόπολη Σμύρνηςκαιτον ακολουθεί ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος. Μετά από εισήγηση του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου, ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου προβιβάζεται και χειροτονείται βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Σμύρνης, μετον τίτλο της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Τράλλεων. ΣτηΣμύρνη ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική και ποιμαντική δράση. Εξέδωσε το περιοδικό «Ιερός Πολύκαρπος» της Ιεράς Μητροπόλεως Σμύρνης, το οποίο έμεινε στην ιστορία του εκκλησιαστικού τύπου.
Εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, περιοχής όπου κυριαρχούσε ο Τουρκικός Εθνικισμός και όπου οι Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι, μιλούσαν και τουρκικά. Με στόχο τη διατήρηση της ελληνικότητας των κατοίκων ίδρυσε, υπό συνθήκες διωγμών, τοΕθνικό Οικοτροφείο Φιλαδελφείας, που αποτελούσε πρότυπο οικοτροφείο για Έλληνες μαθητές όλων των βαθμίδων γιατο οποίο κατάρτισε, σε συνεργασία με τους δασκάλους, αναλυτικά προγράμματα εκπαίδευσης. Εξέδωσε το περιοδικό «Ο Άγγελος της Φιλαδέλφειας».
Στην αρχή τουΑ' Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό την αλλοίωση των χριστιανικών πληθυσμών, οι Τούρκοι μετέφεραν Έλληνες των παραλίων της Μικράς Ασίας υπό συνθήκες διωγμού στην ενδοχώρα της Ανατολίας. Τότε παρενέβη ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος απειλώντας να καταγγείλει τις τουρκικές ωμότητες στη Δύση. Καταδικάστηκε από τους Τούρκους ερήμην εις θάνατον, με κατασκευασμένες κατηγορίες. Η εκτέλεση της ποινής απετράπη με παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκλήθη συνοδικός στηνΚωνσταντινούπολη από τονΠατριάρχη Γερμανό Ε'και ως πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης, περιόδευσε στη Θράκη καιτη Μικρά Ασία, κατέγραψε την έκταση των διωγμών κι έκανε διαβήματα προς την Ελληνική Κυβέρνηση. Εξέδωσε το επιστημονικό θεολογικό περιοδικό «Νέος Ποιμήν».
Κατά την Ελληνική προέλαση, το 1919, μεσολάβησε στον Ύπατο Αρμοστή Στεργιάδη υπέρ των αμάχων Τούρκων αλλά καιτων εμπλεκομένων στους διωγμούς πασάδων, παρά τις σφαγές των Ελλήνων τουΑϊδινίου, μεταξύ των οποίων καιη άμεση οικογένειά του. Μετά την ανάκτηση του Αϊδινίου από τους Έλληνες, ως τοποτηρητής της εκεί Μητροπόλεως, αγωνίστηκε γιατην ανασυγκρότηση της πόλης κι οργάνωσε τους αμάχους πουμε δικό του επιτελικό σχέδιο, απέκρουσαν επί τρία ημερονύχτια επίθεση Τσετών. Γιατη δράση του αυτή, του απενεμήθη ο Πολεμικός Σταυρός Γ' τάξεως, με πρόταση της Ι’ Μεραρχίας.
Διαβλέποντας τον κίνδυνο από τον κάματο του Ελληνικού στρατού και τις δραστηριότητες του Κεμάλ, άρχισε να εξοπλίζει τους αμάχους. Τον πρόλαβε δυστυχώς η υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Συνεργάστηκε μετον πνευματικό του πατέρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο Καλαφάτηστην περίθαλψη προσφύγων που συνέρρεαν από παντού και βρισκόταν μαζί του όταν τον παρέλαβε η άμαξα του Νουρεντίν πουτον οδήγησε στο μαρτύριο. Ενώ η Σμύρνη καιγόταν, έφθασε κυνηγημένος στο σπίτι του Άγγλου Ναυάρχου καιτον έπεισε να διαθέσει πλοία γιατην απομάκρυνση των αμάχων, παρά τις αντίθετες εντολές που είχε άνωθεν. Επιβίβασε τους μισούς από τους Έλληνες ιερείς κι επέστρεψε να παραλάβει τους υπολοίπους, αλλά τους βρήκε σκοτωμένους.
Ως αποκρισάριοςτουΟικουμενικού ΠατριαρχείουστηνΑθήνα αγωνίστηκε γιατην περίθαλψη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης συνέταξε έκθεση για τις τουρκικές ωμότητες, την οποία χρησιμοποίησε οΕλευθέριος Βενιζέλοςγιανα ανατρέψει τους ισχυρισμούς των Τούρκων ότι δε βιαιοπράγησαν. Του προτάθηκε η μητρόπολη της υπό Ιταλική κατοχή Ρόδου, αλλά αρνήθηκε λόγω των απαράδεκτων όρων των Ιταλών. Ανέλαβε για λίγο το 1924 τη Μητρόπολη Βεροίας-Ναούσης, όπου είχε πολύπλευρη δράση[2].
Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (1924-1962)
Μετετέθη στη νεοσύστατη Μητρόπολη Φιλίππων και Νεαπόλεως, με έδρα την πόλη της Καβάλας. Ο λαός της πόλης, ανάμεσά τους παλαιοί του σύντροφοι Μακεδονομάχοι, τον υποδέχτηκε με ενθουσιασμό. Στην περιοχή βρίσκονταν 45000 πρόσφυγες γιατην περίθαλψη των οποίων ο Χρυσόστομος κινητοποίησε ιδρύματα και οργανισμούς. Ίδρυσε τη Χριστιανική Εστία όπου οργάνωσε ένα ενεργό μορφωτικό κέντρο, με αίθουσες διαλέξεων, βιβλιοθήκη, σύγχρονα εποπτικά μέσα, σχολή ιεροψαλτών κλπ. Οργάνωσε ομιλίες και κάλεσε διακεκριμένους επιστήμονες για διαλέξεις. Έχτισε ναούς, σχολεία, οικοτροφεία γηροκομεία ενώ παράλληλα ασχολήθηκε μετη συγγραφή επιστημονικών έργων κι εξέδωσε το περιοδικό «Ο Απόστολος Παύλος».
Κατά τονΒ' Παγκόσμιο Πόλεμο πρωτοστάτησε στην ενίσχυση του μετώπου και οργάνωσε στα μετόπισθεν τάγματα εθελοντών. Το «Παράρτημα Πληροφοριών και Διευκολύνσεων» της Μητρόπολης βοήθησε οικογένειες στρατευμένων. Περιόδευσε σε χωριά και μονάδες στρατού που ξεκινούσαν γιατο μέτωπο και παρενέβη γιατην σωτηρία νεαρών στρατιωτών από το εκτελεστικό απόσπασμα. Ως πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού Καβάλας, είχε φροντίσει εγκαίρως γιατην εκπαίδευση εθελοντριών που πλαισίωσαν πολεμικά νοσοκομεία.
Μετά τη γερμανική κατάκτηση ήρθαν στη Μακεδονία παλαιοί κομιτατζήδεςπου υπό καθεστώς τρομοκρατίας υπήγαγαν τις περιοχές σε Βουλγαρικές Μητροπόλεις. Στην Καβάλα τοποθετήθηκε Βούλγαρος αρχιερατικός επίτροπος και έτσι ό,τι θύμιζε Ελληνική διοίκηση καταστράφηκε. Βοήθησε τους ιερείς τουκαι φρόντισε γιατη διακοπή της βίαιης αλλαγής της υπηκοότητας του πληθυσμού. Μετείχε στη σύνοδο που επανέφερε τον εξόριστο Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόκαι συχνά χρησιμοποιήθηκε λόγω της γλωσσομάθειας και της διπλωματικής του εμπειρίας, σε επιτυχείς αποστολές προς τις αρχές κατοχής. Διετέλεσε πρόεδρος της Εθνικής Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ), με πρωταγωνιστές εθελοντές, 2000 μόνο στην Αθήνα, που βοήθησαν απόρους, φυλακισμένους και πεινασμένα παιδιά. Έλαβε ενεργό μέρος στηνΕθνική Αντίσταση βοηθώντας τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ειδοποιημένος από ανώνυμο τηλεφώνημα για επικείμενη έρευνα της Γκεστάπο, πρόφθασε να κρύψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία αλλά έμεινε έκτοτε υπό συνεχή παρακολούθηση.
Μετην απελευθέρωση επέστρεψε στη Μητρόπολή του, όπου βρήκε τα πάντα λεηλατημένα. Τη Χριστιανική Εστία εντελώς κατεστραμμένη, ιερείς διωγμένους και κάποιους νεκρούς. Ξανάχτισε και ενθάρρυνε. Η Μητρόπολη ήταν ανοιχτή για όλους. Στη Μητρόπολη Φιλίππων & Νεαπόλεως προσαρτήθηκε, το 1953, ηΘάσος. Με ενέργειές του καλύφθηκαν τα κενά της κατοχής σε ιερείς και χτίστηκαν κατοικίες για τους εφημέριους δίπλα στους ναούς. Χτίστηκε επίσης το μοναστήρι του Αγίου Σίλα. Στις ενορίες οργανώθηκαν ευκίνητες δραστήριες ομάδες, οι Αδελφότητες. Μία από αυτές ενήργησε να χτιστεί παρεκκλήσιο στις φυλακές Καβάλας και βοηθούσε τους αποφυλακιζόμενους. Κάλυπταν τα έξοδα απόρων επιτόκων, ενώ αδελφές του Ερυθρού Σταυρού περιέθαλπαν γέροντες.
Οργάνωσε στην Καβάλα συλλαλητήριο γιατην Κύπρο όπου εκφώνησε ενθουσιώδη λόγο. ΣτηνΙΓ' σύνοδο της Ιεραρχίας έκανε εισήγηση γιατην Οικουμενική Κίνηση καιγια τους Ρόταρυ. Το 1960, με πρωτοβουλία εκπροσώπων του λαού, εορτάστηκαν στην Καβάλα τα 50 χρόνια Αρχιεροσύνης του. Παρευρέθηκαν εκπρόσωποι Ορθοδόξων Εκκλησιών, Μητροπολίτες, Υπουργοί, Βουλευτές, πλήθος κόσμου. Του απενεμήθησαν μετάλλια και παράσημα. Ο Δήμος ονόμασε μία λεωφόρο «Μητροπολίτου Χρυσοστόμου».
Προήδρευσε στηνΑ' Πανορθόδοξη Συνάντηση της Ρόδου γιατον καθορισμό των θεμάτων της Μεγάλης Συνόδου της Εκκλησίας λόγω της πλούσιας διεθνούς εμπειρίας του (Οικουμενικό Πατριαρχείο 1918, Αλεξάνδρεια 1928, Φανάρι 1959, Μόσχα, Βουλγαρία, Βελιγράδι, Ελσίνκι)[3].
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (1962-1968)
Εξελέγη σχεδόν παμψηφεί από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, μετά τον θάνατο τουΑρχιεπισκόπου Θεοκλήτουκαιτην παραίτηση του διαδόχου του, Ιακώβου, γιανα ηγηθεί μίας Εκκλησίας σε δεινή κατάσταση. Την εκλογή υποδέχτηκε ο λαός με παραλήρημα χαράς καιμε κραυγές «Άξιος». Ο τύπος αναφέρθηκε με ενθουσιασμό γιατον νέο Αρχιεπίσκοπο. Στον ενθρονιστήριο λόγο του αναφέρθηκε στους κρίσιμους τομείς της εκκλησίας: Μόρφωση, μισθοδοσία, συνταξιοδότηση κλήρου, σχέση Ορθοδόξωνκαι ξένων Εκκλησιών, ένωση των Εκκλησιών, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, Καταστατικός Χάρτης Εκκλησίας, διεύρυνση έργου Αποστολικής Διακονίας, οικοδόμηση Συνοδικού Μεγάρου, εξασφάλιση του υπερεκατονταετούς αρχείου της Εκκλησίας, εφημεριακό, κατηχητικά, ανάπτυξη τουΟΔΕΠ, εκκλησιαστικό κτηματολόγιο, βυζαντινή μουσική στους ναούς, εκσυγχρονισμός κηρυγμάτων, τυποποίηση εκκλησιαστικών τελετών, κατάρτιση μοναστηριακών κανονισμών, οργάνωση υπηρεσιών Συνόδου και Ιεραρχίας, ταξινόμηση-διατήρηση αρχείου της Συνόδου, νομοθεσία Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και κωδικοποίηση Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας.
Στις 16 Νοεμβρίουτου1964 έληξαν στηΡόδοοι εργασίες της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως. Στην τελετή, παρόντες μεταξύ άλλων ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Σταύρος Κωστόπουλοςκαιο υπουργός Βιομηχανίας Ιωάννης Ζίγδης. Η κυριότερη απόφαση της Διάσκεψης ελήφθη στις 13 Νοεμβρίουκαι αφορούσε το διάλογο μετηνΚαθολική Εκκλησία. Οι ιεράρχες, που αντιπροσώπευαν δεκατέσσερις Ορθόδοξες Εκκλησίες, στην απόφασή τους -αφού υπενθύμισαν ότι ηΑ' Διάσκεψη απεφάνθη υπέρ της καλλιέργειας διαχριστιανικών σχέσεων καιηΒ' θέλησε κατ' αρχήν να προτείνει στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διάλογο επί ίσοις όροις- επανέλαβαν την επιθυμία διαλόγου, αλλά επισήμαναν ότι χρειάζεται η δέουσα προπαρασκευή καιη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών. Ταυτόχρονα, δήλωσαν ότι κάθε Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ελεύθερη να συνεχίσει, όχι όμως εξ ονόματος καιτων άλλων, τις αδελφικές σχέσεις μετη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι επιφυλάξεις της Διάσκεψης για διάλογο μετηΡώμη έγιναν σαφέστερες στις 14 Νοεμβρίουμε δήλωση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος τόνισε: «(...) Αναμένομεν ένδειξιν καλής διαθέσεως εκ μέρους του Βατικανού, η οποία μέχρι στιγμής δεν εφάνη. Ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εμμένει εις τα προνόμιά του περί «αλαθήτου» και «πρωτείων». Εις πρόσφατον εγκύκλιόν του τονίζει ότι «απατώνται όσοι πιστεύουν ότι ημείς θα αποστώμεν των προνομίων μας τα οποία Θεόθεν εδόθησαν διατου Αποστόλου Πέτρου». Υπό τοιαύτας συνθήκας, δεν είναι εύκολος ο διάλογος εν ίσοις όροις»[4].
Οι άξονες της δράσης του Χρυσοστόμου ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος ήταν εν συντομία οι εξής:
Διοίκηση της Εκκλησίας:
Ενέργειες για θέσπιση Νέου Καταστατικού Χάρτη.
Ενεργοποίηση εκκλησιαστικών οργανισμών.
Δραστηριοποίηση της Ιεράς Συνόδου για διάφορα θέματα, με ενίχυση του συνοδικού-δημοκρατικού πνεύματος στη λήψη αποφάσεων.
Εκλογή μητροπολιτών στις παραμένουσες κενές θέσεις.
Αντιμετώπιση εφημεριακών προβλημάτων με μικρή βελτίωση μισθών και εξασφάλιση υγειονομικής περίθαλψης των ιερέων
Ποιμαντική Μέριμνα:
Χωρισμός των Ναών σε τομείς, με επικεφαλής βοηθούς Επισκόπους.
Τήρηση ορθόδοξης λειτουργικής τάξης και παράδοσης.
Προσωπική επίσκεψη σε όλους τους ναούς.
Επαναφορά της βυζαντινής μουσικής στις ακολουθίες.
Φιλανθρωπικό έργο:
Επισκέψεις σε φυλακές και ιδρύματα.
Εορτασμός της Χιλιετηρίδας τουΑγίου Όρουςκαι μεταφορά στην Αθήνα της Εικόνος «Άξιον Εστί» καιτου Τιμίου Ξύλου.
Αγώνες γιατην Ορθοδοξία: Διαφωνία μετονΠατριάρχη Αθηναγόραγιατην εσπευσμένη και χωρίς προηγούμενη συνεννόηση μετην Ελληνική Εκκλησία αποστολή παρατηρητών στηνΒ' Σύνοδο του Βατικανού.
Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου του Παλατιού και της Χούντας. Γιατον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄.
Συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο πουτον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, κάποιοι που ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί, συνοδευόμενοι από νοσοκόμες και αστυνομικούς, τον επισκέφτηκαν καιτου ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή τουκαιτη διαβεβαίωση του προσωπικού του γιατρού, Δημητρίου Καπνιά, ότι δεν είχε πρόβλημα υγείας, οι αυτόκλητοι επισκέπτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν χωρίς τον Χρυσόστομο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, οπότε τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει στονοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Ωστόσο -και παρά τις πιέσεις- ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να παραιτηθεί και εξαναγκάστηκε να παραμείνει στονοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρούγια περισσότερο από ένα μήνα, χωρίς να είναι ασθενής. Στις 6 Μαΐου, αξιωματούχος των Ανακτόρων παρέδωσε στον Χρυσόστομο δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης γιανα διαλέξει ποιαθα υπογράψει.[8]Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωνε την πλήρη άρνησή τουνα παραιτηθεί, «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δεθα θελήσω ποτέ [...] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου. Ανη εκκλησία καιη πολιτεία θελήσει ούτως ή άλλως, είτε κανονικώς είτε νομίμως να επιβάλει μίαν λύσιν, αντίθετον προς τας πεποιθήσεις μου, εγώ ου δύναμαι εμποδίσαι αυτήν καιθα έχω να δικαιολογηθώ ενώπιον του δικαίου Κριτού ότι βία και δυναστεία υπέκυψα, αλλά και μετά διαμαρτυριών ενώπιον θεού και ανθρώπων».[9]
Στο διάστημα αυτό νομοθετήθηκε όριο ηλικίας και κηρύχθηκε, ζώντος του Αρχιεπισκόπου, ο θρόνος εν χηρεία και εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος από Αριστίνδην-αντικανονική Σύνοδο ο μέχρι τότε Πρωθιερέας των Ανακτόρων Ιερώνυμος Κοτσώνηςπου είχε τη στήριξη του δικτατορικού καθεστώτος. ια τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του Ιερωνύμου, είναι χαρακτηριστική η εισήγηση του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονος στην Έκτακτη Πολυμελή Σύνοδο στις 5 Μαρτίου του 1974: «Εκτων μέχρι τούδε λεχθέντων συνάγεται ότι η άνοδος του Ιερωνύμου εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον υπήρξε πάντη ανώμαλος και άκρως αντικανονική, επί πλέον πάσχουσα καιεκ της χρησιμοποιήσεως δι’ αυτήν κοσμικών αρχόντων».[10][11]
Ο Χρυσόστομος, χωρίς να παραιτηθεί, ιδιώτευσε έκτοτε μέχρι τον θάνατό του ως Αρχιεπίσκοπος Πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Εκοιμήθη μετά ολιγοήμερη ασθένεια, στις 9 Ιουνίου 1968, Κυριακή της Πεντηκοστής και ετάφη στοΑ' Κοιμητήριο Αθηνών.
ΣτηνΚαβάλα κεντρική οδός φέρει το όνομά του ενώ στονΒύρωνα έχει ανεγερθεί μαρμάρινος ανδριάντας του[12].
↑«Η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ελλάδος δεν έλαβαν αρνητικήν θέσιν, ως υπούλως διετυμπανίσθη υπό των κακοπίστων λατινοφρόνων, εις το θέμα της μελέτης προς προσέγγισιν των Εκκλησιών Δύσεως και Ανατολής. Αλλά προ πάσης περί τούτου συζητήσεως, την άτεγκτον τήρησιν της ad hoc κανονικής, ήτοι την λήψιν δεούσης αποφάσεως εν Πανορθοδόξω Συνόδω Επισκόπων, και ουχί την έναρξιν πορείας διά πελωρίων βημάτων, ασπασμών και άλλων φαιδρών εκδηλώσεων προς την Αιωνίαν Πόλιν, καθ’ ην στιγμήν ο αφορισμός του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου και πάσης της Ορθοδόξου Εκκλησίας κείται ακόμη επί της Αγίας Τραπέζης τουΙ. Ναού τής του Θεού Σοφίας, αφ’ ης αυτόθι ετοποθετήθη υπό του αζυμίτου καρδιναλίου Αρχιεπισκόπου της Silva Candida Ουβέρτου κατά την ώραν της Θ. Λατρείας της 16ης Ιουλίου 1054, παρουσία μάλιστα του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου, ουδέποτε, έκτοτε έως τη σήμερον κανονικώς αρθείς υπό της Εκκλησίας Ρώμης»[5]
↑στο Ιωάννης Κονιδάρης, Η δικτατορία του 1967 και η μεταπολίτευση στην Εκκλησία, στο: Εκκλησιαστικά Άτακτα-Άρθρα στο «Βήμα της Κυριακής» 1993-1998, εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 1999, σελ. 187
↑Αγγελοπούλου, Αθανασίου Αν. (1998). Εκκλησιαστική Ιστορία. Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός αιώνας). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 108.