Οβαρύτονος είναι ένας τύπος ανδρικής φωνής, καιο αντίστοιχος τραγουδιστής, στοκλασικό τραγούδι, των οποίων τοφωνητικό εύρος (συχνότητες ήχου) είναι ενδιάμεσο μεταξύ του εύρους τουβαθύφωνου (μπάσου) καιτουτενόρου[1][2]. Οι συνθέτες γράφουν συνήθως μουσική για αυτή τη φωνή στην περιοχή από το δεύτερο φα κάτω από τομέσο ντο έως τοφα πάνω από το μέσο ντοστη χορωδιακή μουσική, και από το δεύτερο λα κάτω από το μέσο ντο έως τολα πάνω από το μέσο ντοστηνόπερα. Ωστόσο το εύρος μπορεί να επεκταθεί καιστα δύο άκρα. Υποκατηγορίες-υπότυποι του βαρυτόνου είναι μεταξύ άλλων ο ελαφρός βαρύτονος (γνωστός και ως «βαρύτονος Martin»), ο λυρικός βαρύτονος, οKavalierbariton, ο βαρύτονος τύπου Βέρντι, ο δραματικός βαρύτονος, οbaryton-nobleκαιο μπασοβαρύτονος.
Η πρώτη χρήση του όρου «βαρύτονος» εμφανίστηκε μετη μορφή baritonansστα τέλη του 15ου αιώνα[3], συνήθως στη γαλλική θρησκευτικήπολυφωνική μουσική. Σε αυτό το πρώιμο στάδιο εννοούσε συχνά τη βαθύτερη (χαμηλότερης ηχητικής συχνότητας) από όλες τις φωνές (συμπεριλαμβανομένου του βαθύφωνου), αλλά στηνΙταλίατου 17ου αιώνα ο όρος περιελάμβανε και χρησιμοποιείτο γιανα περιγράψει καιτη μέση ανδρική χορωδιακή φωνή.
Ο όρος βαρύτονος πήραν περίπου τη σημερινή του σημασία στις αρχές του 18ου αιώνα, αλλά εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια κατηγορία με τους μπάσους συναδέλφους τους μέχρι τον 19ο αιώνα. Πολλά οπερατικά έργα του 18ου αιώνα έχουν ρόλους που χαρακτηρίζονται ως βαθύφωνοι καιστην πραγματικότητα είναι ρόλοι χαμηλού βαρύτονου (ή μπασοβαρύτονων στη σύγχρονη ορολογία). Παραδείγματα αυτού βρίσκονται στις όπερες καιταορατόριατουΓκέοργκ Φρίντριχ Χαίντελ. Οι σπουδαιότεροι καιπιο κλασικοί ρόλοι για βαρύτονους στην όπερα του 18ου αιώνα δημιουργήθηκαν από τονΜότσαρτ. Περιλαμβάνουν τον Κόμη Αλμαβίβα στους Γάμους του Φίγκαρο, τον Γουλιέλμο στοΈτσι κάνουν όλες, τον Παπατζένο στονΜαγικό Αυλόκαιτον πρωταγωνιστικό ομώνυμο ρόλο στονΝτον Τζοβάννι[4].
Στα θεατρικά έγγραφα, τις διανομές ρόλων καιτα δημοσιογραφικά κείμενα από τις αρχές του 19ου αιώνα έως το 1825, οι όροι πρίμο μπάσο, basse chantanteκαιbasse-taille χρησιμοποιούνταν συχνά για άνδρες που αργότερα θα αποκαλούνταν βαρύτονοι. Σε αυτούς περιλαμβάνονταν τραγουδιστές όπως οι Φιλίππο Γκάλλι, Τζοβάννι Ινκίντι και Ανρί-Μπερνάρ Νταμπαντί. Οιbasse-tailleκαιπρίμο μπάσο συνήθως συγχέονταν, επειδή οι ρόλοι τους ερμηνεύονταν μερικές φορές από τραγουδιστές οποιουδήποτε από τους δύο πραγματικούς φωνητικούς τύπους.
Τομπελ κάντο ύφος φωνητικής, που προέκυψε στην Ιταλία στις αρχές του 19ου αιώνα, εκτόπισε την κυριαρχούμενη από καστράτουςόπερα σέριατου προηγούμενου αιώνα. Αυτό οδήγησε στονα θεωρείται ο βαρύτονος μια ξεχωριστή κατηγορία φωνής από τον βαθύφωνο (μπάσο). Παραδοσιακά, οι μπάσοι στις όπερες είχαν ρόλους ηγετικών προσώπων, όπως βασιλιά ή αρχιερέα. αλλά μετην έλευση της πιο ρευστής φωνής βαρύτονου, οι ρόλοι που έδιναν οι συνθέτες σε χαμηλότερες ανδρικές φωνές επεκτάθηκαν σε έμπιστους φίλους ή και ρομαντικούς πρωταγωνιστές, ρόλοι που κανονικά δίνονταν σε τενόρους. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, οι βαρύτονοι βρέθηκαν να ερμηνεύουν «κακούς».
Οι πολλές όπερες της βασικής πεντάδας συνθετών τουμπελ κάντο (Ροσσίνι-Ντονιτσέττι-Μπελλίνι-Μάιερμπεερ-Βέρντι), άνοιξαν πολλά νέα και αποδοτικά ερμηνευτικά μονοπάτια για τους βαρύτονους. Ο Φίγκαρο στονΚουρέα της Σεβίλλης αποκαλείται συχνά ο πρώτος αληθινός ρόλος βαρύτονου. Ωστόσο, ο Ντονιτσέττι καιο Βέρντι στη φωνητική τους γραφή άρχισαν στη συνέχεια να δίνουν έμφαση στο κυρίως στο ανώτατο πέμπτο της φωνής βαρύτονου παρά στις χαμηλότερες νότες του, δημιουργώντας έτσι έναν πιο λαμπρό ήχο. Κι άλλα μονοπάτια άνοιξαν όταν οι μουσικά περίπλοκες και απαιτητικές όπερες τουΡίχαρντ Βάγκνερ άρχισαν να εισέρχονται στο κεντρικό ρεπερτόριο των λυρικών σκηνών του κόσμου κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Ο σημαντικότερος διεθνής βαρύτονος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα ήταν ο Ιταλός Αντόνιο Ταμπουρίνι (1800-1876), διάσημος στον ρόλο τουΝτον Τζοβάννι στην ομώνυμη όπερα του Μότσαρτ, καθώς και ειδικός στις όπερες των Μπελλίνι και Ντονιτσέττι. Οι σχολιαστές επαίνεσαν τη φωνή τουγιατην ομορφιά, την ευελιξία καιτην ομαλή εκπομπή τόνων, που είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός τραγουδιστή τουμπελ κάντο. Η γκάμα του Ταμπουρίνι, ωστόσο, ήταν πιθανότατα πιο κοντά σε αυτή του μπασοβαρύτονου, παρά σε αυτή ενός σύγχρονου βαρύτονου «τύπου Βέρντι». Το αντίστοιχό τουστη Γαλλία ήταν ο Ανρί-Μπερνάρ Νταμπαντί, ο οποίος ήταν ακρογωνιαίος λίθος της Όπερας του Παρισιού μεταξύ του 1819 και του 1836, καιο πρώτος στην ιστορία ερμηνευτής πολλών μεγάλων ρόλων βαρύτονου του Ροσσίνι, όπως οΓουλιέλμος Τέλλος. Ο Νταμπαντί τραγούδησε καιστην Ιταλία, όπου ερμήνευσε πρώτος τον ρόλο του Μπελκόρε στοΕλιξήριο του έρωτατο 1832.
Οιπιο σημαντικοί από τους Ιταλούς «διαδόχους» του Ταμπουρίνι ήταν όλοι τύπου Βέρντι. Περιλάμβαναν τους εξής:
Αντριάνο Πανταλεόνι (1837-1908), περίφημος για τις ερμηνείες του ως Αμονάσρο στηνΑΐντα, καθώς καιγια άλλους ρόλους του Βέρντι στηΣκάλα του Μιλάνου
Φραντσέσκο Παντολφίνι (1836-1916), του οποίου οι φωνητικές επιδόσεις στις ερμηνείες τουστη Σκάλα του Μιλάνου τη δεκαετία του 1870 εξυμνήθηκαν από τον Βέρντι.
Αντόνιο Κοτόνι, εξυμνηθείς γιατο τραγούδι τουστο Μιλάνο, στο Λονδίνο καιστην Αγία Πετρούπολη, ο πρώτος Ιταλός που ερμήνευσε τον ρόλο του μαρκησίου της Πόζα στονΔον Κάρλοκαι αργότερα σπουδαίος δάσκαλος του τραγουδιού.
Φιλίππο Κολέττι (1811-1894), ο πρώτος που ερμήνευσε τον ρόλο του Γκουσμάνο στηνΑλζίρατου Βέρντι καιτου Ζερμόν στη δεύτερη εκδοχή της Τραβιάτα. Γιατον Κολέττι ο Βέρντι σχεδίασε να συνθέσει την όπερα Ληρ, σχέδιο το οποίο εγκατέλειψε τελικώς[5].
Τζουζέππε Ντελ Πουέντε (1841-1900), ο οποίος επαινέθηκε για τις ερμηνείες τουσε ρόλους του Βέρντι στις ΗΠΑ
Ανάμεσα στους μη Ιταλούς βαρύτονους που ήταν ενεργοί το τρίτο τέταρτο του 19ου αιώνα, τη θέση του Ταμπουρίνι ως εξαιρετικού ερμηνευτή της μουσικής του Μότσαρτ καιτου Ντονιτσέττι πιθανότατα ανέλαβε πιο πιστά ένας Βέλγος, ο Καμίγ Εβεραρντί (1824-1899), ο οποίος αργότερα εγκαταστάθηκε στη Ρωσία και δίδαξε φωνή. Στη Γαλλία, οΠωλ Μπαρουαλέ (P. Barroilhet, 1810-1871) διαδέχθηκε τον ως ο πλέον γνωστός βαρύτονος της Όπερας των Παρισίων. Όπως καιο Νταμπαντί, τραγούδησε επίσης στην Ιταλία και δημιούργησε έναν σημαντικό ρόλο του Ντονιτσέττι: στην περίπτωσή του, εκείνον του βασιλιά Αλφόνσου στηΦαβορίτα (το 1840).
Ευτυχώς, το γραμμόφωνο εφευρέθηκε αρκετά νωρίς, ώστε να καταγράψει σε δίσκους τις φωνές των κορυφαίων Ιταλών βαρυτόνων του Βέρντι καιτου Ντονιτσέττι των τελευταίων δύο δεκαετιών του 19ου αιώνα, των οποίων οι ερμηνείες στην όπερα χαρακτηρίζονταν από σημαντική επαναδημιουργική ελευθερία και υψηλό βαθμό τεχνικής τελειοποιήσεως. Ανάμεσά τους ήταν οιΜαττία Μπαττιστίνι (γνωστός ως «Βασιλιάς των βαρυτόνων»), Τζουζέππε Κάσμαν (γεννημένος ως Γιοσίπ Κάσμαν, 1850-1925), Τζουζέππε Καμπανάρι (1855-1927), Αντόνιο Ματζίνι-Κολέττι (1855-1912), Μάριο Ανκόνα (που επιλέχθηκε να είναι ο πρώτος Σίλβιο στην όπερα Οι Παλιάτσοι) καιοΑντόνιο Σκόττι, ο οποίος πήγε στηΜητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης από την Ευρώπη το 1899 και παρέμεινε στο ρόστερ των τραγουδιστών της μέχρι το 1933. Από την άλλη, ο Αντόνιο Πίνι-Κόρσι (Antonio Pini-Corsi, 1859-1918) ήταν ο Ιταλός κωμικός (buffo) βαρύτονος που ξεχώριζε κατά την περίοδο μεταξύ περίπου 1880 και Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με τους ρόλους κωμικής όπερας των Ροσσίνι, Ντονιτσέττι καιΦερντινάντο Πάερ μεταξύ άλλων. Το 1893 ήταν ο άνθρωπος που ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο τουΦορντστην τελευταία όπερα του Βέρντι, τονΦάλσταφ.
Αξιοσημείωτοι στην εποχή τους ήταν οι καλλιεργημένοι και τεχνικώς επιδέξιοι Γάλλοι βαρύτονοι Ζαν Λασάλ (Lassalle), Βικτόρ Μωρέλ (που πρωτοερμήνευσε τους ρόλους του Ιάγου, του Φάλσταφ, καθώς καιτου Τόνιο στους Παλιάτσους), Πωλ ΛερίκαιΜωρίς Ρενώ (ένας ηθοποιός της υψηλότερης αξίας). Οι Λασάλ, Μωρέλ και Ρενώ είχαν μια εξαιρετική σταδιοδρομία σε Ευρώπη και Αμερική, και επιπλέον άφησαν μια πολύτιμη κληρονομιά ηχογραφήσεων. Πέντε άλλοι σημαντικοί γαλλόφωνοι βαρυτόνοι που ηχογράφησαν επίσης κατά τις πρώτες ημέρες του γραμμοφώνου/φωνογράφου ήταν οι Λεόν Μελσισεντέκ (Léon Melchissédec, 1843-1925) καιΖαν Νοτέ της Όπερας των Παρισίων, καιοι Γκαμπριέλ Σουλακρουά (G. Soulacroix, 1853-1905), Ανρύ Αλμπέρ καιΣαρλ Ζιλιμπέρ της Οπερά Κομίκ. Ο βαρύτονος Ντέιβιντ Μπίσπαμ (David S. Bispham), ο οποίος τραγούδησε στο Λονδίνο καιτη Νέα Υόρκη μεταξύ 1891 και 1903, ήταν ο κορυφαίος Αμερικανός άνδρας τραγουδιστής της γενιάς του. Ηχογράφησε επίσης γιατο γραμμόφωνο.
Ο παλαιότερα γεννημένος βαρύτονος που είναι γνωστό με βεβαιότητα ότι ηχογράφησε σόλο δίσκους γραμμοφώνου ήταν ο Άγγλος σερΤσαρλς Σάντλεϋ (1834-1922). Ο Σάντλεϋ έκανε το ντεμπούτο τουστην Ιταλία το 1858 και έγινε ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές του Κόβεντ Γκάρντεν. Μέχρι τη δεκαετία του 1890 έδινε ακόμα σημαντικές συναυλίες στο Λονδίνο. Ο συνθέτης τουΦάουστΣαρλ Γκουνό, έγραψε τηνάριατου Βαλεντίνου «Ακόμα πιο γενναία καρδιά» για αυτόν, κατόπιν αιτήματός τουγιατην παραγωγή του Λονδίνου το 1864, έτσι ώστε ο κορυφαίος βαρύτονος να είχε μια άρια. Μερικές πρωτόγονες ηχογραφήσεις σε κυλίνδρους που χρονολογούνται από το 1900 περίπου έχουν αποδοθεί από τους συλλέκτες στον κυρίαρχο Γάλλο βαρύτονο της περιόδου 1860-1880, τονΖαν-Μπατίστ Φωρ (1830-1914). Είναι αμφίβολο, ωστόσο, ότι οΦωρ (ο οποίος αποσύρθηκε το 1886) ηχογράφησε τους κυλίνδρους. Αλλά ένας σύγχρονος τουΦωρ, ο Αντόνιο Κοτόνι (1831-1918) - πιθανώς ο κυριότερος Ιταλός βαρύτονος της γενιάς του - μπορεί να ακουστεί, σύντομα και αμυδρά, σε ηλικία 77 ετών, σεμιαντουέτο ηχογράφηση μαζί μετον τενόρο Φραντσέσκο Μαρκόνι. (Οι Κοτόνι και Μαρκόνι είχαν τραγουδήσει μαζί στην πρώτη παράσταση στο Λονδίνο της ΤζοκόντατουΑμίλκαρε Πονκιέλλιτο 1883.)
Η αυγή του 20ού αιώνα άνοιξε περισσότερες ευκαιρίες για τους βαρύτονους από ποτέ άλλοτε, καθώς μια προτίμηση για δυνατά και συναρπαστικά φωνητικά, καιγια συνταρακτικά «κομμάτια από τη ζωή» ως πλοκές στη όπερα επεκράτησαν στην Ιταλία και από εκεί σε πολλές άλλες χώρες. Οι επιφανέστεροι βαρύτονοι τουβερισμού περιελάμβαναν μεγάλες μορφές του κλασικού τραγουδιού, όπως οιΤζουζέππε Ντε Λούκα (που τραγούδησε τον ρόλο του Σάρπλες στην παγκόσμια πρεμιέρα της όπερας Μαντάμα Μπατερφλάι), Μάριο Σαμμάρκο (ο πρώτος «Ζεράρ» στην παγκόσμια πρεμιέρα τουΑντρέα Σενιέ), Εουτζένιο Τζιραλντόνι (ο πρώτος «Σκάρπια» στηνΤόσκα), Πασκουάλε Αμάτο (ο πρώτος «Ρανς» στοΚορίτσι της Δύσης), Ρικκάρντο Στρατσιάρι (γνωστός γιατην πλούσια και ελκυστική χροιά της φωνής του), Ντομένικο Βιλιόνε Μποργκέζε (Domenico Viglione Borghese, 1877-1957) καιΤίττα Ρούφφο. Οι δύο τελευταίοι είχαν τη δυνατότερη φωνή, ιδίως ο «λεοντόφωνος» Ρούφφο, που θεωρείται ο επιβλητικότερος Ιταλός βαρύτονος της εποχής του, ή, όπως ισχυρίζονται μερικοί, όλων των εποχών. Βρισκόταν στην καλύτερη απόδοσή του από το 1900 έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1920, και σταδιοδρόμησε με επιτυχία στην Ιταλία, την Αγγλία και τις ΗΠΑ.
Οι κύριοι συνθέτες του βερισμού ήταν οι Πουτσίνι, Λεονκαβάλλο, Μασκάνι, Τζορντάνο και Τσιλέα. Από την άλλη, τα έργα του Βέρντι συνέχισαν να παραμένουν δημοφιλή στην Ιταλία, στις ισπανόφωνες χώρες, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Ηνωμένο Βασίλειο καιστη Γερμανία.
Πέραν του πεδίου της ιταλικής όπερας, σημειώθηκε μια σημαντική προσθήκη στο αυστρο-γερμανικό ρεπερτόριο το 1905. Αυτή ήταν η πρεμιέρα της ΣαλώμηςτουΡίχαρντ Στράους, μετον κεντρικό ρόλο του Ιωάννη του Βαπτιστή να ανατίθεται σε βαρύτονο. Στη συνέχεια, το 1925, ο Γερμανός μπασοβαρύτονος Λέο Σύτσενντορφ (Leo Schützendorf, 1886-1931), ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο του Βότσεκ στη σκοτεινή ομώνυμη όπερα τουΆλμπαν Μπεργκ[6]. Σεμια ξεχωριστή εξέλιξη, το «μετα-βαγκνερικό» αριστούργημα του Γάλλου συνθέτη Κλωντ ΝτεμπυσίΠελλέας και Μελισσάνθη παρουσίασε όχι έναν αλλά δύο βασικούς βαρύτονους στην πρεμιέρα του 1902. Αυτοί οι δύο βαρύτονοι, οΖαν Περιέ (1869-1954) καιο Εκτόρ Ντυφράν (1870-1951), είχαν «αντιτιθέμενες» φωνές (ο Ντυφράν - μερικές φορές χαρακτηριζόμενος ως μπασοβαρύτονος - είχε μιαπιο σκοτεινή, πιο ισχυρή φωνή από ό, τιο Περιέ, ο οποίος ήταν ένας πραγματικός «βαρύτονος Martin»).
Χαρακτηριστικό των βαρύτονων του Βάγκνερ του 20ού αιώνα ήταν μια γενική εξέλιξη μεμονωμένων τραγουδιστών από τις ψηλότερες στις χαμηλότερες συχνότητες. Αυτό συνέβη μετον Γερμανό Χανς Χότερ. Ο Χόττερ έκανε το ντεμπούτο τουτο 1929 και ως νεαρός τραγουδιστής εμφανίστηκε σε ρόλους του Βέρντι. Μέχρι να φθάσει η δεκαετία του 1950, ωστόσο, είχε «χαιρετισθεί» ως ο κορυφαίος βαγκνερικός μπασοβαρύτονος στον κόσμο. Η ερμηνεία τουστον ρόλο του Βόταν επαινέθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς γιατη μουσικότητά της. Άλλοι σημαντικοί βαρύτονοι του Βάγκνερ περιλάμβαναν τους προδρόμους του Χόττερ Λέοπολντ Ντέμουτ, Αντόν φαν Ρόυ, Χέρμαν Βάιλ, Κλάρενς Χουάιτχιλ και τους μεταγενέστερους Φρήντριχ Σορ, Ρούντολφ Μπόκελμανκαι Χανς-Χέρμαν Νίσεν. Εκτός από τους «βαρείς» αυτούς τραγουδιστές, υπήρχε μια πληθώρα βαρύτονων μεπιο λυρικές φωνές, που ευδοκίμησαν στη Γερμανία καιτην Αυστρία κατά την περίοδο μεταξύ του ξεσπάσματος του Πρώτου καιτου τέλους του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Μεταξύ αυτών ήταν κορυφαίος ίσως ήταν οΧάινριχ Σλούσνουςκαι αξιόλογοι οι Γιόζεφ Σβαρτς, Χέρμπερτ Γιάνσεν, Βίλι Ντόμγκραφ-Φασμπέντερ, Καρλ Σμιτ-Βάλτερ και Γκέραρντ Χυς. Οι άφθονοι Ιταλοί ομόλογοί τους του Μεσοπολέμου περιελάμβαναν τους Κάρλο Γκαλέφφι, Τζουζέππε Ντανίζε, Ουμπέρτο Ουρμπάνο, Απόλλο Γκρανφόρτε, Ρενάτο Ζανέλλι (ο οποίος άλλαξε σε ρόλους τενόρου το 1924), Μάριο Μπαζιόλα και Κάρλο Ταλιαμπούε, ο οποίος αποσύρθηκε το 1958.
Από τους πιο γνωστούς βαρυτόνους τύπου Βέρντι της Ιταλίας των δεκαετιών του 1920 και του 1930 ήταν οΜαριάνο Σταμπίλε, που τραγούδησε Ιάγο, Ριγκολέτο και Φάλσταφ στηΣκάλα του Μιλάνου κάτω από τη μπαγκέτα τουΑρτούρο Τοσκανίνι Ωστόσο, σημείωσε περισσότερα για τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες παρά γιατη φωνή του. Τον Σταμπίλε ακολούθησε οΤίτο Γκόμπι, ένας ευέλικτος τραγουδιστής και ηθοποιός, ικανός για ζωηρές κωμικές και τραγικές παραστάσεις κατά τη διάρκεια των ετών της ακμής του στις δεκαετίες του 1940, 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Υποδύθηκε περισσότερους από εκατό ρόλους στη ζωή τουκαι ήταν κυρίως γνωστός για τους ρόλους του στις όπερες των Βέρντι και Πουτσίνι, συμπεριλαμβανομένων των εμφανίσεών τουστον ρόλο του Σκάρπια απέναντι στην υψίφωνο Μαρία Κάλλας ως Τόσκα στηΒασιλική Όπερα του Λονδίνου («Κόβεντ Γκάρντεν»). Ανάμεσα στους (όχι ισάξιους) «ανταγωνιστές» του Γκόμπι συγκαταλέγονταν οιΤζίνο Μπέκι, Τζουζέππε Βαλντένγκο, Πάολο Σιλβέρι, Τζουζέππε Ταντέι, Εττόρε Μπαστιανίνικαι Τζαντζάκομο Γκουέλφι. Συγκαιρινός τους ήταν ο Ουαλός Τζεραίντ Έβανς (Sir Geraint Llewellyn Evans, 1922-1992), που πρωτοερμήνευσε ρόλους σε όπερες τουΜπέντζαμιν Μπρίτεν.
Ως προς βαρύτονους άλλων χωρών, ίσως ο πρώτος ευρύτερα γνωστός γεννημένος στις ΗΠΑ βαρύτονος ήταν οΤσαρλς Γ. Κλαρκ, που εμφανίσθηκε τη δεκαετία 1900-1910 και τραγουδούσε στα γαλλικά, ιταλικά και γερμανικά, ενώ έδρα του ήταν το Παρίσι. Επίσης, ο Ρώσος Γκεόργκι Μπακλάνοφ. Αργότερα εμφανίσθηκαν οι Αμερικανοί Λώρενς Τίμπετ, Ρίτσαρντ Μπονέλλι, Λέοναρντ Γουόρενκαι Ρόμπερτ Μέριλ, που ειδικεύονταν στη γαλλική όπερα. Ρόλους Βέρντι τραγουδούσε στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο καιτην Όπερα της Βιέννης την περίοδο 1935-1950 ο Ούγγρος Σάντορ Σβεντ, που διέθετε ισχυρότατη φωνή.
Μετά το 1960 εμφανίζονται στον τύπο του Βέρντι οιΡενάτο ΜπρούζονκαιΠιέρο Καππουτσίλλιστην Ιταλία, οΣέριλ Μιλνς στις ΗΠΑ, οΊνγκβαρ Βίξελστη Σουηδία καιοΝικολάε Χέρλεαστη Ρουμανία. Πιο ευέλικτος αναδείχθηκε ο Βρετανός σερΤόμας Άλεν, με ρεπερτόριο από τον Μότσαρτ καιτον Βέρντι έως τη γαλλική καιτη ρωσική όπερα, καιτη σύγχρονη ελαφρά αγγλική μουσική. Βαγκνερικοί μπασοβαρύτονοι ήταν ο Αμερικανός τόμας Στιούαρτ (1928-2006) καιο Γερμανός Χέρμαν Ούχντε, ενώ καθαρότερα βαρύτονοι που ερμήνευαν Βάγκνερ ήταν οιΤζωρτζ ΛόντονκαιΤζέιμς Μόρρις.
Στον ύστερο 20ό αιώνα, διεθνώς γνωστοί για τις ερμηνείες ρόλων του Βέρντι έγιναν ο Ρώσος Βλαντίμιρ Τσερνόφ (γενν. 1953) καιο αρμενικής καταγωγής Σοβιετικός Πάβελ Λισιτσιάν. Πολύ γνωστότεροι έγιναν οι Ρώσοι βαρύτονοι Ντμίτρι ΧβαραστόφσκικαιΣεργκέι Λεϊφερκούς, εξαιτίας των συχνών εμφανίσεών τους σε Δυτικές χώρες. Όπως καιο Λισιτσιάν, περιορίζονται σε έργα του Βέρντι και Ρώσων συνθετών.
Στον γαλλόφωνο κόσμο ξεχώρισαν οΖοζέ βανΝταμ (μπασοβαρύτονος) καιοΖεράρ Σουζέ, ο οποίος τραγουδούσε από έργα μπαρόκ μέχρι συνθετών του 20ού αιώνα, όπως οΦρανσίς Πουλένκ. Επίσης, ο Ελβετός Σαρλ Πανζερά (Panzéra, 1896-1976). Στη μεταπολεμική Γερμανία εμφανίσθηκαν οι λυρικοί βαρύτονοι Χέρμαν ΠράυκαιΝτήτριχ Φίσερ-Ντήσκαου. Ο δεύτερος είχε πολύ μεγαλύτερη ποικιλία ρεπερτορίου: ερμήνευσε ρόλους από «περιθωριακές» όπερες, όπως αυτές τωνΦερρούτσιο ΜπουζόνικαιτουΠάουλ Χίντεμιτ, όσο και γνωστούς ρόλους των Βέρντι και Βάγκνερ, ενώ είναι γνωστότερος ως ερμηνευτής ληντερ. Ταλαντούχοι μεταγενέστεροι βαρύτονοι Γερμανοί και Αυστριακοί ερμηνευτές ληντερ είναι καιοι Βόλφγκανγκ Χόλτσμαϊρ, Τόμας Κβάστχοφ, Ματίας Γκέρνεκαι Κρίστιαν Γκερχάχερ. Αυτοί εντάσσονται στην πλέον πρόσφατη γενεά βαρυτόνων, που συνέχισε στον 21ο αιώνα. Μερικοί ακόμη, λίγο παλαιότεροι, μη γερμανοφωνοι βαρύτονοι του 20ού αιώνα είναι καιοι Ιταλοί Τζόρτζο ΖανκανάροκαιΛέο Νούτσι, ενώ στον 21ο αιώνα συνέχισαν καιοι Φρανσουά ΛεΡου (Γάλλος), Τζέραλντ Φίνλεϋ (Καναδός), Τόμας Χάμπσον (ΗΠΑ) καισερΣάιμον Κήνλυσάιντ (Βρετανός).
Faure, Jean-Baptiste: La voix et le chant: traité pratique, Heugel 1886
Matheopoulos, H.: Bravo – The World's Great Male Singers Discuss Their Roles, Victor Gollancz Ltd., 1989
Bruder, Harold: «Liner Notes» στοMaurice Renaud: The Complete Gramophone Recordings 1901–1908, Marston Records, 1997. (Συζητεί τις ερμηνείες του Ρενώ, αλλά και πολλών από τους σύγχρονούς του βαρύτονους, καθώς καιτη στιλιστική μεταβολή στο τραγούδι της όπερας στις αρχές του 20ού αιώνα.) Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2008.