Ηγερακίνα είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, μία από τις γερακίνεςπου απαντούν καιστον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία τουείδους είναι Buteo buteoκαι περιλαμβάνει 11 υποείδη.[4]
ΣτηνΕλλάδα απαντά τουποείδοςB. b. buteo (Linnaeus, 1758), αλλά υπάρχει πιθανή ανάμιξη πληθυσμών μεταυποείδηB. b. menetriesi Bogdanov, 1879 καιB. b. vulpinus (Gloger, 1833), ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους.[5]
Το είδος σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους, διακρίνεται σε τρεις χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).
Η γερακίνα ανήκει σε ένα είδοςπου έχει υποστεί αρκετές αλλαγές σταυποείδητου, κατά τα τελευταία χρόνια. Η ITIS δέχεται μόλις 7, συμπεριλαμβανομένου τουbannermani ενώ άλλοι ερευνητές ανεβάζουν τον αριθμό σε 12, μετοbannermani, αναβαθμισμένο σε ξεχωριστό είδος.
Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι, οι πληθυσμοί της Κορσικήςκαι της Σαρδηνίας, ανήκουν στο ξεχωριστό υποείδοςarrigonii, ενώ τα άτομα που ζούν στη νήσο Σοκότρα, αποτελούν τοείδος ή υποείδοςsocotrae.[7] Γενικότερα, επικρατεί έντονη διχογνωμία στους επιστημονικούς κύκλους καιθα χρειαστούν πολλά ακόμη δεδομένα γιαναβγει κάποιο τελικό συμπέρασμα.
Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η ταξινομική κατά Howard and Moore: Checklist of the Birds of the World, 2003.
Η γερακίνα απαντά σε όλο σχεδόν τονΠαλαιό Κόσμοκαι, αποτελεί ένα από ταπιο κοινά αρπακτικά πτηνά. ΣτηνΕυρώπη απουσιάζει μόνον από τηνΙσλανδία, τηΝορβηγία (εκτός από το νοτιότερο τμήμα της), τα βορειοδυτικά της Σουηδίαςκαι της Φινλανδίαςκαι από μεγάλο μέρος της Ιρλανδίας. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός), ενώ στηΡωσία έρχεται γιανα αναπαραχθεί μόνο το καλοκαίρι. Στο μεγαλύτερο μέρος της Τουρκίαςκαισε ολόκληρη τηΜέση ΑνατολήκαιτηΒ. Αφρική, δεν υπάρχουν πληθυσμοί αναπαραγωγής, παρά μόνον διαχειμάζοντες.[8][9][10]Οι περιοχές εξάπλωσης φθάνουν προς ανατολάς μέχρι τηνΙαπωνίακαι προς τα νοτιοδυτικά μέχρι καιτηΜαλαισία, ενώ η διαχείμαση γίνεται μέχρι καιτηΝότια Αφρική.
ΣτηνΕλλάδα είναι μόνιμος κάτοικος (επιδημητικός)και φωλιάζει σε σχετικά ικανοποιητικούς αριθμούς, αλλά υπάρχουν και πληθυσμοί άλλων υποειδών που, είτε έρχονται να ξεχειμωνιάσουν, είτε περνάνε από τη χώρα κατά τις δύο μεταναστεύσεις.[5]
Οι πληθυσμοί της Ευρώπης είναι, ανάλογα μετην περιοχή, είτε μόνιμοι, είτε μερικώς αποδημητικοί, παραμένοντας όλο το χρόνο στους τόπους αναπαραγωγής, ή κοντά σε αυτούς. Ένα μεγάλο μέρος των ατόμων της Κεντρικής Ευρώπης απομακρύνεται λιγότερο από 50 χλμ. από τις φωλιές. Αντίθετα, οιΣκανδιναβικές γερακίνες είναι κατά κύριο λόγο μεταναστευτικά πουλιά, με τις περιοχές διαχείμασης να εκτείνονται από τη νότια Σουηδία, τηΔανίακαιτηΓερμανία, μέχρι τις Κάτω Χώρες, τοΒέλγιοκαιτηΓαλλία.[11][12][13]Η μεγαλύτερη απόσταση που καταγράφηκε, ήταν από μία δακτυλιωμένη γερακίνα από τη βόρεια Σουηδίαπου βρέθηκε 6335 χιλιόμετρα μακριά, στοΤόγκο της δυτικής Αφρικής.[14]
Η φθινοπωρινή μετανάστευση ξεκινά τον Αύγουστο, κορυφώνεται στα μέσα Οκτωβρίου και τελειώνει το Νοέμβριο. Η εαρινή εξαρτάται από τη διάρκεια του χειμώνα, αρχίζει συνήθως το Φεβρουάριο ή το Μάρτιο και τελειώνει κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Απριλίου.[12]
Η γερακίνα κατοικεί κυρίως σε μικρά δάση με παρακείμενα ανοικτά τοπία όπως λιβάδια, θαμνότοπους και καλλιέργειες, γιανα μπορεί να αναζητά την τροφή της. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να βρεθεί σε υγρότοπους και βαλτώδεις περιοχές, ενώ ειδικά στοΗνωμένο Βασίλειο συχνάζει σε ακτές και λοφοπλαγιές, ανεξαρτήτως εποχής.[15]Η παρουσία της σε υψόμετρο 1000 μέτρων και πάνω, από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι σπάνια. Συχνά, γερακίνες μπορεί να παρατηρηθούν να κάθονται σε στύλους, κατά μήκος των εθνικών οδών, απ’όπου εποπτεύουν το χώρο. Πιο σπάνια συχνάζουν στο εσωτερικό των πυκνών δασών,[16] ή στις στενές λωρίδες στα όρια μεταξύ των ξέφωτων καιτων συστάδων από δένδρα.[17][18]Δεν είναι σπάνιο να συχνάζουν κοντά σε κατοικημένες περιοχές και, ιδιαίτερα στηΓερμανία, έχουν καταγραφεί επιτυχημένες αναπαραγωγές σε συστοιχίες από λεύκες κοντά σε αγροκτήματα,[19] ή κοντά σε αστικές περιοχές.[20]
Η γερακίνα είναι ένα μεσαίου μεγέθους, στιβαρό αρπακτικό με εξαιρετικά ποικίλο χρωματισμό στο πτέρωμα που, κυμαίνεται από σχεδόν άσπρο μέχρι σχεδόν μαύρο, με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.[15]
Κατ’ουσίαν, σπάνια μπορεί ναβρει κανείς δύο άτομα μετον ίδιο ακριβώς χρωματισμό.[5]
Διακρίνονται τρεις χρωματικές φάσεις (colour phases): μία ανοιχτόχρωμη που πλησιάζει το λευκό, μία σκούρα με διάφορες διαβαθμίσεις και, μία ενδιάμεση στην οποία ανήκουν καιτα περισσότερα άτομα.[21]Οι διαφορές μεταξύ των φάσεων είναι πιο έκδηλες κατά την πτήση, οπότε διακρίνεται το κάτω μέρος του σώματος καιτων πτερύγων που, γενικά, έχει ποικίλες σκούρες κηλίδες, διακεκομμένες ραβδώσεις, οριζόντιες ή κάθετες ρίγες στο στήθος καιπιο ανοιχτόχρωμη ουρά με γκριζόμαυρες ραβδώσεις.[5]. Διακρίνονται οι φαρδιές φτερούγες, η πλατιά στρογγυλευμένη ουρά καιο πολύ κοντός λαιμός.[22]
Αυτή η εξαιρετική ποικιλομορφία έχει απασχολήσει πολύ τους ερευνητές και αρχικά, είχε αποδοθεί μόνον σε γεωγραφικά κριτήρια, αλλά αργότερα αυτή η υπόθεση αμφισβητήθηκε.[23] Ερευνήθηκαν οι χρωματισμοί σε άτομα ποικίλων γεωγραφικών περιοχών και συσχετίστηκαν ακόμη καιμε επιτυχείς ή όχι αναπαραγωγές.[24][25][26][27] Μοριακές γενετικές αναλύσεις συσχέτισαν την ποικιλομορφία αυτή με χαμηλούς αλλοζυμικούς ετεροζυγώτες.[28].
Η γερακίνα, αρκετές φορές, δύσκολα ξεχωρίζει στην παρατήρηση πεδίου από άλλα, παραπλησίου μεγέθους αρπακτικά, λόγω αυτής της ποικιλομορφίας στον χρωματισμό της. Για παράδειγμα, οσφηκιάρης, ιδιαίτερα στις βόρειες ευρωπαϊκές περιοχές, έχει παρόμοια χαρακτηριστικά και μάλιστα, φαίνεται να μιμείται τους χρωματισμούς της γερακίνας γιανα προστατεύεται ως ένα βαθμό από τις επιθέσεις τωνδιπλοσάινων.[εκκρεμεί παραπομπή]Τα νεαρά άτομα, πολύ δύσκολα ξεχωρίζουν από τα ενήλικα.[5].
Το ράμφος είναι μαύρο και ανοιχτότερο προς το κεφάλι. Τα άπτερα μέρη του σώματος (πόδια καικήρωμα) είναι κίτρινα, αλλά στους νεοσσούς που έχουν πρόσφατα εκκολαφθεί, είναι απαλά ροζ. Η ίριδα έχει κι αυτή μεταβλητό χρωματισμό, από γκρι, έως γκρι-καφέ, σπάνια φωτεινό ή κιτρινωπό και έχει σχέση μετο γενικό χρωματισμό του φτερώματος. Τα νύχια είναι σε όλες τις μορφές, ανάλογα μετο χρωματισμό φτερώματος, φωτεινότερα ή σκουρότερα.[11]
Μήκος σώματος: (45-)51 έως 56(-58) εκατοστά.
Άνοιγμα πτερύγων: (113-)117 έως 137(-140) εκατοστά.
Η γερακίνα δεν θεωρείται, γενικότερα, ένα «κομψό» στο πέταγμά της πτηνό. Είναι αρκετά δυσκίνητη και μόνο όταν γυροπετάει (soaring), δείχνει κάποια ελαφράδα στην κίνησή της. Κρατάει τις φτερούγες της με κάποια ελαφρά κλίση στις καρπικές αρθρώσεις, αλλά όταν αερολισθαίνει (gliding) τις διατηρεί ίσιες. Κάποιες φορές αιωρείται επί τόπου (hovering).[29]
Εκτός της περιόδου αναπαραγωγής, οι γερακίνες τείνουν να αθροίζονται σε χαλαρές, διάσπαρτες ομάδες. Αυτό ισχύει για όλες τις περιοχές με αντίστοιχα υψηλό ποσοστό λείας, δηλαδή λιβάδια, χωράφια και υγρές πεδιάδες, που χρησιμοποιούνται ολοένα και περισσότερο ειδικά τον χειμώνα. Εκεί περνάνε όλη την ημέρα και, μόνο όταν είναι να κουρνιάσουν, αποσύρονται στα δένδρα. Όμως, στην περίπτωση έλλειψης τροφής κατά τους σκληρούς χειμώνες, μπορούν να σχηματίσουν ομάδες με τις αντίστοιχες προτεραιότητες για κάποια άτομα, που ανταγωνίζονται γιατην υπεράσπιση της λείας.[30]
Κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης παρατηρούνται μικρά «σμήνη» μέχρι οκτώ ή περισσότερες γερακίνες, να εκμεταλλεύονται τα θερμικά ανοδικά ρεύματα. Συνήθως, όμως, τα άτομα αυτά στη συνέχεια διαχωρίζονται.[31]
Η κύρια τροφή της γερακίνας είναι τα μικρά θηλαστικάκαι, στηνΕυρώπη, κυρίως ποντίκια (εξουκαιτο κυριότερο παρωνύμιό της στηνΕλλάδα). Συλλαμβάνει επίσης πουλιά, ως επί το πλείστον μικρού μεγέθους, ερπετά (όπως σαύρες), σκουλήκια, νερόφιδα καιαμφίβια, ως επί το πλείστον βατράχους και φρύνους. Τα έντομα καιοι προνύμφες τους, μπορούν εν μέρει να αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μερίδιο από τα λάφυρα, αλλά και θνησιμαία, σπανιότερα. Ψάρια έχουν επίσης αλιευθεί σε ορισμένες περιπτώσεις, συνήθως νεκρά ή αλλοιωμένα. Το ίδιο ισχύει καιγια μεγαλύτερα πουλιά, όπως τα περιστέρια, που είναι τραυματισμένα ή ήδη νεκρά, ή τα κλέβει από άλλα αρπακτικά.[32][33]
Από την ηλικία των δύο έως τριών ετών οι γερακίνες είναι σεξουαλικά ώριμες, όπως προσδιορίζεται από την παρατήρηση ατόμων στηνΟυαλία.[34] Συνήθως ζευγαρώνουν εφ’όρου ζωής, μετην αναπαραγωγική περίοδο να ξεκινάει στηνΕυρώπη από τα μέσα Μαρτίου, αλλά συνηθέστερα πραγματοποιείται τον Απρίλιο.
Η φωλιά κατασκευάζεται πάνω σε δένδρα, αλλά σε ανοικτές περιοχές μπορεί να χρησιμοποιηθούν βράχια, ενώ πολύ σπάνια κατασκευάζεται στο έδαφος. Η φωλιά επαναχρησιμοποιείται κάθε χρόνο, αλλά μπορεί καινα αλλάζει η θέση της. Είναι μία σχετικά ογκώδης κατασκευή από ξερόκλαδα, επιστρωμένη με μικρότερα κλαδιά, φυλλοφόρους κλάδους, γρασίδι ή και φύκια.[35]
Η γέννα αποτελείται από 2-3 αυγά, αλλά έχουν παρατηρηθεί και 1 ή 4 αυγά.[36] Εναποτίθενται σε διαστήματα 2-3 ημερών, περί τα μέσα Απριλίου. Η επώαση πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό, μετη συμμετοχή του αρσενικού κατά διαστήματα και διαρκεί 33-35 ημέρες, αλλά εάν τα αυγά είναι περισσότερα μπορεί να φθάσει και τις 42 ημέρες.
Οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και, ο μικρότερος συνήθως πεθαίνει. Το θηλυκό παραμένει πολύ κοντά και σιτίζει για 8-12 ημέρες, μετο αρσενικό να προμηθεύει τροφή. Μετά κυνηγάνε καιοι δύο γονείς, αλλά και πάλι σιτίζει το θηλυκό.
Το πρώτο φτέρωμα ξεκινάει να βγαίνει από την 7η ημέρα και ολοκληρώνεται στις 12-30 ημέρες. Οι νεοσσοί αρχίζουν να σιτίζονται μόνοι τους μετά από τον πρώτο μήνα και πετάνε στις 40-45 ημέρες.[35]
Το 49% των νεαρών επιβιώνει μέχρι τον 1ο χρόνο, το 68% μέχρι τον 2ο, καιτο 71% μέχρι τον 3ο χρόνο. Από εκεί και πέρα, η επιβίωση αυξάνει σημαντικά και φθάνει το 81%.[37]
Η κατάσταση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι, γενικά, καλή και σταθερή, πιστοποιώντας τη θέση της γερακίνας, ως ένα επιτυχημένο αρπακτικό.[1]Η γερακίνα θεωρείται σήμερα ότι δεν διατρέχει ιδιαίτερο κίνδυνο, με τις απώλειες να συμβαίνουν ειδικά στις περιοχές μετανάστευσης και διαχείμασης. Στα ατυχήματα, ένα μεγάλο ποσοστό των θανάτων προέρχεται από σύγκρουση στους δρόμους και τις σιδηροδρομικές γραμμές ή στις γραμμές μεταφοράς ενέργειας.[38]
Η Γερακίνα απαντά πανελλαδικά καιμετην ονομασία Βαρβακίνα ή Ποντικοβαρβακίνα. Άλλες ονομασίες είναι: Ποντικογερακίνα, Παπατσώνης και Παπατσώνι (Παρνασσός), Κουφογερακίνα, Λαγουδογέρακο.[5][22][39][40]
S. Cramp, K. E. L. Simmons (Hrsg.): The Birds of the Western Palearctic, Vol. 2. Oxford University Press, Oxford 1980 ISBN 0-19-857505
P. E. Davis, J. E. Davis (1992): Dispersal and age of first breeding of Buzzards in Central Wales. British Birds 85, S. 578–587
W. Dittrich (1985): Gefiedervariationen beim Mäusebussard (Buteo buteo) in Nordbayern. J. Orn. 126, S. 93–97
E. Flöter (2000): Ein weiterer Brutnachweis des Mäusebussards (Buteo buteo) im Siedlungsbereich. Mitt. Ver. Sächs. Ornithol. 8, S. 512
U. Glutz von Blotzheim; K. M. Bauer, E. Bezzel: Handbuch der Vögel Mitteleuropas, Band 4 Falconiformes. Akademische Verlagsgesellschaft, Frankfurt am Main 1971 ISBN 3-400-00069-8
O. Kleinschmidt (1934): Die Raubvögel der Heimat. Leipzig.
Köppen, U. (2000): Zugtrieb oder Zugzwang? Über die saisonalen Wanderungen ostdeutscher Mäusebussarde Buteo buteo. Populationsökologie Greifvogel- und Eulenarten 4, S. 179–195
O. Krüger, J. Lindström (2001): Lifetime reproductive success in common buzzard, Buteo buteo: from individual variation to population demography. Oikos 93, S. 260–273
T. Mebs (1964): Über Wanderungen und bestandsgestaltende Faktoren beim Mäusebussard (Buteo buteo) nach deutschen Ringfunden. Vogelwarte 22, S. 180–194
T. Mebs, D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos Verlags GmbH & Co. KG, Stuttgart 2006 ISBN 3-440-09585-1
M. Melde (1983): Der Mäusebussard. 4., überarbeitete Aufl., Die Neue Brehm-Bücherei/ A. Ziemsen Verlag, Wittenberg.
D. Rockenbauch (1975): Zwölfjährige Untersuchungen zur Ökologie des Mäusebussards (Buteo buteo) auf der Schwäbischen Alb. J. Orn. 116, S. 39–54
R. Schimmelpfennig (1995): Untersuchungen zu Habitatstruktur und -nutzung beim Mäusebussard (Buteo buteo). Diplomarbeit, Humboldt-Universität zu Berlin.
A. Schreiber, A. Stubbe, M. Stubbe (2001): Common Buzzard (Buteo buteo): A raptor with hyperpolymorphic plumage morphs, but low allozyme heterozygosity. J. Orn. 142, S. 34–48
Ch. Stubbe (1961): Die Besiedlungsdichte eines abgeschlossenen Waldgebietes (Hakel) mit Greifvögeln im Jahre 1957. Beitr. Vogelk. 7, S. 155–224
S. Ulfstrand (1970): A Procedure for Analysing Plumage Variation and It´s Application to a Series of South Swedish Common Buzzards Buteo buteo (L.). Ornis Scand. 1, S. 107–113
S. Ulfstrand (1977): Plumage and size variations in Swedish Common Buzzards Buteo buteo L. (Aves, Accipitriformes). Zool. Scripta 6, S. 69–75