ΗΣυμμαχία της Δήλου ήταν μια πολιτική και στρατιωτική ένωση περίπου 150[1] αρχαίων ελληνικών κρατών-πόλεων κατά τον5ο αιώνα π.Χ., υπό την ηγεμονία της πόλης τωνΑθηνών. ΟΘουκυδίδης αναφέρει ότι, τα κίνητρα που ώθησαν τους Ίωνεςνα στραφούν στηνΑθήνα, γιανα αναλάβει εκείνη επικεφαλής των επιχειρήσεων (και όχι ηΣπάρτη) από τη μία η συγγένεια αφού η Αθήνα εθεωρείτο μητρόπολη της Ιωνίας και από την άλλη ο φόβος γιατη βιαιότητα που χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του βασιλιά της Σπάρτης, Παυσανία, καθώς οιΈλληνες της Ιωνίας δεν ήθελαν να τους φέρονται σαννα ήταν δούλοι. Κυρίως λόγος όμως ήταν ότι ο Παυσανίας είχε κατηγορηθεί για προδοσία καιγια συνεργασία μετον Πέρση βασιλιά Ξέρξη (πράγμα που οδήγησε του Σπαρτιάτες στην εκτέλεσή του). Στόχος της ήταν η περαιτέρω αντιμετώπιση της περσικής απειλής μετά τη νίκη τωνΕλλήνωνστηΜάχη των Πλαταιών προς το τέλος τωνΜηδικών Πολέμων. Ιδρυμένη το478 π.Χ., ονομάστηκε έτσι από την αρχική της έδρα, τη νήσο της Δήλου, όπου συναντήσεις διεξάγονταν σε έναν ναό κι όπου τηρούταν το κοινό ταμείο των συμμαχικών πόλεων. Εκεί, ο κάθε σύμμαχος έδινε ως φόρο πλοία ή χρήματα. Το τελευταίο [κοινό ταμείο], μεταφέρθηκε στην Αθήνα από τονΠερικλήτο454 π.Χ.[2]
Σύμφωνα μετον ιστορικό Θουκυδίδη, επίσημος σκοπός της Συμμαχίας ήταν να «εκδικηθούν τα δεινά που υπέφεραν λεηλατώντας την επικράτεια του (Πέρση) βασιλέως».[2]Στην πράξη, ο στόχος αυτός μοιράστηκε σε τρία σχέδια: την προετοιμασία μιας μελλοντικής επιδρομής, την αναζήτηση εκδίκησης από τους Πέρσεςκαιτην οργάνωση ενός συστήματος μοιρασιάς των λαφύρων. Τα μέλη της Συμμαχίας ορκίστηκαν να έχουν κοινούς φίλους και εχθρούς και πέταξαν στη θάλασσα σιδερένιες ράβδους ως σύμβολο της μονιμότητας των φιλικών τους αισθημάτων. Οι υποχρεώσεις των μελών γενικά η συμμετοχή τους σε επιχειρήσεις εναντίον των Περσών, καιη άμυνα από επιθέσεις αυτών, η πολεμική συνεισφορά σε πλοία και άντρες γιατην υποστήριξη των επιχειρήσεων από τις μεγαλύτερες πόλεις, ενώ οι μικρές πόλεις πλήρωναν χρήματα, με αυτή μετη μεγαλύτερη συνεισφορά σε ασήμι να είναι η Αίγινα.[3][4] Κατόπιν, όλο και περισσότερα μέλη προτιμούσαν να πληρώνουν χρήματα, και καθιερώθηκε πάγια απόδοση ποσών.[5][6]