ΤοΕθνικό Πάρκο Κρούγερ (αγγλικά: Kruger National Park) είναι προστατευόμενη περιοχή στηΝότια Αφρικήκαι ένα από τα μεγαλύτερα καταφύγια θηραμάτωνσε ολόκληρη τηνΑφρική. Καλύπτει έκταση 19.623 τετραγωνικών χιλιομέτρων στις επαρχίες ΛιμπόποκαιΜπουμαλάνγκαστα σύνορα μετηΜοζαμβίκη, σε μήκος 360 χιλιομέτρων από βορρά προς νότο καισε πλάτος 65 χιλιομέτρων στη διεύθυνση ανατολή-δύση. Τα γραφεια διοικήσεως βρίσκονται στον οικισμό Σκουκούζα. Περιοχές του προστατεύθηκαν για πρώτη φορά από τηΝοτιοαφρικανική Δημοκρατίατο1898, ενώ το1926 έγινε το πρώτο στην ιστορία εθνικό πάρκο της Νότιας Αφρικής.
Περισσότεροι από 420 καταγεγραμμένοι αρχαιολογικοί τόποι στο έδαφος του Πάρκου Κρούγερ μαρτυρούν την κατοίκησή του από τον άνθρωπο πολύ πριν από τη νεότερη εποχή. Ωστόσο η πλειονότητά τους κατοικήθηκε για σχετικώς σύντομες χρονικές περιόδους, καθώς τα πολλά σαρκοφάγα ζώα καιημύγα τσε-τσε δυσχέραιναν και περιόριζαν την κτηνοτροφία βοοειδών. Στον λόφο Μαζορίνι γινόταν μεταλλουργία σιδήρου από τους ιθαγενείς μέχρι την εποχή Μφεκάνετον 18ο αιώνα.
Πριν από τονΔεύτερο Πόλεμο των Μπόερςη έκταση που σήμερα αποτελεί το πάρκο ήταν μια απομακρυσμένη περιοχή του έσχατου άγριου μέρους της ανατολικής Δημοκρατίας του Τράνσβααλ, κατοικούμενη τότε από λίγους ιθαγενείς Τσόνγκα. Ο τότε πρόεδρος της χώρας αυτής Πάουλ Κρούγερ, ανακήρυξε την έκταση αυτή καταφύγιο γιατην προστασία των άγριων ζώων. Ο Έιμπελ Τσάπμαν, κυνηγός ο ίδιος αλλά με αγάπη γιατη φύση, διεπίστωσε με άλλους κυνηγούς ότι η περιοχή είχε «υπερθηρευθεί» στα τέλη του 19ου αιώνα και φρόντισε να λάβει αυτό το γεγονός ευρύτερη δημοσιότητα. Έτσι το 1895 ο Γιάκομπ Λούις φανΒυκ εισήγαγε προς συζήτηση στο κοινοβούλιο του Τράνσβααλ μια πρόταση γιατη δημιουργία τουκαταφυγίου θηραμάτων. Η προταθείσα περιοχή εκτεινόταν από τονΠοταμό των Κροκοδείλων έως τονΠοταμό Σάμπιστα βόρεια. Η πρόταση έγινε δεκτή για συζήτηση τον Σεπτέμβριο του 1895 με πλειοψηφία μιας μόνο ψήφου καιτο αποτέλεσμα ήταν η προαναφερθείσα ανακήρυξη από τον Κρούγερ της δημιουργίας ενός «Κρατικού Πάρκου Αγρίας Ζωής», στις 26 Μαρτίου 1898. Αργότερα έγινε γνωστό ως «Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι».
Ο πρώτος υπεύθυνος του πάρκου ήταν ο Αγγλοϊρλανδός Τζέιμς Στήβενσον-Χάμιλτον (James Stevenson-Hamilton, 1867-1957), που ανέλαβε τη θέση το 1902 και παρέμεινε σε αυτή έως το 1946. Το καταφύγιο αντιστοιχούσε μόλις στο νότιο ένα τρίτο του σημερινού πάρκου.[1]Το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι, το σημερινό βόρειο τμήμα του Πάρκου Κρούγερ, ανακηρύχθηκε[2] καταφύγιο το 1903. Στις επόμενες δεκαετίες όλες οι φυλές ιθαγενών απομακρύθηκαν από το καταφύγιο, με τους τελευταίους να μετεγκαθίστανται τη δεκαετία του 1960 από το τρίγωνο Παφούρι ή Μακουλέκε (στα βόρεια). Στις 31 Μαΐου 1926το Καταφύγιο Θηραμάτων του Σάμπι, το Καταφύγιο του Σινγκουέζντι και εκτάσεις αγροκτημάτων συνενώθηκαν, και έτσι δημιουργήθηκε το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ.[3]
Οι πρώτες κάπως μεγάλες ομάδες τουριστών άρχισαν να επισκέπτονται το καταφύγιο από το 1923, αλλά ως μέρος ευρύτερου «τουρ» που διοργάνωνε η Εταιρεία των Σιδηροδρόμων. Σύντομα ωστόσο έγινε τοπιο ενδιαφέρον τμήμα τουτουρ, γεγονός που χάρισε πολύτιμη στήριξη στην εκστρατεία να μετατραπεί το τότε καταφύγιο Sabie Game Reserve σε εθνικό πάρκο.[4][5]
Τα πρώτα τρία αυτοκίνητα με τουρίστες μπήκαν στο πάρκο το έτος 1927 και ο αριθμός τους «εκτοξεύθηκε» σε 180 το 1928 και σε 850 αυτοκίνητα το 1929.
Το 1959 άρχισαν εργασίες γιατην πλήρη περίφραξη των συνόρων του πάρκου, με βασικό στόχο τον περιορισμό της διαδόσεως ασθενειών, τη διευκόλυνση της φυλάξεως των συνόρων καιτον περιορισμό της λαθροθηρίας.[4]Το έργο ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Το 1996 η φυλή Μακουλέκε υπέβαλε αίτηση διεκδικήσεως γης για έκταση 198,42 τετραγωνικών χιλιομέτρων, στο Παφούρι, το βορειότερο μέρος του Πάρκου.[6]Ηγη τελικώς επιστράφηκε στη φυλή, ωστόσο τα μέλη της επέλεξαν ναμην επανεγκατασταθούν εκεί, αλλά να επενδύσουν στον τουρισμό σε συνεργασία μετον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας: κτίσθηκαν αρκετοί ξενώνες, από τους οποίους τα μέλη της φυλής προσπορίζονται δικαιώματα.[7][8]
Το Εθνικό Πάρκο Κρούγερ βρίσκεται στη βορειοανατολική γωνιά του κράτους της Νότιας Αφρικής[1], καταλαμβάνοντας τα ανατολικά μέρη των Επαρχιών ΛιμπόποκαιΜπουμαλάνγκα. ΗΦαλαμπόρουα της Λιμπόπο είναι η μόνη πόλη της Ν. Αφρικής που συνορεύει μετο Πάρκο. Το Κρούγερ είναι ένα από τα μεγαλύτερα Εθνικά Πάρκα σε ολόκληρο τον κόσμο, με έκταση 19.623 τετραγωνικά χιλιόμετρα, μήκος 360 χιλιόμετρα από βορρά προς νότο[1]και μέσο πλάτος 65 χιλιόμετρα στη διεύθυνση ανατολή-δύση.[3] Ωστόσο το μέγιστο πλάτος του ανέρχεται σε 90 χιλιόμετρα στη νότια απόληξή του.[1]
Στα βόρεια και νότια του πάρκου δύο ποταμοί, οΛιμπόποκαιοΠοταμός των Κροκοδείλων αντιστοίχως, χρησιμεύουν ως φυσικά σύνορά του. Στα ανατολικά, τα όρη Λεμπόμποτο χωρίζουν από τηΜοζαμβίκη. Το δυτικό σύνορο του Πάρκου είναι επίσης παράλληλο μετην οροσειρά αυτή. Το πάρκο έχει ελάχιστο υψόμετρο 200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (ανατολικά) και μέγιστο 840 μέτρα στα νοτιοδυτικά, κοντά στο Μπεργκ-εν-Νταλ (η κορυφή του λόφου Χαντζαλίβε). Αρκετοί είναι οι ποταμοί που διατρέχουν το Πάρκο, ρέοντας από τα δυτικά προς ανατολικά, όπως οι δύο προαναφερθέντες, οΣάμπι, οΟύλιφαντς, οΛετάμπακαιοΛεβούμπου ή Λεβούβχου. Ο τελευταίος σχηματίζει το φαράγγι Λάνερ, που έχει βάθος έως και 150 μέτρα.
Το κλίμα στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ είναι συνδυασμός υποτροπικού και τροπικού κλίματος, θερμό ημίξηρο (BSh) κατά τηνκλιματική ταξινόμηση Κέππεν. Η εποχή των βροχών διαρκεί από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τον Μάιο, ωστόσο η ετήσια μέση βροχόπτωση είναι περίπου ίση με εκείνη της Ελλάδας, κυμαινόμενη από 561 χιλιοστόμετρα στηΣκουκούζα (νότια) έως 411 στο Παφούρι (βόρεια). Εξαιτίας της μεγάλης εκτάσεως του Πάρκου, το κλίμα του παρουσιάζει διαφορές από μέρος σε μέρος του: στα νότια η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 2 έως 3 βαθμοί C χαμηλότερη από όσο στο Παφούρι.
Η φυτική ζωή του Πάρκου διακρίνεται σε 4 βασικές περιοχές, καθοριζόμενες τόσο από το κλίμα, όσο και από το γεωλογικό υπόστρωμα:
Το βορειοανατολικό μέρος του πάρκου καλύπτεται από θαμνώδη βλάστηση τύπου μοπάνε (όπου δηλαδή το μόνο δέντρο είναι το χαμηλό Colophospermum mopane).
Το δυτικό μέρος βορείως του ποταμού Ούλιφαντς καλύπτεται από παρόμοια βλάστηση, στην οποία όμως εκτός του μοπάνε υπάρχει καιτο θαμνόδενδρο Combretum apiculatum.
Στο δυτικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς, άλλα είδη του γένους Combretum συνδυάζονται με είδη ακακίας και δέντρα «μαρούλα» (Sclerocarya caffra). Οι ακακίες κυριαρχούν κατά μήκος των ρυακιών και ποταμών, ενώ οι θάμνοι είναι πυκνότεροι.
Το ανατολικό μέρος νοτίως του Ούλιφαντς είναι η κατεξοχήν περιοχή βοσκήσεως, με άφθονη «ερυθρά χλόη» (είδος Themeda triandra) καιτο λεγόμενο «βουβαλόχορτο» (Megathyrsus maximus ή Panicum maximum). Τα κυριότερα δέντρα εδώ είναι τα είδη Acacia nigrescens, Combretum imberbeκαιSclerocarya caffra.
Πέραν αυτών, υπάρχουν μικρές εκτάσεις στο Πάρκο με ξεχωριστή βλάστηση, όπως το Πρετόριουσκοπ καιτο όρος Μαλελάνε, που δέχονται περισσότερες βροχοπτώσεις καιστα οποία αφθονεί το πλατύφυλλο δέντρο Terminalia sericea. Οι ημιαμμώδεις εκτάσεις στα βορειοανατολικά του Πούντα Μαρία είναι εξίσου διάκριτες, με μεγάλη ποικιλία χλωρίδας, όπως καιοι γεμάτοι θάμνους λόφοι κατά μήκος του ποταμού Λεβούβχου.
Καιτα «πέντε μεγάλα θηράματα» υπάρχουν στο Εθνικό Πάρκο Κρούγερ, το οποίο φιλοξενεί περισσότερα είδη μεγάλων θηλαστικών από οποιοδήποτε άλλο καταφύγιο θηραμάτων της Αφρικής, συγκεκριμένα 147 είδη. Υπάρχουν κάμερες σε πολλά μέρη του πάρκου γιατην παρακολούθηση των μεγάλων ζώων του.[9]
Ο πληθυσμός των ελεφάντων το 2004 είχε αυξηθεί σε 11.670, το 2006 σε περίπου 13.500 και το 2012 σε 16.900. Ωστόσο όλο το Πάρκο ίσως ναμη μπορεί να συντηρήσει μακροπρόθεσμα περισσότερους από 8 χιλιάδες ελέφαντες περίπου. Οι ελέφαντες σαφώς μεταβάλλουν την πυκνότητα της βλαστήσεως στο Πάρκο, η διοίκηση του οποίου πειραματίσθηκε με μεθόδους αντισύλληψης στους ελέφαντες ήδη από το 1995, αλλά αυτό αντιμετώπισε προβλήματα αναστατώσεως των κοπαδιών. Το Πάρκο διατηρεί αυστηρά τα μέτρα κατά της λαθροθηρίας για όλα τα ζώα, ιδίως για τους ρινόκερους.
Στο Πάρκο Κρούγερ διασώζονται κοπάδια από τοκινδυνεύον είδοςτουαφρικανικού άγριου σκύλου, του οποίου θεωρείται ότι απομένουν μόλις περί τα 400 άτομα σε ολόκληρη τη Νότια Αφρική.[10]
Σύμφωνα μετην καταμέτρηση του 2010, στο Πάρκο υπήρχαν 590-660 μαύροι ρινόκεροι (το ένα έκτο του παγκόσμιου πληθυσμού), 37.500 αγριοβούβαλοι, 1.600 λιοντάρια, χίλιες λεοπαρδάλεις, 120 γατόπαρδοι, 9 χιλιάδες καμηλοπαρδάλεις, 3.500 ύαινες, 26.500 ζέβρεςκαι 120 χιλιάδες ιμπάλα.
Μια μάλλον ομοιόμορφη κατανομή ειδών πτηνών υπάρχει στις νότιες και κεντρικές περιοχές του Πάρκου, ενώ μικρότερη είναι η ποικιλία ειδών στα βόρεια. Τα περισσότερα είδη αναπαράγονται το καλοκαίρι, όταν οι βροχές παρέχουν περισσότερη τροφή, αλλά τα μεγαλύτερα αρπακτικά αναπαράγονται τον χειμώνα, όταν η λεία τους είναι πιο εκτεθειμένη. Από τα 517 είδη πτηνών που έχουν παρατηρηθεί στο Πάρκο Κρούγερ τα 253 είναι μόνιμοι κάτοικοι, τα 117 αποδημητικά πουδεν αναπαράγονται εδώ καιτα 147 νομαδικά.
Το Πάρκο Κρούγερ κατοικείται από 126 είδη[13] ερπετών, μεταξύ των οποίων τομαύρο μάμπα, οαφρικανικός βραχοπύθωναςκαι 3 έως 4 χιλιάδες κροκόδειλοι. Η γνώση όμως των πυκνοτήτων πληθυσμού καιτων κατανομών των ερπετών περιορίζεται από διάφορους παράγοντες.[13]Στο Πάρκο έχουν βρεθεί και 33 είδη αμφίβιων[14], καθώς και 50 είδη ψαριών. Ένας καρχαρίας του Ζαμβέζη (Carcharhinus leucas) ψαρεύτηκε στη συμβολή των ποταμών Λιμπόπο και Λουβούμπου τον Ιούλιο του 1950 (οι καρχαρίες αυτοί μπορούν ναζουνστο γλυκό νερό καινα ταξιδεύουν σε μεγάλο μήκος ποταμών όπως ο Λιμπόπο).[15]
Από πλευράς εντόμων, έχουν καταγραφεί στο Πάρκο 219 διαφορετικά είδη εσπερίδωνκαι άλλων πεταλούδων.[16] Μόνο από το γένος Charaxes[17] έχουν καταγραφεί 12 είδη.[18]Τα γένη PapilioκαιAcraea αντιπροσωπεύονται επίσης ισχυρά, με περίπου 10 και 15 είδη αντιστοίχως.[18]Ο συνολικός αριθμός ειδών λεπιδόπτερωνστο Πάρκο είναι άγνωστος, αλλά θα μπορούσε να υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες. Ο «σκόρος του μοπάνε» Gonimbrasia belinaστο βόρειο ήμισυ του Πάρκου είναι ένα από τα γνωστότερα, και κάποιες φορές έχουν δοθεί άδειες σε κοινότητες ιθαγενών έξω από το Πάρκο ναμπουνκαινα συλλέξουν τις κάμπιες του.[19][20][21]Το Πάρκο φιλοξενεί μεγάλη ποικιλία από τερμίτες, με 22 καταγεγραμμένα γένη, και μπορεί κάποιος ναδει μεγάλες φωλιές των γενών Macrotermes, Cubitermes, Amitermes, OdontotermesκαιTrinervitermes.[22] Μέσα σε φωλιές τερμιτών στο Πάρκο ανακαλύφθηκε ένα νέο είδος ονισκώδους, τοCtenorillo meyeri.[23] Υπάρχουν και πολλά είδη κουνουπιών, μεταξύ των οποίων και εννέα του γένους ανωφελής, που μεταδίδουν τηνελονοσία.[24]
↑Petersen, Robin· Riddell, Eddie· Govender, Danny· Sithole, Hendrik· Venter, Jacques· Mohlala, Thabo (2015). «State of the rivers - Kruger National Park»(PDF). sanparks.org. Savanna Science Networking Meeting 2015 – Skukuza, KNP. Ανακτήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2022.
↑Pienaar, Danie (SANParks) (20 Ιουνίου 2017). «Kruger National Park – A general introduction»(PDF). biodiversityadvisor.sanbi.org. National Biodiversity Planning Forum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(PDF) στις 25 Νοεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2022.
↑ 13,013,1Barends, Jody M.; Pietersen, Darren W.; Zambatis, Guinevere; Tye, Donovan R.C.; Maritz, Bryan (11 May 2020). «Sampling bias in reptile occurrence data for the Kruger National Park». Koedoe62 (1). doi:10.4102/koedoe.v62i1.1579.
↑Pienaar, Passmore & Carruthers, Die Paddas van die Nasionale Krugerwildtuin. Sigma Press, 1976
↑Pienaar, U. de V.: «The Freshwater Fishes of the Kruger National Park», Koedoe, τόμ. 11, No. 1 (1968)
↑ 18,018,1Kloppers, Johan· Van Son, G. (1978). Butterflies of the Kruger National Park. Pretoria: Board of Curators for National Parks. σελίδες 79–84. ISBN0-86953-021-6.