ΗΚλιματική ταξινόμηση Κέππεν (Köppen climate classification) είναι ένα από τα πιό διαδεδομένα συστήματα κατηγοριοποίησης τωνκλιμάτων. Δημοσιεύτηκε αρχικά από τον, Ρωσογερμανικής καταγωγής, κλιματολόγο, Βλαντίμιρ Κέππεν (Wladimir Köppen) το 1884 και τροποποιήθηκε αργότερα από τον ίδιο το 1918 και το 1936. Μεταγενέστερα, ο Γερμανός κλιματολόγος Ρούντολφ Γκάιγκερ (Rudolf Geiger) συνεργάστηκε μετον Κέππεν σε τροποποιήσεις του συστήματος ταξινόμησης, το οποίο ως εκ τούτου μερικές φορές αναφέρεται ως Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν-Γκάιγκερ (Köppen-Geiger). Το σύστημα βασίζεται στην άποψη ότι η βλάστηση ενός τόπου καθορίζει καιτην κλιματική του ταξινόμηση. Γιατην ταξινόμηση ενός κλίματος σε κάποια κατηγορία χρησιμοποιούνται βασικά, οι μέσες ετήσιες και μηνιαίες θερμοκρασίεςκαιβροχοπτώσεις, όπως καιη εποχιακή κατανομή τουυετού.
Σύμφωνα μετην ταξινόμηση Κέππεν, τα κλίματα κατανέμονται σε πέντε βασικές κατηγορίες καιη κάθε ομάδα έχει διάφορους τύπους και υποκατηγορίες. Κάθε συγκεκριμένος τύπος κλίματος συμβολίζεται με 2 έως 4 γράμματα τουΛατινικού αλφάβητου.
Στα ενδοτροπικά κλίματα υψηλών θερμοκρασιών (μεταξύ των δύο τροπικών, κατηγορία Α) η μέση θερμοκρασία κάθε μήνα είναι υψηλότερη των 18°C. Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι η ελάχιστη ετήσια διακύμανση της θερμοκρασίας (>10°C), έλλειψη παγετού, υψηλές βροχοπτώσεις και υψηλή σχετική υγρασία.[1]
Τοισημερινό τροπικό κλίμα παρουσιάζει συνεχείς πυκνές βροχοπτώσεις, μετη μέση βροχόπτωση/υετό κάθε μήνα να φτάνει τουλάχιστον τα 60 χιλιοστομέτρων. Είναι χαρακτηριστικό των περιοχών γύρω από τον ισημερινό και φιλοξενεί την τροπική ζούγκλα.[2]
Τοκλίμα τροπικών μουσώνων παρουσιάζει συνεχείς βροχοπτώσεις καθόλη τη διάρκεια του χρόνου παρότι μια συγκεκριμένη εποχή είναι αισθητά πιο βροχερή από τις άλλες. Τα επίπεδα βροχόπτωσης του ξηρότερου μήνα είναι χαμηλότερα των 60 μμ αλλά υψηλότερα της σχέσης . Είναι χαρακτηριστικό των ακτών του Ινδικού ωκεανού, των Φιλιππίνων, περιοχών της Αφρικής όπως ο κόλπος της Γουινέας και της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής όπως η Καραϊβική καιοι ακτές της Βραζιλίας. Η βλάστηση είναι παρόμοια με αυτή της ισημερινής ζούγκλας.[2]
Τοκλίμα τροπικής σαβάνας παρουσιάζει δύο διακριτές εποχές, την ξηρή καιτην υγρή: τα επίπεδα βροχόπτωσης του ξηρότερου μήνα του έτους είναι χαμηλότερα των 60 mm και χαμηλότερα της σχέσης . Είναι χαρακτηριστικό των περιοχών που περιβάλουν ισημερινά δάση όπως στην αφρικανική σαβάνα, τηΒραζιλία, στηνΙνδία ή τηΒενεζουέλα. Η βλάστηση αποτελείται από αραιά δέντρα, θάμνους και χλόη.[2]
Σταξηρά κλίματαη δυνατή εξατμοδιαπνοή είναι μικρότερη σε σχέση μετον συνολικό όγκο υετού. Είναι χαρακτηριστικές οι ισχυρές ημερήσιες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.[3]
Η μέση ετήσια θερμοκρασία των θερμών ερήμων είναι υψηλότερη των 18°C. Περιλαμβάνουν τις περιοχές των μεγάλων ερήμων του πλανήτη (Σαχάρα, Αραβία, Αυστραλία, Καλαχάρι, βόρειο Μεξικό). Η βλάστηση είναι ελάχιστη και έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες ακραίας ξηρασίας αναπτύσσοντας βαθιές ρίζες και φύλλα ελάχιστης επιφάνειας είτε παίρνοντας την μορφή σπόρων που ανθίζουν μόνο σε περίπτωση βροχής.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία των ψυχρών ερήμων είναι μικρότερη των 18°C. Παρουσιάζουν χαμηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με τις θερμές ερήμους και εντοπίζονται κυρίως στηνΠαταγονίακαιτο εσωτερικό της Κεντρικής Ασίας και Κίνας (π.χ. έρημος Γκόμπι) σε υψηλότερο υψόμετρο σε σχέση με τις θερμές.
Στακλίματα στέπας ή ημίξηραη συνολική εξατμισοδιαπνοή είναι χαμηλότερη των τιμών του υετού αλλά υψηλότερου του μισού της τιμής του. Επομένως, παρουσιάζει μεγαλύτερη «ωφέλιμη» υγρασία σε σχέση μετην έρημο.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία στις θερμές στέπες είναι μεγαλύτερη των 18°C. Παρουσιάζουν θερμά καλοκαίρια και σχετικά ήπιους χειμώνες και εμφανίζονται στα όρια των μεγάλων ερήμων (Σαχέλ, σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, έρημος Καλαχάρι). Στην Ελλάδα το θερμό ημίξηρο κλίμα στέπας εμφανίζεται στη περιοχή του Πειραιά σύμφωνα μετηνΕθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία. [4] Ενώ σύμφωνα με τους σταθμούς του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών το κλίμα αυτό εμφανίζεται σχεδόν σε ολόκληρη τηνΑθηναϊκή Ριβιέρα, σε περιοχές της Δυτικής Αττικής (Ασπρόπυργος, Σαλαμίνα, Βλυχάδα), σε νησιά του Αργοσαρωνικού (Αίγινα, Ύδρα), σε κάποιες περιοχές του Κορινθιακού Κόλπου, στο μεγαλύτερο μέρος των Κυκλάδων, στη Κρήτη (Λέντας, Μονή Τοπλού) καθώς καιστα Δωδεκάνησα στη Κάσο καιστη Νίσυρο. [5]
Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι μικρότερη των 18°C. Εντοπίζονται κυρίως σε υψόμετρο και παρουσιάζουν ηπιότερα καλοκαίρια σε σχέση μετη θερμή στέπα και ψυχρούς χειμώνες με χιονόπτωση (Καζακστάν, Μογγολία, περιοχή τωνΒραχώδων Ορέων). Στην Ελλάδα το ψυχρό ημίξηρο κλιμα στέπας εμφανίζεται σε κάποιες περιοχές της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας. [4]
Σε όλα ταεύκρατα κλίματαη μέση θερμοκρασία τουπιο κρύου μήνα είναι υψηλότερη των 0°C (ή -3°C) αλλά χαμηλότερη των 18°C. Σε αντίθεση μετα τροπικά κλίματα, παρουσιάζουν υψηλές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας μεταξύ της θερμής και της ψυχρής εποχής.[6]
Ταυγρά ήπια κλίματα παρουσιάζουν σταθερές βροχοπτώσεις καθόλη τη διάρκεια του έτους, μετο σύνολό τους να ξεπερνά τα 2000 mm ετησίως. Η βλάστησή τους χαρακτηρίζεται από φυτά προσαρμοσμένα σε ήπιες θερμοκρασίες.
Τουποτροπικό ωκεάνιο κλίμα είναι γνωστό και ως κινεζικό. Η μέση θερμοκρασία τουπιο θερμού μήνα είναι υψηλότερη των 22°C ενώ τουλάχιστον τέσσερις μήνες παρουσιάζουν θερμοκρασία ψηλότερη των 10°C. Είναι χαρακτηριστικό τωνΝΑ επικρατειών της ΚίναςκαιτωνΗΠΑστο βόρειο ημισφαίριο καιτων πεδιάδων της βόρειας Αργεντινής, Ουρουγουάηςκαι νότιας Βραζιλίας και ορισμένων περιοχών της Αυστραλίας καιΝέας Ζηλανδίαςστο νότιο ημισφαίριο. Η βλάστηση χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη φυτών των τροπικών και ήπιων κλιμάτων και μικτά δάση φυλλοβόλων και αειθαλών δέντρων με αξιόλογη παρουσία θάμνων και βρύων. Στην Ελλάδα εμφανίζεται μόνο μεμονωμένα σε περιοχές της Φλώρινας, Κοζάνης, σχεδόν σε όλη την Ήπειρο καιτων Σερρών σύμφωνα μετην Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία. [4]
Τοεύκρατο ωκεάνιο κλίμα μαζί μετο αντίστοιχο ψυχρό θεωρούνται τα κατεξοχήν ωκεάνια κλίματα και εμφανίζονται κυρίως στις ευρωπαϊκές περιοχές που επηρεάζονται από το ρεύμα του Κόλπου και, γενικότερα, των δυτικών ακτών των ηπείρων, αποτελώντας στην πραγματικότητα την συνέχεια του μεσογειακού προς τους πόλους.[7]Η μέση θερμοκρασία τουπιο κρύου μήνα είναι υψηλότερη των 0°C (ή -3°C) αλλά χαμηλότερη των 18°C, με κανέναν μήνα ναμην παρουσιάζει μέση θερμοκρασία υψηλότερη των 22°C αλλά με τουλάχιστον τέσσερις μήνες να παρουσιάζουν θερμοκρασία ψηλότερη των 10°C.[7]Το πλεόνασμα υγρασίας επιτρέπει την ανάπτυξη πλούσιας βλάστησης και μικτών δασών, τα κατώτερα στρώματα των οποίων κυριαρχούνται από φυτά όπως τις πτέρες.[8]
Ένας με τρεις μήνες παρουσιάζουν μέσες θερμοκρασίες που υπερβαίνουν τους 10°C. Είναι χαρακτηριστικό είτε περιοχών με εύκρατο ωκεάνιο κλίμα που βρίσκονται σε υψηλό υψόμετρο είτε περιοχών με ωκεάνιο κλίμα κοντά στους αρκτικούς κύκλους (νότια Ισλανδία, Φερόες, νότια Χιλή). Η βλάστηση είναι παρόμοια με αυτή του εύκρατου ωκεάνιου.[8]
Στα μεσογειακά κλίματα οι βροχές συγκεντρώνονται στην κρύα εποχή (χειμώνας) ενώ το καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα ξηρό. Η βροχόπτωση δεν ξεπερνά τα 2000 mm ετησίως. Η βλάστησή τους χαρακτηρίζεται από φυτά προσαρμοσμένα σε ήπιες θερμοκρασίες καισε μία ξηρή και θερμή εποχή[9]μετα ξηρόφυλλα φυτά καιτα αειθαλή δέντρα να κυριαρχούν, ενσωματωμένα σε αραιά δάση.[10]
Η μέση θερμοκρασία τουπιο θερμού μήνα είναι υψηλότερη των 22°C ενώ τουλάχιστον τέσσερις μήνες παρουσιάζουν θερμοκρασία ψηλότερη των 10°C. Εκδηλώνεται ξεκάθαρα μόνο σε στενές λωρίδες ακτής ενώ επηρεάζεται αρκετά από την ηπειρωτικότητα πουτο περιβάλει και μπορεί να παρουσιάσει παγετό. Είναι χαρακτηριστικό των ακτών της Μεσογείουκαι ορισμένων περιοχών της Καλιφόρνια, της κεντρικής Χιλής και της Αυστραλίας. Σύμφωνα μετην Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία αυτό το κλίμα εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. [4]
Όλοι οι μήνες παρουσιάζουν μέση θερμοκρασία χαμηλότερη των 22°C ενώ τουλάχιστον τέσσερις μήνες παρουσιάζουν θερμοκρασία ψηλότερη των 10°C. Απουσιάζει παντελώς ο παγετός λόγω της επιρροής του ωκεανού. Είναι χαρακτηριστικό της βόρειας Πορτογαλίας, σε ορισμένες περιοχές της δυτικής ακτής τωνΗΠΑκαι της κεντρικής κοιλάδας της Χιλής.
Κλίματα επηρεασμένα από τους μουσώνες με ξηρό χειμώνα εντοπίζονται κυρίως γύρω στην τροπική και υποτροπική ζώνη. Η βροχόπτωση δεν ξεπερνά τα 2000 mm ετησίως. Η βλάστησή τους χαρακτηρίζεται από φυτά προσαρμοσμένα σε ήπιες θερμοκρασίες καισε μία ξηρή και ψυχρή εποχή.[9]
Η μέση θερμοκρασία τουπιο θερμού μήνα είναι υψηλότερη των 22°C ενώ τουλάχιστον τέσσερις μήνες παρουσιάζουν θερμοκρασία ψηλότερη των 10°C. Είναι μια παραλλαγή του κινεζικού κλίματος (Cfa) που εμφανίζεται σε περιοχές μακριά από τη θάλασσα, γεγονός που συντελεί σε μειωμένες βροχοτπώσεις. Σε αντίθεση μετο μεσογειακό, η βροχερή περίοδος είναι καιηπιο θερμή.
Κανένας μήνας δεν έχει μέση θερμοκρασία υψηλότερη των 18°C αλλά τουλάχιστον τέσσερις μήνες παρουσιάζουν μέσες θερμοκρασίες άνω των 10°C. Εμφανίζεται ως παραλλαγή του Cwa σε περιοχές με αυξημένο υψόμετρο.
Ένας με τρεις μήνες παρουσιάζουν μέσες θερμοκρασίες άνω των 10°C. Ιδιαίτερα σπάνιο κλίμα, εμφανίζεται κυρίως σε περιοχές με κλίματα Cwa ή Cwb με ιδιαίτερα αυξημένο υψόμετρο.
Σε όλα τακλίματα αυτής της κατηγορίαςη μέση θερμοκρασία τουπιο κρύου μήνα είναι χαμηλότερη των 0°C (ή -3°C) αλλά αυτή του θερμότερου υψηλότερη των 10°C. Οι χειμώνες είναι παγωμένοι καιη βλάστηση εξαρτάται από το γεωγραφικό πλάτος: στον βορρά κυριαρχεί το πολικό δάσος (τάιγκα) χαρακτηριστικό του οποίου είναι τα κωνοφόρα δέντρα, και καθώς αυξάνεται το γεωγραφικό πλάτος εμφανίζονται μικτά δάση με δέντρα με μεγαλύτερα φύλλα.[11]
Τα υγρά ηπειρωτικά κλίματα παρουσιάζουν σταθερές βροχοπτώσεις καθόλη τη διάρκεια του έτους, μετο σύνολό τους να ξεπερνά τα 2000 χιλιοστόμετρα ετησίως. Η βλάστησή τους αποτελείται από φυτά προσαρμοσμένα σε χαμηλές θερμοκρασίες.[12]
Αυτήν την κατηγορία αποτελούν τα ηπειρωτικά κλίματα όπου οι βροχές συγκεντρώνονται στην κρύα εποχή (χειμώνας) ενώ το καλοκαίρι είναι ιδιαίτερα ξηρό. Η βροχόπτωση δεν ξεπερνά τα 2000 mm ετησίως. Η βλάστησή τους χαρακτηρίζεται από φυτά προσαρμοσμένα σε χαμηλές θερμοκρασίες καισε μία ξηρή και θερμή εποχή.[12]
Αυτήν την κατηγορία αποτελούν τα ηπειρωτικά κλίματα όπου οι βροχές συγκεντρώνονται στην θερμή εποχή (καλοκαίρι) ενώ ο χειμώνας είναι ιδιαίτερα ξηρός. Η βλάστησή τους χαρακτηρίζεται από φυτά προσαρμοσμένα σε χαμηλές θερμοκρασίες καισε μία ξηρή και ψυχρή εποχή.[12]
Στοκλίμα τούνδρας, η μέση θερμοκρασία τουπιο θερμού μήνα κυμαίνεται μεταξύ 0 και 10°C. Είναι χαρακτηριστικό των αρκτικών ακτών και νήσων και της χερσονήσου της Ανταρκτικής.
Σεαυτό το κλίμα κανείς μήνας δεν παρουσιάζει μέση θερμοκρασία υψηλότερη των 0°C. Είναι χαρακτηριστικό του εσωτερικού της Γροιλανδίας καιτου συνόλου της Ανταρκτικής.