Εθνοτική ομάδα ή εθνότητα ονομάζεται μία ορισμένη κοινωνική κατηγορία ανθρώπωνπου βασίζεται στην αντίληψη των μελών της ότι έχουν κοινή καταγωγή ή εμπειρίες. Τα μέλη μιας εθνοτικής ομάδας θεωρούν ότι μοιράζονται μια κοινή ιστορία και πολιτισμικές παραδόσεις που τους διαχωρίζουν από άλλες ομάδες.[1]
Η εθνοτική ταυτότητα είναι περιστασιακή: εξαρτάται από την κοινωνική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, σπάνια είναι απόλυτη και ενδέχεται ένα άτομο να προσδιορίζεται με περισσότερες από μία τέτοιες ταυτότητες.[1]Οι εθνοτικές ομάδες δεν είναι σταθερές: οι υπάρχουσες μεταβάλλονται ή εξαφανίζονται, όπως συνέβη π.χ. με τους Ουγενότουςπου μετεγκαταστάθηκαν στηνΑγγλίακαι τις αγγλικές αποικίες στη Βόρεια Αμερική και αφομοιώθηκαν, και εμφανίζονται νέες.[2]
Δύο βασικά χαρακτηριστικά που χρησιμοποιούνται γιατον ορισμό μιας εθνοτικής ομάδας είναι η ύπαρξη ενός καταγωγικού μύθου και δεικτών εθνοτικού διαχωρισμού. Ο καταγωγικός μύθος αναφέρεται στις κοινές ιστορικές εμπειρίες που ενώνουν μια ομάδα καιτη διαχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Ονομάζεται μύθος όχι γιατί αναφέρεται σεμη πραγματικά γεγονότα, αλλά επειδή μέσα από μία επιλεκτική μεταχείριση των ιστορικών γεγονότων χρησιμεύει ως βάση γιατην κοινή ταυτότητα των μελών της ομάδας καιτην ξεχωριστή ύπαρξή της, δίνοντάς τους μία αίσθηση διαφορετικότητας και, συχνά, ανωτερότητας. Θέματα και έννοιες του μύθου καταγωγής κάθε εθνοτικής ομάδας βρίσκονται ενσωματωμένα στην κουλτούρα των μελών της πουτον αφομοιώνουν ασυνείδητα.[3]Οι δείκτες εθνοτικού διαχωρισμού είναι ο τρόπος μετον οποίο μια εθνοτική ομάδα καθορίζει τα μέλη της. Χρησιμεύουν όχι μόνο γιατην αναγνώριση των μελών μιας ομάδας μεταξύ τους, αλλά καιγιατη δήλωση της διαφοράς από όσους δεν είναι μέλη της. Ως τέτοιος δείκτης μπορεί να χρησιμοποιείται ηγλώσσα, ηθρησκείακαιταφυσικά χαρακτηριστικά ή, παλαιότερα, ηενδυμασία.[4]
Ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από Αμερικανούςκοινωνιολόγουςστα μέσα της δεκαετίας του 1950. Aπό τα τέλη της επόμενης δεκαετίας καθιερώθηκε στις κοινωνικές επιστήμες, ιδίως τηνκοινωνική ανθρωπολογία, απαντώντας στην ανάγκη περιγραφής των νέων κοινωνικών συνθηκών μετά τοΒ΄ Παγκόσμιοκαι στις θεωρητικές εξελίξεις της ανθρωπολογίας, αντικαθιστώντας τηναποικιοκρατική ορολογία περί φυλών. Εισήλθε στοελληνικό λεξιλόγιο τη δεκαετία του 1990.[5]