Μετά την πολιορκία του 1565, το Τάγμα αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στη Μάλτα και ξεκίνησε να κατασκευάζει μια νέα πρωτεύουσα, τηΒαλέτα. Για τους επόμενους δύο αιώνες η Μάλτα γνώρισε μια «χρυσή εποχή», που χαρακτηρίστηκε από άνθηση των τεχνών, της αρχιτεκτονικής και μιας γενικής βελτίωσης στην μαλτέζικη κοινωνία.[2]Στα μέσα του17ου αιώνα, το Τάγμα απέκτησε τον έλεγχο ορισμένων νησιών της Καραϊβικής, καθιστώντας το έτσι ως το μικρότερο κράτος που συμμετείχε στον αποικισμό τηνΑμερική.
Η παρακμή του Τάγματος ξεκίνησε την δεκαετία του 1770 και, το 1792, είχε αποδυναμωθεί σοβαρά, εξαιτίας της Γαλλικής Επανάστασης. Το 1798, γαλλικά στρατεύματα, υπό τονΝαπολέοντα εισέβαλαν στη Μάλτα και εξόρισαν το Τάγμα.
Το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη εκδιώχθηκε από τη βάση τουστηΡόδο μετά τηνκατάληψη αυτής από τους Οθωμανούς Τούρκουςτο 1522. Έπειτα από επτά χρόνια περιπλάνησης στηνΕυρώπη, οι Ιππότες απέκτησαν το 1530 από τον αυτοκράτορα Κάρολο Ε΄, μετην ιδιότητά του ως βασιλιά της Σικελίας, να νησιά Μάλτα και Γκόζο, καθώς καιτο αφρικανικό λιμάνι της Τρίπολης. Σε αντάλλαγμα οι ιππότες έπρεπε να αποστέλουν ετησίως ένα γεράκι της Μάλτας στον αυτοκράτορα κατά τηνΗμέρα των Ψυχών.[3][4]
Το Τάγμα εγκαταστάθηκε στην πόλη Βιτοριόζακαιτην έκανε πρωτεύουσά του. Το αρχαίο φρούριο γνωστό ως Κάστρουμ Μάρις ξαναχτίστηκε και πήρε την ονομασία Φρούριο του Αγίου Αγγέλου. Οι άμυνες της πόλης ενισχύθηκαν και πολλά νέα κτίρια κατασκευάστηκαν. Το Τάγμα σύντομα ξεκίνησε να κατασκευάζει το δικό του νόμισμα, τομαλτέζικο σκούντο, για τις ανάγκες των συναλλαγών.[1]
Οι Ιωαννίτες συνέχισαν τις δράσεις τους εναντίον των Μουσουλμάνων και ιδιαίτερα τωνΒερβερίνων πειρατών. Παρά το γεγονός ότι είχαν μόνο λίγα πλοία, τράβηξαν γρήγορα την οργή τωνΟθωμανών, οι οποίοι δυσαρεστήθηκαν από την επανεγκατάστασή τους. Τον Ιούλιο του 1551, οθωμανικές δυνάμεις προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το Φρούριο του Αγίου Αγγέλου και αργότερα τηΜεδίνα. Κάποιες μέρες αργότερα κατέλαβαν το Γκόζο και κατέσφαξαν τον τοπικό πληθυσμό, μέρος του οποίου οδήγησαν σε δουλεία. Από εκεί κινήθηκαν εναντίον της Τρίπολης, την οποία κατέκτησαν τον Αύγουστο. Μετά από αυτές τις επιθέσεις, το Τάγμα προσπάθησε να επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση το Γκόζο καινα ενισχύσει τις οχυρώσεις τουΜεγάλου Λιμανιού. Αρκετά φρούρια χτίστηκαν, συμπεριλαμβανομένων τουΑγίου ΈλμουκαιτουΑγίου Μιχαήλ, ενώ η πόλη Σενγκλέα άρχισε να αναπτύσσεται γύρω από το τελευταίο οχυρό.
Κάποια στιγμή, μεταξύ του 1551 και του 1556, ανεμοστρόβιλος έπληξε τη Μάλτακαι κατέστρεψε τουλάχιστον τέσσερις από τις γαλέρες του Τάγματος, ενώ σκότωσε 600 ανθρώπους. Αυτή είναι η χειρότερη φυσική καταστροφή που συνέβη ποτέ στη Μάλτα και ένας από τους πλέον θανατηφόρους ανεμοστρόβιλους στην καταγεγραμμένη ιστορία.[5]
Το 1553, ο Κάρολος Ε΄ προσέφερε άλλη μία πόλη στους Ιππότες, τηνΜεχντία της σημερινής Τυνησίας. Ωστόσο, το Τάγμα αρνήθηκε να πάρει τον έλεγχο της πόλης, δεδομένου ότι επιτροπή που συστάθηκε αποφάσισε ότι θα ήταν πολύ δαπανηρή γιανα διατηρηθεί. Ως εκ τούτου, ο αυτοκράτορας διέταξε τον αντιβασιλέα της Σικελίας, Χουάν ντε Βέγα, να καταστρέψει την Μεχντία, προκειμένου να προληφθεί η κατάληψή της από τους μουσουλμάνους.
[6]ΟΝτε Βέγα πυρπόλησε την πόλη, αλλά θέλοντας να εκδικηθεί τη Μάλτα, γιατημη αποδοχή της, απαγόρευσε την εξαγωγή σίτου στο νησί. Γιανατο αντιμετωπίσει αυτό, ο Μεγάλος Μάγιστρος ΚλωντντεΛαΣανγκλ, έφερε το μηχανικό Βιντσέντζο Βόγκοστη Μάλτα γιατην αναβάθμιση των αλευρόμυλων, προκειμένου ο πληθυσμός ναμη λιμοκτονήσει.[7]
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την πρώτη επίθεση στο νησί, ο Σουλεϊμάν έστειλε το 1565 μια σημαντική δύναμη περίπου 48.000 ανδρών γιανα καταλάβει τη Μάλτα, την οποία κατείχαν περίπου 500 ιππότες και 5.500 στρατιώτες.[3]
Στην αρχή της επίθεσης οι Ιωαννίτες υπέστησαν μεγάλες απώλειες, καθώς οι περισσότερες από τις πόλεις καταστράφηκαν και περίπου οι μισοί ιππότες σκοτώθηκαν. Στις 18 Αυγούστου η θέση των πολιορκημένων είχε επιδεινωθεί περαιτέρω, όμως ο Μεγάλος Μάγιστρος Ζαν Παριζό ντε Βαλέτ αρνήθηκε την πρόταση των συμβούλων τουνα εγκαταλείψουν τηΒιτοριόζακαιτηΣενγκλέα.
Στις 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε μια ακόμα μεγάλη επίθεση, η τελευταία σοβαρή προσπάθεια κατάκτησης, όπως αποδείχθηκε. Ωστόσο, οι απώλειες των τουρκικών δυνάμεων ήταν μεγάλες. Με εξαίρεση το Φρούριο του Αγίου Έλμου, οι οχυρώσεις παρέμεναν άθικτες. Η φρουρά κατάφερνε να επισκευάζει τις ζημιές μέρα και νύχτα. Πολλά από τα οθωμανικά στρατεύματα είχαν ασθενήσει κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, ενώ τα πυρομαχικά καιτα τρόφιμα τους είχαν αρχίσει να μειώνονται.
Την 1η Σεπτεμβρίου οι Οθωμανοί έκαναν την τελευταία τους προσπάθεια, αλλά το ηθικό τους είχε επιδεινωθεί σοβαρά, ενώ οι πολιορκημένοι είχαν αρχίσει να βλέπουν ελπίδες νίκης. Με είδηση ότι έφθασαν ενισχύσεις από τη Σικελία, διέκοψαν την πολιορκία και αποχώρησαν από το νησί στις 8 Σεπτεμβρίου. ΗΜεγάλη Πολιορκία της Μάλτας θεωρείται ως αποφασιστική νίκη των ιπποτών.[8]
Η πολιορκία απεικονίζεται σε τοιχογραφίες τουΜατέο Πέρεςστην Αίθουσα του Αγίου Μιχαήλ και Αγίου Γεωργίου, επίσης γνωστή ως η Αίθουσα του Θρόνου, στοΠαλάτι του Μεγάλου ΜάγιστρουστηΒαλέτα. Τέσσερις από τις αρχικές ελαιογραφίες του, που χρονολογούνται μεταξύ του 1576 και του 1581, βρίσκονται στο Κυβικό Δωμάτιο τουΚουίνς ΧάουζτουΓκρίνουιτς.
Τα επόμενα χρόνια μια νέα πόλη χτίστηκε, ηΒαλέτα, η οποία ονομάστηκε στη μνήμη του Μεγάλου Μαγίστρου, που αντιστάθηκε στην πολιορκία. Έγινε έδρα του Τάγματος το 1571 και παραμένει πρωτεύουσα της Μάλτας μέχρι σήμερα.[9]
Το 1574 επιβλήθηκε στη Μάλτα η Ρωμαιοκαθολική Ιερά Εξέταση, όταν οΠάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ έστειλε τονΠιέτρο Ντουζίνα ως μεσολαβητή του. Αυτή η Ιερά Εξέταση αντικατέστησε την παλιά μεσαιωνική Ιερά Εξέταση, που είχε επιβληθεί από τονΕπίσκοπο του Παλέρμο.[10]
Το 1581 υπήρξε μια κρίση μεταξύ της Γενικής Μονής του Τάγματος καιτου Μεγάλου Μάγιστρου, Ζανντελα Κασιέρ. Αυτή η κρίση κλιμακώθηκε σε ανταρσία στην οποία ολα Κασιέρ έμεινε περιορισμένος στο Φρούριο του Αγίου Αγγέλου, ενώ ο ιππότης Ματιουρά Ρομέγκας εξελέγη νέος Μεγάλος Μάγιστρος. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ έστειλε τον απεσταλμένο τουΓκάσπαρε Βισκόντιγιατην επίλυση της διαφοράς. Ολα Κασιέρ καιο Ρομέγκας κλήθηκαν στη Ρώμη, όμως καιοι δύο έχασαν τη ζωή τους μέσα σε λίγο διάστημα από την άφιξή τους. Έτσι, τον Ιανουάριο του 1582 εξελέγη νέος Μεγάλος Μέγιστρος οΟυγκ Λουμπάνξ ντε Βερντάλ.[11][12]
Μεταξύ του 1610 και του 1615, χτίστηκε τοΥδραγωγείο του Γουινιακούργιατη μεταφορά νερού από τηνΝτίνγκλικαιτοΡαμπάτ προς την πρωτεύουσα Βαλέτα. Αυτό το υδραγωγείο παρέμεινε σε χρήση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα καιοι περισσότερες από τις καμάρες του σώζονται έως σήμερα.[13]
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του δέκατου έβδομου αιώνα οι οχυρώσεις της Μάλτας βελτιώθηκαν. Μεγάλα μέρη της Ακρόπολης του Γκόζο ανακατασκευάστηκαν μεταξύ του 1599 και του 1622. Τις δεκαετίες του 1630 και 1640 η περιοχή του Μεγάλου Λιμανιού ενισχύθηκε από την κατασκευή τουΤείχους ΦλοριάνακαιΤείχους Αγία Μαργατίτα, που περιέκλεισαν περιοχές της Βαλέτας, της Βιτοριόζας και της Σενγκλέας. Αργότερα, ταΤείχη Κοτονέρα χτίστηκαν γύρω από τα Τείχη της Αγίας Μαργαρίτας, μεταξύ του 1670 και του 1680. Λόγω της έλλειψης κονδυλίων, τα τείχη Αγίας Μαργαρίτας και Κοτονέρα παρέμειναν ημιτελή για πολλά χρόνια. Στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα χτίστηκε τοΦρούριο Ρικάζολιγιανα προστατεύει την είσοδο του Μεγάλου Λιμανιού, ενώ τα Φρούρια του Αγίου Έλμου και Αγίου Αγγέλου ενισχύθηκαν.
Παρά τις σημαντικές οχυρώσεις στην περιοχή του λιμανιού, από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ακτογραμμής ήταν ακόμα σε μεγάλο βαθμό απροστάτευτο. Το 1605, οΠύργος Γκάρτζες χτίστηκε στο νησί Γκόζο. Τα επόμενα χρόνια, οΑλόφ ντε Γουινιακούρ συνέχισε την αναβάθμιση των παράκτιων οχυρώσεων μετην οικοδόμηση τωνΠύργων Γουινιακούρ, που αποτελούνταν από έξι προμαχώνες. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Μεγάλου Μάγιστρου Τζιοβάνι Πάολο Λασκάριςμια σειρά από μικρότεροι πύργοι χτίστηκαν επίσης. Ο διάδοχός τουΜαρτίν ντε Ρεντίν έχτισε μια σειρά από παρόμοιους πύργους. Ο τελευταίος παράκτιος πύργος που χτίστηκε ήταν οΠύργος Ιζόπου, που κατασκευάστηκε το 1667 κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης τουΝικολά Κοτονέρ.[14]
Το 1693, ένας σεισμούς κατέστρεψε πολλά κτίρια στη Μάλτα, ιδιαίτερα στην πρώην πρωτεύουσα Μεδίνα. Ο καθεδρικός ναός της πόλης, ο οποίος είχε χτιστεί κατά τη διάρκεια της νορμανδικής κατοχής της Μάλτας, κατεδαφίστηκε, ενώ ένας νέος μπαρόκ καθεδρικός ναός χτίστηκε στη θέση του λίγα χρόνια αργότερα.[15]
Στο δέκατο έβδομο και στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα, το ναυτικό του Τάγματος ήταν στο αποκορύφωμα της ακμής του. Το Τάγμα, συνήθως μαζί με άλλες ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις, συμμετείχε σε ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, όπως στοΠεριστατικό της 28η Σεπτεμβρίου 1644 ή στηνΜάχη των Δαρδανελίων, το 1656. Συμμετείχε επίσης στηΝαυμαχία της Ναυπάκτου, το 1571, υπό τη διοίκηση τουΙωάννη της Αυστρίας. Η πειρατεία έγινε, επίσης, ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας της Μάλτας μέχρι τις αρχές του της δεκαετίας του 1700.[16]
Από το 1714 και μετά πραγματοποιήθηκαν πολλά οχυρωματικά έργα στις ακτές της Μάλτας καιτου Γκόζο.[18] Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τοΦρούριο Σαμπρέστο Γκόζο καιτοΦρούριο ΤιγκνέστοΜαρσαμξέτ.
Καθ΄ όλη τη διάρκεια του δέκατου όγδοου αιώνα, ημπαρόκ αρχιτεκτονική παρέμεινε δημοφιλής στη Μάλτα. Αυτό συνδέθηκε καιμε τους Μεγάλους Μάγιστρους Αντόνιο Μανοέλ ντε ΒιλιένακαιΜανοέλ Πίντο ντε Φονσέκα, οι οποίοι ήταν Πορτογάλοι. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης τουτουντε Βιλιένα, η πόλη της Μεδίνας ανακαινίστηκε σημαντικά σε μπαρόκ ρυθμό.[19] Άλλες σημαντικές μπαρόκ δομές που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης τουντε Βιλιένα περιλαμβάνουν τοΦρούριο ΜανοέλκαιτοΘέατρο Μανοέλ. Η πόλη της Φλοριάνα, επίσης, άρχισε να αναπτύσσεται αυτή την εποχή μεταξύ των Τειχών Φλοριάνα και της Βαλέτας, ενώ της δόθηκε ο τίτλος Μπόργκο Βιλιένα από τον Μεγάλο Μέγιστρο. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Πίντο, η οποία διήρκεσε από το 1741 ως το 1773, ο μπαρόκ ρυθμός παρέμεινε ισχυρός. Τυπικά κτίρια από αυτή την εποχή περιλαμβάνουν τοΑουμπέρτζε ντε ΚαστίλεκαιτηνΠροκυμαία της Βαλέτας.[20]
Το 1749, συνέβη ηΣυνωμοσία των Σκλάβων, στην οποία Τούρκοι δούλοι σχεδίαζαν να εξεγερθούν καινα δολοφονήσουν τον Πίντο. Όμως η εξέγερση καταστάλθηκε πριν ξεκινήσει, καθώς τα σχέδιά τους διέρρευσαν στο Τάγμα.
Το 1753, ο Πίντο διακήρυξε την πλήρη κυριαρχία του Τάγματος της Μάλτας, με αποτέλεσμα να έρθει σε αντιπαράθεση μετοΒασίλειο της Σικελίαςτουβασιλιά Καρόλου. Η διαμάχη έληξε ένα χρόνο αργότερα, στις 26 Νοεμβρίου 1754, όταν η Σικελία καιτο Τάγμα επέστρεψαν σε κανονικές διμερείς σχέσεις. Παρά το γεγονός αυτό η Σικελία δεν ασκούσε πλέον κανένα έλεγχο επί των μαλτέζικων νησιών και ουσιαστικά το Τάγμα είχε γίνει ένα κυρίαρχο κράτος.[21]
Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του δέκατου έβδομου αιώνα, το Τάγμα παρουσίασε σταθερή παρακμή. Αυτό οφείλεται σεμια σειρά από παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πτώχευσης που έφερε η διακυβέρνηση τουΜανουέλ Πίντο ντε Φονσέκα, που αποστράγγισε τα οικονομικά του Τάγματος. Εξαιτίας αυτού, το Τάγμα έγινε αντιδημοφιλής ανάμεσα στους Μαλτέζους πολίτες.
Το 1775, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης τουΦρανσίσκο Χιμένες ντε Τεξάδα, συνέβη μια εξέγερση, γνωστή ως Εξέγερση των Ιερέων. Οι αντάρτες κατάφεραν να καταλάβουν το Φρούριο του Αγίου Ελμού καιτοΚάβαλιερ του Αγίου Ιακώβου, όμως η εξέγερση κατεστάλη και μερικοί από τους ηγέτες εκτελέστηκαν, ενώ άλλοι φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν.[22]
Το 1792, οι κτήσεις του Τάγματος στη Γαλλία κατασχέθηκαν από το κράτος λόγω της Γαλλικής Επανάστασης, που οδήγησε το ήδη πτωχευμένο Τάγμα σεμια ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κρίση. Όταν ο Ναπολέων αποβιβάσθηκε στη Μάλτα τον Ιούνιο του 1798 οι ιππότες θα μπορούσαν να εισέλθουν σεμια μακρά πολιορκία, όμως παρέδωσαν το νησί σχεδόν αμαχητί.[23]Οι Γάλλοι κατείχαν τη Μάλτα μέχρι το 1800, όταν εκδιώχθηκαν από Μαλτέζους επαναστάτες, υποβοηθούμενος από τηΜεγάλη Βρετανία. Η Μάλτα, έτσι, έγινε ένα βρετανικό προτεκτοράτοκαι, παρόλο πουηΣυνθήκη της Αμιένης δήλωνε ότι θα έπρεπε να παραδοθεί πίσω στο Τάγμα των Ιωαννιτών, αυτό δεν υλοποιήθηκε. Όταν ο νέος Μεγάλος Μάγιστρος Τζιοβάνι Μπατίστα Τομάζι απαίτησε από τονΒρετανό Πολιτικό ΕπίτροποΑλεξάντερ Μπολνατου επιστρέψει τοΠαλάτι του Μεγάλου Μέγιστρου, οΜπολ απάντησε στις 2 Μαρτίου 1803 ότι η Βρετανία θα συνέχιζε να κατέχει στρατιωτικά το νησί και ότι το παλάτι δεν ήταν δυνατόν να εκκενωθεί, καθώς σε αυτό στεγάζονταν Βρετανοί δημόσιοι υπάλληλοι.
Η Μάλτα τελικώς έγινε μιαβρετανική αποικία, το 1813, και παρέμεινε με αυτό το καθεστώς ως την ανεξαρτησία της το 1964. Τα μέλη του τάγματος διασκορπίστηκαν σε όλη την Ευρώπη, όμως στις αρχές του 19ου αιώνα οργανώθηκε εκ νέου γιατη μετάδοση ανθρωπιστικών και θρησκευτικών αξιών. Το 1834, το Τάγμα, που έγινε γνωστό ως τοΚυρίαρχο Στρατιωτικό Τάγμα της Μάλτας καθιέρωσε την έδρα τουστηνπρώην πρεσβεία τουστηΡώμη, όπου παραμένει εκεί ως ημέρα.
↑Zammit, Vincent (1992). Il-Gran Mastri - Ġabra ta' Tagħrif dwar l-Istorja ta' Malta fi Żmienhom - It-Tieni Volum 1680-1798. Valletta, Malta: Valletta Publishing & Promotion Co. Ltd. σελίδες 405–406.