Κατηχητής (από τα: κατηχώ + -της,[1]αγγλικά: Catechist) είναι αυτός όπου παρέχοντας μία σύνοψη ενός δόγματος ή θρησκείας εισάγει παιδιά αλλά και ενηλίκους σταΜυστήριαπου παραδοσιακά χρησιμοποιούνται στηνχριστιανική θρησκευτική διδασκαλία τόσο με λόγια όσο καιμε παραδείγματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό συμβαίνει σεκατηχητικά σχολεία.
Τονα κατηχείς σημαίνει να διδάσκεις, καιπιο συγκεκριμένα, να διδάσκεις από στόμα σε στόμα.[2]Πριν από τηΔεύτερη Σύνοδο του Βατικανού, οι επικεφαλής κατηχιστές της Καθολικής Εκκλησίαςστο επίπεδο της ενορίας ήταν ιερείς, θρησκευτικοί αδελφοί ή καλόγριες. Από τα τέλη του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα στηνΕυρώπηκαιτηνΑμερική, όλο και περισσότερο ο ρόλος του ενοριακού κατηχητή έχει αναληφθεί από τους καθολικούς λαούς. Εκτός από τις δραστηριότητες στηνενορία, η κατήχιση πραγματοποιείται επίσης σε καθολικά σχολεία μέσω πιο επίσημων μαθημάτων ως μέρος του προγράμματος σπουδών.[3]
Η μορφή ερωτήσεων-απαντήσεων του κατηχισμού, με σκοπό την εκπαίδευση των παιδιών, ήταν μια μορφή που υιοθετήθηκε από τις διάφορες προτεσταντικές ομολογίες σχεδόν από την αρχή της Μεταρρύθμισης.[4]
Μεταξύ των πρώτων έργων της Μεταρρύθμισης ήταν η παραγωγή κατηχιών που διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τις παλαιότερες παραδόσεις τουΚύριλλου της ΙερουσαλήμκαιτουΑυγουστίνου. Αυτοί οι κατηχισμοί έδειξαν ιδιαίτερο θαυμασμό προς την άποψη τουΧρυσοστόμουγιατην οικογένεια ως «μικρή εκκλησία» και έθεσαν ισχυρή ευθύνη σε κάθε πατέρα να διδάξει τα παιδιά του, προκειμένου να τους αποτρέψει από τονατα βαφτίσουν ή να έλθουν στο "τραπέζι του Κυρίου" αν ως ώρας αγνοούν το δόγμα βάσει του οποίου αναμένεται να ζήσουν ως Χριστιανοί.[4]
Ωστόσο, δεν αρκεί να κατανοήσουν καινα απαγγείλουν μέρη (αυτών που έμαθαν) μόνο ως λόγια, αλλά οι νέοι θα πρέπει επίσης να παραβρεθούν στο κήρυγμα, ειδικά κατά τη διάρκεια του χρόνου που είναι αφιερωμένος στον κατηχισμό, ώστε να μπορούν νατο ακούσουν να εξηγείται και μπορεί να μάθουν να καταλαβαίνουν τι περιέχει κάθε μέρος, ώστε να είναι σε θέση νατο απαγγέλλει όπως το έχουν ακούσει και όταν τους ζητηθεί, να δώσουν μια σωστή απάντηση, έτσι ώστε το κήρυγμα ναμην είναι χωρίς κέρδος και άκαρπο.[5]
ΟΙωάννης Καλβίνος παρήγαγε κατηχισμό στηΓενεύη (1541), ο οποίος υποβλήθηκε σε δύο σημαντικές αναθεωρήσεις (1545 και 1560). Ο στόχος του Καλβίνου όταν έγραψε το βιβλίο κατηχισμού του 1545 ήταν να ορίσει ένα βασικό μοτίβο δόγματος, το οποίο θα μιμούνταν άλλους κατηχιστές, οι οποίοι δενθα επιβεβαίωναν τοπικές διακρίσεις ή θα ασχολούνταν με αμφιλεγόμενα ζητήματα, αλλά θα χρησίμευαν ως πρότυπα αυτού που αναμενόταν να διδαχτεί από χριστιανούς πατέρες και άλλους δασκάλους παιδιών στην εκκλησία. Ο κατηχισμός οργανώνεται στα θέματα της πίστης, του νόμου, της προσευχής καιτων μυστηρίων.[4]
ΟιΆγγλοι Καλβινιστικοί Βαπτιστές ή Αναμορφωμένοι Βαπτιστές υιοθέτησαν τους Μεταρρυθμισμένους κατηχισμούς, τροποποιώντας τους ώστε να αντικατοπτρίζουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά μετη φύση της εκκλησίας καιτο μυστήριο του βαπτίσματος. Το 1680, ο Επίσκοπος Βαπτιστών Χέρκιουλης Κόλινς δημοσίευσε τη δική του αναθεώρηση του Κατηχισμού της Χαϊδελβέργης. Αργότερα, η Γενική Συνέλευση του 1677 υιοθέτησε έναν κατηχισμό που βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στον Συντομότερο Κατηχισμό τουΟυέστμινστερ. Ωστόσο, αυτός ο κατηχισμός δεν δημοσιεύθηκε ως καιτην ψήφιση της Πράξης Ανοχής του 1689.[6][7]
ΣτονΚαθολικισμό, η απόφαση για δημοσίευση κατηχισμού ελήφθη στη δεύτερη έκτακτη γενική συνέλευση της Συνόδου των Επισκόπων που συγκλήθηκε από τονΠάπα Ιωάννη Παύλο Β' στις 25 Ιανουαρίου 1985 για την 20ή επέτειο της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανούκαιτο 1986, έθεσε επιτροπή αποτελούμενη από 12 επίσκοπουςκαικαρδινάλιουςπου ήταν υπεύθυνοι γιατο έργο.[8]
Το κείμενο εγκρίθηκε από τον Ιωάννη Παύλο Β' στις 25 Ιουνίου 1992 και εκδόθηκε από τον ίδιο στις 11 Οκτωβρίου 1992, την 30ή επέτειο της Δεύτερης Συνόδου του Βατικανού.[8]Ο Καρδινάλιος Τζόρτζις Κότιερ (25 Απριλίου1922 – 31 Μαρτίου2016), ομότιμος θεολόγος τουΠοντιφικού Οίκου και αργότερα ο βασικός διάκονος τουΣάντι Ντομένικο εΣίστο (λατινικά: Santi Domenico e Sisto), του Ποντιφικού Πανεπιστημίου του Αγίου Θωμά (αγγλικά: Pontifical University of Saint Thomas Aquinas), είχε επιρροή στη σύνταξη της εγκυκλίου.[9]
ΣτηνΕλλάδα, ο κατηχησμός στις μεγάλες πόλεις (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκηκ.α.) διεξάγεται είτε από θεολόγο είτε από απόφοιτο Φροντιστηρίων Υποψήφιων Κατηχητών[10]σε κατηχητικούς χώρους οι οποίοι βρίσκονται είτε εντός είτε σε πνευματικό κέντρο τουναούκαι διεξάγεται συνήθως μετά τηνΘεία Λειτουργεία της Κυριακής.[11]Σεκωμοπόλειςκαιχωριά πολλές φορές το κατηχητικό μπορεί να διεξαχθεί και από ιερείς.[12]
↑Mews, John. The Digest of English Case Law Containing the Reported Decisions of the Superior Courts: And a Selection from Those of the Irish Courts [from 1557] to the End of 1897. Sweet and Maxwell. 1898. Volume 12.