Ένας κοντοτιέρος διοικούσε μιαΕλεύθερη Εταιρεία, η οποία ουσιαστικά έκλεινε συμβόλαιο μετον άρχοντα της εκάστοτε δύναμης, πουθα υπηρετούσε. Τέτοιες εταιρείες μισθώνονταν από τις ιταλικές πόλεις, τονΠάπακαι μερικές φορές από ξένες δυνάμεις, όπως ηΓαλλία. Οι πρώτοι κοντοτιέροι ήταν ξένοι, ενώ Ιταλοί εμφανίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα. Δυνάμεις διοικούμενες από κοντοτιέρους υπήρχαν μέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, οπότε καιταευρωπαϊκά κράτη οδηγήθηκαν στη δημιουργία εθνικών στρατών.
Ο όρος condottiere ή condottiero προέρχεται ετυμολογικά από τη λέξη condotta, δηλαδή το συμβόλαιο μεταξύ του κοντοτιέρου και της πόλης πουθα υπηρετούσε.[1] Επομένως, condottiero σήμαινε κυριολεκτικά εργολάβος ή επιχειρηματίας.[2] Σήμερα, ωστόσο, στα ιταλικά η λέξη
χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε στρατιωτικό ηγέτη, όχι μόνο μισθοφόρο. Επιπλέον, στα σύγχρονα αγγλικάο όρος προσδιορίζει γενικά τον μισθοφόρο.
Από τον ύστερο Μεσαίωνακαι έπειτα, σχεδόν όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί απαρτίζονταν από ξένους μισθοφόρους.[1]ΣτηνΙταλία, κατά τα τέλη του 13ουκαιτου 14ου αιώνα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι κατάγονταν από περιοχές όπως ταΒαλκάνια, τηΓερμανία ή τηΓαλλία.[1]Η πρώτη ελεύθερη εταιρεία μισθοφόρων ήταν καταλανική,[3] αλλά η πρώτη καλά οργανωμένη εταιρεία ήταν αυτή του Γερμανού Βέρνερ φον Ούρσλινγκεν: η λεγόμενη Μεγάλη Εταιρεία αποτελούνταν κυρίως από ΓερμανούςκαιΟύγγρους πολεμιστές,[3] ενώ χρηματοδοτούνταν από τηνΙωάννα Α' της Νάπολης. Αργότερα, υπό την ηγεσία τουΠροβηγκιανούΦρα Μοριάλε, λεηλάτησε τις περιοχές της Ούμπριαςκαι της Τοσκάνης. Κατά τη διάρκεια των διάφορων ανακωχών τουΕκατονταετούς Πολέμου πολλοί Άγγλοικαι Γάλλοι πολεμιστές αναζήτησαν την τύχη τους ως μισθοφόροι.[1]Σεμια από τις ανακωχές αυτές, λίγο μετά το1360, ήρθε στην Ιταλία ο Άγγλος Τζων Χώκγουντ, ίσως ο σπουδαιότερος μη Ιταλός κοντοτιέρος. Αποκαλούμενος Τζιοβάνι Ακούτο, υπηρέτησε τηνΠαποσύνηκαι διάφορα ιταλικά κράτη για τριάντα χρόνια.[3]
Τον 14ο αιώνα, οι Ιταλοί άρχισαν να σχηματίζουν τις δικές τους εταιρείες[3]και μέχρι τον επόμενο αιώνα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι ήταν ιταλικής καταγωγής.[1]Η πρώτη ελεύθερη εταιρεία με Ιταλό αρχηγό ιδρύθηκε το1339 από τονΛοντρίσιο Βισκόντικαι ονομαζόταν Εταιρεία του Αγίου Γεωργίου. Το1377οΑλμπέρικο ντα Μπαρμπαριάνο ίδρυσε μια εταιρεία μετο ίδιο όνομα. Οι στρατιωτικοί της περιόδου αυτής προέρχονταν από διάφορα κοινωνικά στρώματα, αλλά η πλειονότητα ήταν ευγενείς.[1] Σύντομα άρχισαν να κατακτούν περιοχές γιατον εαυτό τους καιστη συνέχεια αποκτούσαν επίσημους τίλους. Από τον 14ο αιώνα, επίσης, άρχισε η δράση ναυτικών μισθοφόρων, των λεγόμενων assentisti. Υπέγραφαν συμβόλαια όπως οι κοντοτιέροι και μισθώνονταν κυρίως από τηΓένοβακαιτονΠάπα.
Στις αρχές του 15ου αιώνα αναδείχτηκαν οΜούτσιο ΣφόρτσακαιοΜπράτσιο ντα Μοντόνε, "μαθητές" του Αλμπέρικο ντα Μπαρμπαριάνο.[4]Οι δύο αυτοί κοντοτιέροι, εχθροί μεταξύ τους, τελειοποίησαν την οργάνωση των ελεύθερων εταιρειών. Ο γιος του Μούτσιο, Φραντσέσκο, έγινε ΔούκαςτουΜιλάνοτο1450και θεωρείται ένας από τους πιο επιτυχημένους κοντοτιέρους όλων των εποχών.[3] Πολλοί κοντοτιέροι πλέον, ήταν άρχοντες μικρών ανεξάρτητων κρατιδιών. Μη διαθέτοντας πολλά οικονομικά μέσα, έθεταν τους πολεμιστές τους στη διάθεση μεγαλύτερων δυνάμεων, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη.[1] Παραδείγματα τέτοιων κοντοτιέρων ήταν οΣιγισμόνδος Παντόλφο ΜαλατέστατουΡίμινικαιοΦεντερίκο ντα ΜοντεφέλτροτουΟύρμπινο.
Από τον 15ο αιώνα κι ύστερα, οι περισσότεροι κοντοτιέροι ήταν ακτήμονες ευγενείς, οι οποίοι είχαν επιλέξει το επάγγελμα του στρατιωτικού. ΟΤζιοβάνι ντάλε Μπάντε Νέρε, ο τελευταίος μεγάλος κοντοτιέρος, ανήκει στην κατηγορία αυτή. Κατά τα τέλη του ίδιου αιώνα, τα μεγάλα ιταλικά κράτη είχαν απορροφήσει τα μικρότερα κρατίδια, ενώ ηιταλική χερσόνησος έγινε θέατρο πανευρωπαϊκών συγκρούσεων. Οι κοντοτιέροι αδυνατούσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και σταδιακά έχασαν την παλαιότερη αίγλη τους.[3]Οι κοντοτιέροι συνέχισαν να χρησιμοποιούν πεπαλαιωμένο εξοπλισμό, την ίδια στιγμή πουοι άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις στρέφονταν σε νέα όπλα, όπως τοαρκεβούζιο.
Κοντοτιέροι συνέχισαν να μισθώνονται μέχρι καιτον 17ο αιώνα. Ωστόσο, τόσο η στρατηγική που ακολουθούσαν, όσο καιο εξοπλισμός που διέθεταν, οδήγησαν στην καταστροφή τους. Γενικά, μισθοφόροι συνέχισαν να χρησιμοποιούνται από τους Ευρωπαίους μονάρχες μέχρι τηΓαλλική Επανάσταση, αλλά αυτοί δεν είχαν τα χαρακτηριστικά των Ιταλών κοντοτιέρων.
Ο κοντοτιέρος υπέγραφε μετην ενδιαφερόμενη πόλη ένα συμβόλαιο (condotta), μετο οποίο κανονιζόταν η περίοδος υπηρεσίας (ferma). Όταν αυτή τελείωνε, ακολουθούσε η περίοδος αναμονής (aspetta), κατά την οποία η πόλη αναθεωρούσε την ανανέωση του συμβολαίου. Ανδε αυτό δεν πραγματοποιούνταν, ο κοντοτιέρος καιη εταιρεία του αποδεσμευόταν. Δεν επιτίθετο, ωστόσο, στον πρώην εργοδότη του, τουλάχιστον για δύο χρόνια,[εκκρεμεί παραπομπή] ένα έθιμο που ήταν σχεδόν πάντα σεβαστό.
Οι περισσότεροι μισθοφόροι υπό τους κοντοτιέρους πολεμούσαν με βαρύ εξοπλισμό. Πολεμούσαν ως ιππείς, σε αντιδιαστολή με τους διάσημους Ελβετούς μισθοφόρους, οι οποίοι πολεμούσαν πεζοί.[3] Αρχικά, τη μικρότερη μονάδα ενός μισθοφορικού στρατού κοντοτιέρου αποτελούσε το λεγόμενο barbuta, δηλαδή ένας ιππότης και ένας λοχίας.[7]Στα τέλη του 14ου αιώνα, επικράτησε ένα διαφορετικό σύστημα, στο οποίο μία bandiera αποτελούνταν από 25 πολεμιστές.[8]
Οι κοντοτιέροι ήταν περισσότερο διευθυντές επιχειρήσεων, παρά στρατιωτικοί αρχηγοί. Έτσι, δεν διακινδύνευαν στις μάχες τον πανάκριβο οπλισμό τους ούτε και τους υπαλλήλους τους, πουμε τόσα έξοδα είχαν εκπαιδεύσει. Απεύφεγαν τις μάχες εκ παρατάξεως και τις χειμερινές εκστρατείες,[9] ενώ συχνά λεηλατούσαν τους πληθυσμούς της υπαίθρου.[10]Οι εκστρατείες στις οποίες λάμβαναν μέρος, τερματίζονταν συνήθως με κάποιο επιδέξιο χειρισμό και όχι με άμεση σύγκρουση.[2]Η αιματοχυσία ήταν κάτι το ασυνήθιστο σε πολέμους μεταξύ κοντοτιέρων, οι οποίοι μάλιστα δε δίσταζαν να αλλάζουν πλευρές, σύμφωνα με οικονομικά κριτήρια.[3]ΟΜακιαβέλι, στο έργο τουΟ Ηγεμών, αποδοκιμάζει τους κοντοτιέρους ως αναξιόπιστους, αφού κοιτάζουν το προσωπικό τους συμφέρον.[11]Στην πραγματικότητα, εφόσον οι μισθοί πληρώνονταν κανονικά, οι κοντοτιέροι ήταν πιστοί στον εργοδότη τους.[1]Οι ίδιοι οι πολεμιστές, μολοταύτα, ήταν γνωστοί γιατην αρπακτική και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά τους.[3]