Ο Σαλβατόρε Λουκάνια γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίουτου1897στηΣικελία ως ένα από τα πέντε παιδιά ενός ανθρακωρύχου και της συζύγου του. Η φτώχεια ώθησε τη φαμίλια να μεταναστεύσει στον Νέο Κόσμο το1906, μετον Σαλβατόρε να μεγαλώνει στοΜανχάτανκαινα πιάνει αμέσως «δουλειά». Χωρίς να μιλά αγγλικά, το σχολείο φάνταζε γι’ αυτόν πολυτέλεια, γι’ αυτό και αποφάσισε να μάθει πώς να επιβιώνει στους δρόμους της υποβαθμισμένης συνοικίας του Μανχάταν όπου ζούσε. Στα δέκα του συνελήφθη για πρώτη φορά για µικροκλοπές, ενώ ξεκίνησε καιτο πρώτο δίκτυο «προστασίας»: για µία-δύο δεκάρες συνόδευε τους Εβραίους συµµαθητές τουπου συχνά έπεφταν θύµατα αντισηµιτικής βίας. Από τη δράση του αυτή γνώρισε ένα εβραιόπουλο, τον επίσης δεκάχρονο Μέγερ Λάνσκι, ο οποίος ξυλοκοπούσε αυτούς πουτον πείραζαν. Το αποτέλεσµα ήταν τα δύο 10χρονα αγόρια, ο Σικελός καιο Εβραίος, να γίνουν αδελφικοί φίλοι. Στην ισόβια συνεργασία τους στηρίχτηκε σε µεγάλο βαθµό η γιγάντωση της υπερατλαντικής «Κόζα Νόστρα».
Ο Λουκάνια εγκατέλειψε οριστικά τις σχολικές περιπέτειες το1914γιανα εμπλακεί με ακόμη μεγαλύτερη προσήλωση στο έγκλημα. Την ώρα που έπιασε δουλειά ως πωλητής σε πιλοποιείο, οργάνωνε αργά αλλά σταθερά την άνοδό τουστην ιεραρχία του οργανωμένου εγκλήματος. Ο έφηβος πια Λουτσιάνο γνωρίζεται αυτή την εποχή καιμετον άλλο παντοτινό συνεργάτη του, τον επίσης Εβραίο μικροκακοποιό Μπέντζαμιν «Μπάγκσι» Σίγκελ, μετη ζοφερή τριανδρία να πιάνει δουλειά στο συνδικάτο εγκλήματος του «νονού» Τζουζέπε Μασερία («Τζοτο Αφεντικό»).
Το1916 βρίσκει τον 19χρονο Λουκάνια ηγέτη της θρυλικής συµµορίας των Five Points, αλλά και «απόφοιτο» τουαναµορφωτηρίου, όπου είχε καταλήξει για υπόθεση ναρκωτικών καθώς πιάστηκε να πουλά ηρωίνη. Η αστυνοµία προσπάθησε νατονεµπλέξει σε σειρά τοπικών ξυλοδαρµών και φονικών, αλλά οι υποθέσεις δεν έφτασαν ποτέ στο δικαστήριο. Έτσι, η φήµητου ως «σκληρού» µεγάλωνε συνέχεια στη Νέα Υόρκη. Κάπου εκεί ο Λουκάνια γνωρίστηκε μετονΆρνολντ Ρόθσταϊν. Ο Ρόθσταϊν ήταν Εβραίος, μορφωμένος, με επιχειρηματικό μυαλό καιμε εμπειρία στην πολιτική, μαθαίνοντας στον Λουτσιάνο να αντιμετωπίζει το έγκλημα ως επιχείρηση. Μετην έναρξη της Ποτοαπαγόρευσης, ο Ρόθσταϊν καιο Λουκάνια στράφηκαν στο παράνομο εμπόριο αλκοόλ και, μαζί μετον Μέγερ Λάνσκι, έγιναν διαβόητοι λαθρέμποροι ουίσκι. Σύντομα ο Λουτσιάνο καιο Λάνσκι ανεξαρτητοποιηθηκαν από τον Ρόθσταϊν και ξεκίνησαν τις δικές τους επιχειρήσεις λαθρεμπορίου. Στενοί του συνεργάτες αναδείχθηκαν οι πολλοί ανερχόμενοι νεαροί μαφιόζοι σαντονΜπάγκσι Σίγκελ, τονΦρανκ ΚοστέλοκαιτονΒίτο Τζενοβέζε[2]. Μέχρι την δολοφονία του Ρόθσταϊν το 1928, ο Λουτσιάνο καιη παρέα του είχαν γίνει κυρίαρχοι ενός μεγάλου μέρους της Νέας Υόρκης.
Αυτές τουοι επιτυχίες τουτον έφεραν σύντοµαστην κορυφή της ισχυρότερης «φαµίλιας» στη χώρα, µε «αρχινονό» τον Τζουζέπε "Τζοτο Αφεντικό" Μασερία: εκείνος όµως απεχθανόταν τους Σικελούς και προσπάθησε το1929να βγάλει τον φιλόδοξο «ντον» από τη µέση. Τότε βαπτίστηκε ο Λουκάνια «Τυχερός Λουτσιάνο»: ανκαιοι µπράβοι του Μασερία τον ξυλοκόπησαν ανελέητα καιτον µαχαίρωσαν στο πρόσωπο πάνω από δέκα φορές, εκείνος επέζησε µε µερικές ουλές και ένα ισοβίως «κρεµασµένο» µάτι. Όταν αργότερα θα γινόταν Κάπο, οι ουλές τουκαιτο μάτι θα γίνονταν συνώνυμα του τρόμου[3]. Επίσης επέζησε από «απαγωγή» όταν άγνωστοι τον έβαλαν σε ένα αμάξι καιτον βασάνισαν και σύμφωνα με τις πηγές ήταν η οικογένεια ενός αστυνομικού, του οποίου η κόρη είχε ερωτευτεί τον Λουτσιάνο. Ο ίδιος όχι μόνο δεν αντιπαθούσε το παρατσούκλι του αλλά διέδωσε το θρύλο του λέγοντας συχνά ότι ήταν το μόνο μέλος της Μαφίας που «πήγε βόλτα» (εννοώντας την απαγωγή) και επέστρεψε ζωντανός[4].
Ο τρόπος που ανέβηκε στην εξουσία ο Λουτσιάνο ήταν εξίσου κινηματογραφικός και συνέτεινε στη μεγάλη του φήμη. Γιανα πετύχει το σκοπό του σκότωσε διαδοχικά δύο Κάπο των Τζενοβέζε. Αρχικά συµµάχησε µυστικά µετον δεύτερο σε ισχύ «νονό» Σαλβατόρε Μαραντζάνοστοναιµατηρό εµφύλιο «πόλεµοτων Καστελαµαρέζε» που κράτησε δύο χρόνια. Τον Απρίλιο του1931, ο Λουτσιάνο µαζί µετον Σίγκελ εκτέλεσαν τον Μασερία σε µία συνάντηση και πλέον ο Λουτσιάνο ήταν τοΝο 2 της υπερσπείρας, πίσω μόνο από τον Μαρατζάνο. Ο αρχινονός Μαραντζάνο σύντομα τον είδε ως απειλή και έβαλε νατον βγάλουν από τη μέση, αλλά ο Λουτσιάνο τον πρόλαβε. Το Σεπτέμβριο του 1931, ο Λουτσιάνο έστειλε εκτελεστές ντυμένους σαν πράκτορες τουFBI, μπήκαν στο κτήριο του Μαραντζάνο χωρίς να συναντήσουν αντίσταση καιτον δολοφόνησαν μαζί μετο συνεργάτη του. Έτσι ο Λουτσιάνο απέκτησε τον απόλυτο έλεγχο. Μαζί µετονΑλ ΚαπόνεστοΣικάγο, ήταν πλέον οι βασιλιάδες του οργανωµένου εγκλήµατος: το αλκοόλ νοµιµοποιήθηκε και πάλι, αλλά η πορνεία, ταναρκωτικά, η προστασία, ητοκογλυφίακαιο τζόγος παρέµειναν «δοβλέτια» της Μαφίας.
Όπως καιοΑλ Καπόνε, ο «Σηµαδεµένος», έτσι καιο Λουτσιάνο δεν ήταν συµβατικός αρχινονός: υπό την ηγεσία του κατέρρευσαν τα εθνικά κριτήρια «στρατολόγησης» καιη Μαφία έπαψε να είναι ιταλική υπόθεση. Ταυτόχρονα, οι δύο γκάνγκστερ άρχισαν να χρησιµοποιούν τα συσσωρευµένα πλούτη τους γιανα αγοράσουν πολιτική επιρροή, να διεισδύσουν στα εργατικά συνδικάτα (λιµενεργάτες, φορτηγατζήδες, αχθοφόροι κ.ά.) καιγιανα κρατήσουν µακριά τους τις λαβίδες του νόµου: είναι χαρακτηριστικό πως το νεοσυσταθέν FBIτουΤζέι Έντγκαρ Χούβερδεν ασχολήθηκε καθόλου µετη Μαφία, προτιµώντας να καταδιώκει καινα δολοφονεί µεµονωµένους ληστές τραπεζών σαντονΤζον Ντίλιντζερκαιτο ζεύγος Μπόνι και Κλάιντ.
Ο Λάκι Λουτσιάνο μεταμόρφωσε τη Μαφία από συμμορία κακοποιών σε πανεθνική οργάνωση βασισμένη σε νόμιμες επιχειρήσεις-βιτρίνα. Ο ιταλικής καταγωγής αμερικανός «νονός» του οργανωμένου εγκλήματος έμελλε να περάσει στα εγκληματολογικά κιτάπια ως ο απόλυτος αρχιτέκτονας του σύγχρονου οργανωμένου εγκλήματος, ενορχηστρώνοντας τη στροφή του υπόκοσμου σε νόμιμη πια εμπορική δραστηριότητα. Κι έτσι η μοντέρνα πλέον αμερικανική Μαφία μεταμορφώθηκε οργανωτικά και επιχειρησιακά μέσα σε μία νύχτα κάτω από τη σιδηρά και αιμοβόρα ηγεσία του Τσαρλς Λουτσιάνο, ο οποίος μοίρασε στις λεγόμενες Πέντε Οικογένειες ολόκληρη την πόλη της Νέας Υόρκης, στήνοντας τον θρύλο της υπερατλαντικής Κόζα Νόστρα. Πλέον, ο Λάκι Λουτσιάνο ζούσε βασιλικά: διέμενε στο υπερπολυτελές συγκρότημα Waldolf Towers της Νέας Υόρκης (με ψευδώνυμο Τσαρλς Ρος) καιμετο άφθονο παραδάκι του περνούσε άνετα γιατον μεγαλοεπιχειρηματία που παρίστανε πως ήταν, κάτι που επιβεβαίωναν τα πανάκριβα κοστούμια του αλλά καιο σοφέρ πουτον περίμενε νύχτα μέρα έξω από το κατώφλι του[5].
Ηπαναµερικανική πλέον φήµηκαι ισχύς των «νονών» έγινε µπούµερανγκκαιη πολιτική τους ασπίδα δεν µπόρεσε να τους σώσει. Την περίοδο του Μεσοπολέμου ό,τι είχε σχέση με πορνεία, ναρκωτικά, παράνομα στοιχήματα και εμπόριο όπλων ήταν στα χέρια του Λουτσιάνο μέχρι που φυλακίστηκε, το1936, όταν καταδικάστηκε σε 30 χρόνια κάθειρξη ως προαγωγός σε κύκλωμα πορνείας. Όμως και μέσα από τη φυλακή ήταν αυτός που κινούσε τα νήματα.
Το ξέσπασµατουΒ’ Παγκοσµίου Πολέµου ήταν «βάλσαµο» γιατον έγκλειστο «νονό», ο οποίος ήλεγχε µέσω των διεφθαρµένων συνδικαλιστών λιµάνια και εργοστάσια. Στις 9 Φεβρουαρίουτου1942, στην προβλήτα 88 του λιμανιού της Νέας Υόρκης, τυλίχθηκε στις φλόγες το οπλιταγωγό Normandie, ένα υπερπολυτελές υπερωκεάνιο που είχε στρατολογηθεί για τις ανάγκες του πολέμου, με σκοπό να μεταφέρει 10.000 στρατιώτες στην εμπόλεμη ζώνη. Μετά τη φωτιά που ξέσπασε, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες θορυβήθηκαν, καθώς υπήρχαν υποψίες ότι μπορεί να ήταν σαμποτάζ από πράκτορες των ναζί. Το λιμάνι της Νέας Υόρκης ήταν το σημαντικότερο λιμάνι ανεφοδιασμού τωνΗ.Π.Α. Οι Αρχές δεν μπορούσαν να ρισκάρουν περαιτέρω. Έπρεπε ναβρουν κάποιον τρόπο να ελέγξουν τις αποβάθρες από τυχόν διαρροές και γνώριζαν πολύ καλά ότι τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η Mαφία. Πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να προσεγγίσουν τον αρχηγό της, τον Λάκι Λουτσιάνο.
Οι πρώτοι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και Mαφίας άνοιξαν μετην προσέγγιση του Μάγερ Λάνσκι. Ο λόγος του Λάνσκι μετρούσε στο Λουτσιάνο. Ήταν εν ολίγοις ο άνθρωπος που χρειάζονταν. Ο Λάνσκι πείστηκε σύντομα και αποφάσισε να συναντήσει καινα ενημερώσει τον Λουτσιάνο. Η φυλακή στην οποία ήταν έγκλειστος ο Λουτσιάνο ήταν υψίστης ασφαλείας, βρισκόταν στα σύνορα Η.Π.Α.-Καναδάκαι είχε το όνομα Κλίντον ή "Μικρή Σιβηρία". Μία από τις πρώτες ενέργειες που έγιναν, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, ήταν η μεταφορά του Λουτσιάνο από τη ‘’Μικρή Σιβηρία’’ στην πολυτελή φυλακή του Γκρέιτ Μέντοου, στο Κόμστοκ. Μεταξύ της 15ης Μαΐουκαι της 4ης Ιουνίουτου1942 πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση μεταξύ του Λουτσιάνο, του δικηγόρου του Μόζες Πόλακοφ καιτου Λάνσκι. Εκεί οι δύο άνδρες ενημέρωσαν τον Λουτσιάνο σχετικά με τις νέες εξελίξεις. Τελικά, ο Λουτσιάνο πείστηκε να συνεργαστεί. Χρησιμοποιώντας τον Λάνσκι ως μεσολαβητή, ήρθε σε συνεννόηση μετον πλωτάρχη Τσαρλς Χάφεντεν, που είχε τεθεί επικεφαλής του τμήματος ερευνών της 3ης ναυτικής περιφέρειας, γιανα προχωρήσει η υπόθεση. Έως τον χειμώνα του 1942 οι αποβάθρες της Νέας Υόρκης πέρασαν στον πλήρη έλεγχο της Mαφίας, με τις ευλογίες των αμερικανικών Αρχών.
Υπό την «προστασία» του Λουτσιάνο, τασαµποτάζ σταµάτησαν και ξεκίνησε η «Επιχείρηση Υπόκοσμος», κατά την οποία οιΗνωµένες Πολιτείες χρησιµοποίησαν τις διασυνδέσεις τωναµερικανών µαφιόζων στη γενέτειρά τους, τη Σικελία, ώστε να προετοιµάσουν καλύτερα την απόβαση του1943στην ιταλική χερσόνησο. Οι Σικελοί µαφιόζοι συνεργάστηκαν πρόθυµα καθώς µισούσαν τονΜπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στη δεκαετία του 1930 είχε τσακίσει πολλές παραδοσιακές φαµίλιες. Ετσι, η αγγλοαµερικανική εισβολή στη Σικελία έγινε σχεδόν αναίµακτα, σε αντίθεση µε τις αποβάσεις στην κυρίως Ιταλία που βάφτηκαν µε αίµα.
Έτσι, ο Λουτσιάνο αποδείχθηκε ότι ήταν πολλά περισσότερα από άλλο ένα μεγαλοαφεντικό της Μαφίας, καθώς συνέβαλε στην πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων αποσπώντας πολύτιμες πληροφορίες γιατην κίνηση των φασιστικών στρατευμάτων στη γενέτειρά του. Τις πληροφορίες αυτές τις παρείχε στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες τωνΗ.Π.Α., οι οποίες χρησιμοποίησαν την επιρροή τουγιανα διευκολύνουν την προέλαση των αμερικανικών στρατευμάτων. Οδε έλεγχος των λιμανιών από τον Λουτσιάνο απέτρεψε σαμποτάζ από πράκτορες των δυνάμεων του Άξονα. Μετη δική του συμβολή εξαρθρώθηκαν πολλοί κατάσκοποι επί αμερικανικού εδάφους, που παρείχαν απόρρητες πληροφορίες για τις αμερικανικές κινήσεις στον εχθρό. Μετά τον πόλεμο, ως επιβράβευση, το1946 αποφυλακίστηκε και απελάθηκε στην Ιταλία, όπου έτυχε υποδοχής ήρωα.
Στη γενέτειρά του, ο Λάκι Λουτσιάνο διατήρησε µεγάλο µέρος της εξουσίας του ως «αρχινονού» τωνΗ.Π.Α. συνεχίζοντας την εγκληματική του δράση ανενόχλητος. Στο νέο περιβάλλον τουΨυχρού Πολέµου, η «Κόζα Νόστρα» συνέχισε να συνεργάζεται υπογείως µε τις µυστικές υπηρεσίες πληροφοριών: άλλωστε πολλοί Σικελοί και Ιταλοί µαφιόζοι ήταν φανατικοί αντικοµµουνιστές και φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιµοιστη διάβρωση των αριστερών οµάδων αντίστασης καιτων εργατικών συνδικάτων στην Ιταλία. Μαφία, CIAκαι στελέχη της ιταλικής πολιτικής, των επιχειρήσεων και της Καθολικής Εκκλησίας συνεργάστηκαν έκτοτε γιατηδηµιουργία ενός αντικοµµουνιστικού πυρήνα που εκφράστηκε µέσα από µυστικές παραστρατιωτικές οργανώσεις σαντη Gladio και αργότερα την P2, που κυβέρνησε για δεκαετίες παρασκηνιακά την Ιταλία. Επιπλέον, ο Λουτσιάνο οργάνωσε από το σικελικό του στρατηγείο τη διακίνηση ναρκωτικών μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής. Συγκεκριμένα, προχώρησε σε συμμαχία μετηνκορσικανική μαφία, η οποία οδήγησε σε ένα τεράστιο διεθνές δίκτυο εμπορίας ηρωίνης, γνωστό διεθνώς ως "Γαλλικός Σύνδεσμος", με προμήθεια αρχικά από τηνΤουρκίακαιμε βάση τηΜασσαλία. Αργότερα, όταν η Τουρκία άρχισε να μειώνει την παραγωγή οπίου, ο Λουτσιάνο χρησιμοποίησε τις διασυνδέσεις τουμε τους Κορσικανούς για διαβουλεύσεις με Κορσικανούς μαφιόζους στοΝότιο Βιετνάμ.
Ο µεγάλος πόθος όµως του Λουτσιάνο να επιστρέψει στηνΑµερική δεν ευοδώθηκε ποτέ. Προσπάθησε να στήσει το αρχηγείο τουστηνΚούβα, αλλά εκδιώχθηκε και από εκεί και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ιταλία. Ταυτόχρονα, η σχέση του µετον Λάνσκι ψυχράθηκε, καθώς ο Λουτσιάνο πίστευε ότι ο παιδικός του φίλος τον «έκλεβε» στα µερίδια από τις διάφορες «δουλειές».
Στις 26 Ιανουαρίουτου1962, σε ηλικία 65 ετών, ο Λάκι Λουτσιάνο υπέστη καρδιακή προσβολή στο αεροδρόµιο της Νάπολης υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Πολλοί μιλούσαν για έγκλημα, αλλά καμία πληροφορία δεν διαπέρασε τη σιωπή της "ομερτά". Στην κηδεία του εκτυλίχθηκαν σκηνές απείρου κάλλους, με τους φωτογράφους της αμερικανικής υπηρεσίας δίωξης ναρκωτικών να διαγκωνίζονται με τους φωτορεπόρτερ γιατην απαθανάτιση των τεθλιμμένων φίλων του αρχιμαφιόζου, ενώ πολύ δύσκολα αντιλαμβανόταν ο απλός παρατηρητής της σκηνής εάν οι τελευταίοι ήταν περισσότεροι ή λιγότεροι από τους Ιταλούς μυστικούς αστυνομικούς. Λίγες ημέρες αργότερα και μέσα σ' ένα ξύλινο κουτί, η σορός του "τυχερού" Λουτσιάνο έφτασε αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη, όπου κατόπιν ειδικής αδείας των αρχών τάφηκε στο μεγαλοπρεπές μαυσωλείο που είχε χτίσει γιατην οικογένειά του[6].
Κιανη βαρβαρότητα καιη κτηνωδία ήταν τα σήματα-κατατεθέν του, ο Λουτσιάνο είναι ίσως ο μόνος σταρπου ξεπήδησε ποτέ από την επικράτεια του οργανωμένου εγκλήματος. Ο άνθρωπος που έλεγε δηλαδή ότι «έμαθα πολύ αργά ότι χρειάζεσαι μυαλό γιανα βγάλεις ένα εκατομμύριο, είτε τίμια είτε βρόμικα».