ΗΛύκαινα του Καπιτωλίου (ιταλικά: Lupa capitolina) είναι μπρούτζινο άγαλμα που απεικονίζει μια λύκαινα να θηλάζει τους μυθολογικούς δίδυμους ιδρυτές της Ρώμης, τονΡωμύλο καιτον Ρώμο. Σύμφωνα μετον μύθο, όταν ο βασιλιάς της Άλβα Λόνγκακαι παππούς των διδύμων, Νουμίτωρ, εκθρονίστηκε από τον αδερφό τουΑμούλιο, ο σφετεριστής διέταξε να ρίξουν τον Ρωμύλο καιτον Ρώμο στον ποταμό Τίβερη. Μία λύκαινα βρήκε τα βρέφη στην όχθη του ποταμού καιτα θήλασε σε μία σπηλιά. Εκεί τα βρήκε ο βοσκός Φαυστύλοςκαιτα πήρε στην καλύβα του όπου τα μεγάλωσαν μαζί μετη γυναίκα του, Άκκα Λαρεντία.
Η ηλικία καιη προέλευση του αγάλματος δεν είναι κοινά αποδεκτές από τους αρχαιολόγους. Για πολλά έτη πιστευόταν ότι το άγαλμα ήταν ετρουσκικής προέλευσης και ότι χρονολογούταν στον 5ο αιώνα π.Χ. [1], μετα δίδυμα να προστίθενται στα τέλη του 15ου αιώνα μ.Χ., πιθανότατα από τον γλύπτη Αντόνιο ντελ Πολαγιουόλο[2] Ωστόσο, μελέτες που χρησιμοποίησαν ραδιοχρονολόγηση άνθρακα-14καιχρονολόγηση θερμοφωταύγειας, υποδηλώνουν ότι η Λύκαινα χυτεύτηκε ανάμεσα στο 1021 και το 1153 μ.Χ.[3]Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης είναι αμφισβητούμενα καιδεν υπάρχει ακόμα κοινά αποδεκτή άποψη πάνω στην ηλικία του αγάλματος. Σε ένα επιστημονικό συνέδριο που διεξήχθη το 2008, με θέμα την ηλικία του αγάλματος, οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί υποστήριξαν την άποψη ότι η Λύκαινα είναι αρχαίας ετρουσκικής προέλευσης και ότι το μέταλλο πουτην αποτελεί προέρχεται από ένα ορυχείο το οποίο δεν βρισκόταν σε λειτουργία τον μεσαίωνα.[4]
Η σκηνή της λύκαινας να θηλάζει τον Ρωμύλο καιτον Ρώμο αποτελεί σύμβολο της Ρώμης από την αρχαιότητα και είναι μια από της πιο αναγνωρίσιμες εικόνες της ρωμαϊκής μυθολογίας.[5]Το άγαλμα εκτίθεται από το 1471 μ.Χ. στο Παλάτσο ντέι Κονσερβατόρι, το οποίο αποτελεί τμήμα τωνΜουσείων του Καπιτωλίουκαι βρίσκεται πάνω στον αρχαίο Καπιτωλίνο λόφο της Ρώμης. Πολλά αντίγραφα έχουν κατασκευαστεί ανά τον κόσμο.
Το άγαλμα είναι μεγαλύτερο σε διαστάσεις από το πραγματικό μέγεθος ενός λύκου. Έχει ύψος 75 εκατοστά και μήκος 114 εκατοστά. Η λύκαινα βρίσκεται σε τεταμένη, άγρυπνη στάση, με τεντωμένα αυτιά και λαμπερά μάτια, τα οποία προσπαθούν να ανιχνεύσουν τον κίνδυνο. Αντίθετα, τα δίδυμα φαίνεται να αδιαφορούν γιατον περίγυρο τους καινα είναι αφοσιωμένα στον θηλασμό.[6]
Η λύκαινα από τον μύθο του Ρωμύλου καιτου Ρώμου θεωρείται σύμβολο της Ρώμης από την αρχαιότητα. Πολλές αρχαίες πηγές αναφέρουν γλυπτά που απεικονίζουν μια λύκαινα να θηλάζει τα δίδυμα. ΟΤίτος Λίβιος, στο έργο τουΑπό κτίσεως Ρώμης, αναφέρει ότι ένα παρόμοιο άγαλμα στήθηκε στους πρόποδες τουΠαλατίνου λόφουτο 295 π.Χ.[7]ΟΚικέρων επίσης, στο έργο τουΠερι Μαντικής αναφέρει το άγαλμα μιας λύκαινας, ανάμεσα σε άλλα ιερά αντικείμενα στον Παλατίνο λόφο, το οποίο χτυπήθηκε από κεραυνό το 65 π.Χ., κάτι που θεωρήθηκε κακός οιωνός.[8]
Τον 18ο αιώνα, θεωρούνταν ότι η Λύκαινα του Καπιτωλίου, είναι το ίδιο άγαλμα που περιέγραψε ο Κικέρων, λόγο ενός φθαρμένου σημείου στο πίσω πόδι της, το οποίο πιστευόταν ότι ήταν το σημείο που χτύπησε ο κεραυνός το 65 π.Χ. Ο Γερμανός ιστορικός της τέχνης Γιόχαν Γιοάχιμ Βίνκελμαν απέδωσε την κατασκευή του αγάλματος σε έναν Ετρούσκο καλλιτέχνη του 5ου αιώνα π.Χ., βασισμένος στον τρόπο απεικόνισης της γούνας του λύκου.[9] Αρχικά απέδωσε το έργο στον καλλιτέχνη Βούλκα, από τους Βήιους, ο οποίος επίβλεψε την κατασκευή των γλυπτών που κοσμούσαν τον ναό τουΓιούπιτερστον Καπιτωλίνο λόφο, αλλά αργότερα έγραψε ότι κατασκευάστηκε από έναν άγνωστο Ετρούσκο καλλιτέχνη, ανάμεσα στο 480-470 π.Χ. Ο Βίνκελμαν, σωστά αναγνώρισε τηνΑναγεννησιακή προέλευση των διδύμων, τα οποία προστέθηκαν στο άγαλμα γύρω στο 1471 μ.Χ.[10]
Κατά τον 19ο αιώνα, πληθώρα αρχαιολόγων αμφισβήτησε τη χρονολόγηση του αγάλματος από τον Βίνκελμαν. ΟΈμιλ Μπράουν, ο γραμματέας του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Ρώμης, πρότεινε το 1854, ότι η ζημιά στο πόδι της λύκαινας προκλήθηκε από λάθος κατά τη διαδικασία της χύτευσης. Ο Βίλχελμ Φρόνερ, συντηρητής έργων τέχνης τουΛούβρου, δήλωσε το 1878 ότι το ύφος του αγάλματος ταιριάζει περισσότερο μετην τέχνη της Καρολίγγειας Αναγέννησης παρά μετην τέχνη της Ετρουσκικής περιόδου. Το 1885, οΒίλχελμ φον Μπόντε έκφερε επίσης την άποψη ότι η Λύκαινα του Καπιτωλίου είναι μεσαιωνικό έργο τέχνης. Ωστόσο, αυτές οι απόψεις αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό μέχρι τον 20ο αιώνα είχαν ξεχαστεί.[10]
Το 2006, η Ιταλίδα ιστορικός τέχνης Άννα Μαρία Καρούμπα καιο αρχαιολόγος Αντριάνο Λα Ρεγκίνα αμφισβήτησαν την παραδοσιακή χρονολόγηση του αγάλματος, βασισμένοι στην ανάλυση της τεχνικής χύτευσης που χρησιμοποιήθηκε. Η Καρούμπα είχε αναλάβει τη συντήρηση του αγάλματος το 1997, κάτι που της έδωσε την ευκαιρία να μελετήσει προσεκτικά τη μέθοδο κατασκευής του. Παρατήρησε ότι το άγαλμα αποτελείται από ένα ενιαίο κομμάτι, το οποίο κατασκευάστηκε μετηντεχνική του χαμένου κεριού. Αυτή η μέθοδος δεν χρησιμοποιούνταν κατά τηνΚλασική αρχαιότητα· τα αρχαία ελληνικά και ρωμαϊκά μπρούτζινα αγάλματα κατασκευάζονταν σε τμήματα, μετην τεχνική της κοίλης χύτευσης. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν οικονομία στο μέταλλο και ήταν δυνατή η κατασκευή μεγάλων χάλκινων έργων. Η τεχνική του χαμένου κεριού χρησιμοποιήθηκε αργότερα, τον Μεσαίωνα, γιατην κατασκευή μπρούτζινων αντικειμένων που πρέπει να είναι στιβαρά, όπως καμπάνεςκαικανόνια. Η Καρούμπα συμφωνεί μετην άποψη του Μπράουν, ότι η ζημιά στο πόδι της λύκαινας προκλήθηκε από λάθος κατά τη διαδικασία της χύτευσης. Επίσης, οΛα Ρεγκίνα υποστηρίζει ότι το καλλιτεχνικό ύφος του αγάλματος ταιριάζει περισσότερο μετην Καρολίγγεια καιΡομανική τέχνη παρά με τους ρυθμούς του αρχαίου κόσμου.[10]
Ερευνητές από τοΠανεπιστήμιο του Σαλέντο χρησιμοποίησαν ραδιοχρονολόγηση άνθρακα-14καιχρονολόγηση θερμοφωταύγειαςτον Φεβρουάριο του 2007, προκειμένου να απαντήσουν το ερώτημα. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι με ακρίβεια 95,4%, το άγαλμα κατασκευάστηκε ανάμεσα στον 11οκαι 12ο αιώνα μ.Χ. Το 2019, ερευνητές από το ίδιο πανεπιστήμιο επανέλαβαν τη ραδιοχρονολόγηση άνθρακα σε οργανικά υπολείμματα των εκμαγείων που βρέθηκαν στο άγαλμα, τα αποτελέσματα τοποθετούν με μεγάλη βεβαιότητα το άγαλμα στους 11ο - 12ο αιώνα μ.Χ., τον Μεσαίωνα.[11]
Ωστόσο, μια πρόσφατη μελέτη από τονΤζον Όσμπορν της Βρετανικής Σχολής της Ρώμης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης ήταν «εντελώς ασυνεπή». Επισήμανε ότι το κράμα μετάλλων από το οποίο κατασκευάστηκε η λύκαινα είναι ετρουσκικού τύπου, αποτελείται από χαλκό από τη Σαρδηνία και επιμίξεις πουδεν χρησιμοποιούνταν κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και ότι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων κλίνει προς την ετρουσκική προέλευση του αγάλματος.[12][4]
Το πότε ανεγέρθηκε το άγαλμα για πρώτη φορά παραμένει άγνωστο. Πολλές μεσαιωνικές πηγές αναφέρουν ένα «λύκο» να στέκεται στην είσοδο τουΑνακτόρου του Λατερανού. Ο χρονικογράφος μοναχός του 10ου αιώνα, Βενέδικτος του Σοράκτε αναφέρει στο έργο τουΧρονικόντην παρουσία ενός δικαστηρίου «στο Ανάκτορο του Λατερανού, στο μέρος που βρίσκεται η λύκαινα, η μητέρα των Ρωμαίων». Δίκες και εκτελέσεις «στη λύκαινα» καταγράφονται κατά καιρούς μέχρι το 1438.[13]Ο Άγγλος κληρικός του 12ου αιώνα, Μάγιστρος Γρηγόριος, στο έργο του De Mirabilibus Urbis Romae καταγράφει την ύπαρξη ενός λύκου στοπροστώοτου Ανακτόρου του Λατερανού. Δεν ανέφερε καθόλου την παρουσία των διδύμων και σημείωσε ότι ο λύκος είχε στηθεί έτσι ώστε να μοιάζει σαννα καταδιώκει το γειτονικό μπρούτζινο άγαλμα ενός κριαριού, που λειτουργούσε ως σιντριβάνι.'[14]
Εάν η νεοαποδοθείσα ηλικία της Λύκαινας του Καπιτωλίου είναι σωστή, τότε αυτή δεν μπορεί να είναι το ίδιο άγαλμα που είδαν ο Βενέδικτος καιο Γρηγόριος. Μπορεί να αποτελεί αντίγραφο ενός παλαιότερου αγάλματος που απεικόνιζε τη ρωμαϊκή λύκαινα, το οποίο σήμερα έχει χαθεί. Τον Δεκέμβριο του 1471, οΠάπας Σίξτος Δ΄ διέταξε τη μεταφορά του αγάλματος στο Παλάτσο ντέι Κονσερβατόρι, πάνω στον Καπιτωλίνο λόφο. Εκείνη την εποχή πρέπει να προστέθηκαν καιοι μορφές των διδύμων. Το άγαλμα, μαζί με άλλα αυθεντικά γλυπτά της αρχαιότητας, σήμερα αποτελεί τμήμα τωνΜουσείων του Καπιτωλίου.
ΟΜπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό τουτον ιδρυτή της «Νέας Ρώμης», υπήρξε θαυμαστής του αγάλματος και δώρισε αντίγραφα τουσε πολλά μέρη του κόσμου.[15]Γιανα προωθήσει τις καλές σχέσεις ΗΠΑ-Ιταλίας έστειλε αντίγραφα της Λύκαινας του Καπιτωλίου σε πολλές αμερικανικές πόλεις, των οποίων το όνομα προέρχεται από τη ρωμαϊκή ιστορία, όπως τοΣινσινάτιτουΟχάιοκαιηΡόουμ (Ρώμη) της Τζόρτζια.
↑Francis Haskell, Nicholas Penny. Taste and the Antique: The Lure of Classical Sculpture, 1500–1900, p. 241. Yale University Press, 1981. (ISBN0-300-02641-2)
↑Rodolfo Lanciani, New Tales of Old Rome, p. 38. Ayer Publishing, 1968. (ISBN0-405-08727-6)
↑G. McN. Rushforth, "Magister Gregorius de Mirabilibus Urbis Romae: A New Description of Rome in the Twelfth Century", The Journal of Roman Studies9 (1919, pp. 14–58), p. 28f. Magister Gregorius' description seems independent of the well-known topography Mirabilia Urbis Romae.