Γερμανία: 434.515 [1] (από τους οποίους 164.055 νεκροί ή αγνοούμενοι)
Στρατιώτες της Νέας Γηςσε χαράκωμα τροφοδοσίας, στις 1 Ιουλίου1916.Έκρηξη νάρκης, 7:20 το απόγευμα της 1ης Ιουλίου του 1916
ΗΜάχη τουΣομ (γαλλικά: Bataille de la Somme, Γερμανικά: Schlacht an der Somme) που έλαβε χώρα από την1η Ιουλίου έως τις 18 Νοεμβρίουτου1916, στις όχθες του γαλλικού ποταμού Σομμ, ήταν μια από τις πιο φονικές μάχες τουπρώτου παγκόσμιου πολέμου, με 400.000 απώλειες των Βρετανών και περισσότερες από 1.200.000 όλων των εμπολέμων[2].
Οισυμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομμστη βόρεια Γαλλία. Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις γερμανικές δυνάμεις από τημάχη του Βερντέν. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες στονΣομμ ήταν μεγαλύτερες εκείνων του Βερντέν. Την πρώτη ημέρα της μάχης, την1η Ιουλίου1916, ο βρετανικός στρατός θρήνησε 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών. Η 1η Ιουλίου ήταν ηπιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του βρετανικού στρατού. Τις ίδιες και παρόμοιες απώλειες είχαν όμως καιοι άλλοι στρατοί. Ένας Γερμανός ανώτερος υπάλληλος (ο λοχαγός φον Χέντινγκ) περιέγραψε την ημέρα αυτή ως τον «λασπώδη τάφο του γερμανικού πεζικού». Ο Βρετανός ιστορικός ΣερΤζέιμς Έντμοντς δήλωσε: "Δεν είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι τα θεμέλια της τελικής νίκης στο δυτικό μέτωπο τέθηκαν μετη μάχη τουΣομμτο 1916." [3]Για πρώτη φορά, ο Βρετανικός πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη του πολέμου μετην προβολή της προπαγανδιστικής ταινίας The Battle of the Somme, η οποία περιείχε αυθεντικές σκηνές γυρισμένες τις πρώτες ημέρες στο πεδίο της μάχης.
Η συμμαχική πολεμική στρατηγική του 1916 διατυπώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στη διάσκεψη τουΣαντιγί (Chantilly), μεταξύ της 6ηςκαι της 8ης Δεκεμβρίουτου1915.
Αποφασίστηκε ότι το επόμενο έτος θα γίνονταν ταυτόχρονες επιθέσεις. Οι Ρώσοι θα έκαναν επίθεση στο ανατολικό μέτωπο, οι Ιταλοί στις Άλπειςκαιοι Άγγλοι με τους Γάλλους στο δυτικό μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο θα εξουθένωναν τις Γερμανικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1915, ο στρατηγός σερΝτάγκλας Χέιγκ είχε αντικαταστήσει τον στρατηγό ΣερΤζων Φρεντςπου είχε τη θέση του Ανώτατου Διοικητή (Commander-in-Chief) της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης (British Expeditionary Force, BEF). Ο Χέιγκ προτιμούσε μια επίθεση των Βρετανών στο έδαφος της Φλαμανδίας, - επειδή ήταν κοντά στις γραμμές του ανεφοδιασμού της BEF μέσω τουστενού της Μάγχης αλλά και γιατί θα μπορούσε να περιορίσει τους Γερμανούς που, από την ακτή της Βόρειας ΘάλασσαςτουΒελγίου, απειλούσαν μετα υποβρύχιά τους τη Μεγάλη Βρετανία.
Εντούτοις, ανκαιδεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη επίσημη ρύθμιση, οι Βρετανοί ήταν ντε φάκτο ο ελάσσων συνεργάτης στο δυτικό μέτωπο και έπρεπε να συμμορφωθούν μετη στρατηγική της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1916 ο Γάλλος διοικητής στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ, συμφώνησε μετο BEF να κάνουν επίθεση στη Φλαμανδία, και κατόπιν περαιτέρω συζητήσεων το Φεβρουάριο, πήραν την απόφαση να συντονίσουν τις γαλλικές και τις βρετανικές δυνάμεις κάνοντας ταυτόχρονη επίθεση βόρεια και νότια της Πικαρδίαςστον ποταμό Σομμ.
Τα σχέδια γιατην κοινή επίθεση είχαν μόλις αρχίσει να παίρνουν μορφή, όταν στις 21 Φεβρουαρίου1916 εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στοΒερντέν. Οι Γάλλοι, που αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν το Βερντέν, δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη μάχη τουΣομμμε μεγάλες δυνάμεις, έτσι ώστε το βάρος της μάχης έπεσε στους Βρετανούς. Η Γαλλία παραχώρησε τρία Σώματα γιατην έναρξη της επίθεσης (το 10ο Σώμα, το 1ο αποικιακό, καιτο 35ο Σώμα της 6ης στρατιάς).[4] Ενώ μαινόταν η μάχη του Βερντέν, ο στόχος της επίθεσης στονΣομμ άλλαξε. Αντί για ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Γερμανίας, έγινε τώρα απλός αντιπερισπασμός γιατην ανακούφιση της πίεσης στο γαλλικό μέτωπο.[5]
Εκτός αυτού υπήρχε διαφορά απόψεων μεταξύ του Χέιγκ καιτου ανώτερου τοπικού διοικητή του, του Στρατηγού Σερ Χένρι Ρόουλινζον, της 4ης βρετανικής στρατιάς GOC, ο οποίος προτιμούσε την τακτική "bite and hold" (»χτύπα και μείνε!«) αντί γιατην τακτική του Χέιγκ που ήταν τύπου "decisive battle" (»αποφασιστική μάχη«).[6]
Ο τακτικός στρατός της Μεγάλης Βρετανίας, που κατά την έναρξη του πολέμου είχε ισχύ 6 στρατιών, ήταν στο μεταξύ κυριολεκτικά αποδεκατισμένος από τις μάχες του 1914 και του 1915.
Οι περισσότεροι στρατιώτες τώρα ήταν εθελοντές τουTerritorial ForceκαιτουΛόρδου Κιτσενερ (Horatio Kitchener, 1st Earl Kitchener of Khartoum), που είχαν αρχίσει να συγκροτούνται από τον Αύγουστο του 1914.
Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη έλλειψη από διοικούντες αξιωματικούς, γινόντουσαν πολλές προαγωγές χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ικανότητες, με αποτέλεσμα να πέφτει γενικά η ποιότητα των στελεχών, καινα υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των στρατιωτών στους διοικητές,[6] πράγμα που ίσχυε ιδιαίτερα γιατον Ρόουλινζον.
Της μάχης προηγήθηκαν 5 ημέρες και νύχτες ανελέητου βομβαρδισμού, κατά τον οποίο το βρετανικό βαρύ πυροβολικό έβαλε πάνω από 1,7 εκατομμύρια βλήματα. Την τρίτη ημέρα των βομβαρδισμών, τα αναγνωριστικά αεροπλάνα των Βρετανών ανακοίνωσαν την πλήρη καταστροφή των γερμανικών χαρακωμάτων. Δεκαεπτά νάρκες είχαν τοποθετηθεί επίσης σε σήραγγες κάτω από τα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Οι τρεις μεγαλύτερες σήραγγες περιείχαν περίπου 19 τόνους εκρηκτικά η κάθε μια. Την πρώτη μέρα της μάχης, 1η Ιουλίου 1916, 4 μεραρχίες της Γαλλικής 6ης Στρατιάς παραταγμένα και από τις δύο πλευρές του ποταμού, 11 μεραρχίες της 4ης και δύο της 3ης Βρετανικής Στρατιάς, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν εναντίον της Δεύτερης Γερμανικής Στρατιάς υπό τον διοικητή Φρις φον Μπίλοβ. Η «ώρα» μηδέν είχε καθοριστεί για τις 7:30 π.μ..
Δέκα λεπτά πιοπριν, ένας αξιωματικός πυροδότησε τη νάρκη κάτω από το χαράκωμα Hawthorn Ridge Redoubt, για άγνωστο λόγο. Στις 7:28 π.μ. οι υπόλοιπες νάρκες απομακρύνθηκαν εκτός από μία που ήταν στοKasino Point, επειδή είχαν αργήσει. Όταν έφτασε η ώρα μηδέν έγινε απόλυτη σιωπή καθώς το πυροβολικό μετατόπιζε το στόχο του.
Το πεζικό, φορτωμένο με εξοπλισμό βάρους 32 κιλών ανά άνδρα, άρχισε να βγαίνει από τα χαρακώματα καινα πεζοπορεί σε ακανόνιστη διάταξη μέσα από τη νεκρή ζώνη με κατεύθυνση τα γερμανικά χαρακώματα Άλλοι είχαν συρθεί ακόμα πιοπριν, μέσα από τη νεκρή ζώνη, μέχρι τα γερμανικά χαρακώματα και περίμεναν να πάψει ο βομβαρδισμός. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι μετον ανελέητο βομβαρδισμό θα είχαν κατατροπώσει, αν όχι εξολοθρεύσει, τους Γερμανούς
[7], οι οποίοι όμως, επωφελούμενοι της μακρόχρονης στασιμότητας του πολέμου των χαρακωμάτων, εργάστηκαν μεθοδικά και οργάνωσαν σχολαστικά τις θέσεις τους με τσιμεντένια καταφύγια βάθους έως και δέκα μέτρων, ιδανικά γιά προστασία των μονάδων. Έτσι λίγη ζημία υπέστησαν από το μπαράζ του πυροβολικού. Το άλλο που παρατήρησαν οι Άγγλοι όταν επιτέθηκαν ήταν πως καιτα συρματοπλέγματα παράμεναν σχεδόν άθικτα, σε αντίθεση μετα δίκτυα επικοινωνιών που διαλύονταν από τους κρατήρες των οβίδων[8].
Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό, πολλοί από τους Γερμανούς είχαν επιζήσει και μόλις αυτός έπαψε άρχισαν να υπερασπίζονται τα χαρακώματα προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στους Βρετανούς που τους επιτίθονταν πεζοί και οπλισμένοι, αλλά χωρίς καμία θωράκιση. Από τα 1.437 βρετανικά πυροβόλα, μόνο 467 ήταν βαριά, και μόλις 34 ήταν των 234 mm ή βαρύτερα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μια κόλαση πυρός, όπου καιοιδυο πλευρές αλληλοεξολοθρεύονταν με τρομερό πείσμα είτε από μακριά μετο πυροβολικό, είτε από μέση απόσταση με κάθε είδους όπλα (πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες, χειροβομβίδες), είτε από πολύ κοντά, σώμα με σώμα, με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα.
Το σχέδιο επίθεσης του Βρετανικού πεζικού γιατην1 Ιουλίου απέτυχε. Επιτυχία είχαν μόνο τα τμήματα των Γάλλων νότια τουΜαμέτςκαιΜοντωμπάν.
Βόρεια της οδού Albert-Bapaume, η μάχη εξελίχθηκε εις βάρος των Βρετανών από πολύ νωρίς. Σε κάποια σημεία, οι Βρετανοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής, ή ακόμα καιστα βοηθητικά χαρακώματα που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω. Ήταν όμως πολύ λίγοι καιδεν μπόρεσαν να αντέξουν στις γερμανικές αντεπιθέσεις. Εν τέλει οι Γερμανοί βγήκαν στη νεκρή ζώνη και έκαναν αντεπίθεση, αποκλείοντας τους Βρετανούς πουδεν μπορούσαν ούτε να συνεχίσουν την πορεία, αλλά ούτε καινα στείλουν πίσω αγγελιοφόρους. Η επικοινωνία ήταν απολύτως ανεπαρκής, καιοι διοικητές κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν εντελώς χωρίς ενημέρωση σχετικά μετην εξέλιξη της μάχης. Μια λανθασμένη είδηση περί δήθεν νίκης του 29ου τμήματος στοBeaumont Hamel οδήγησε στη μοιραία διαταγή, να προχωρήσουν οι εφεδρείες καιναμπουνκαι αυτές μέσα στη μάχη. Το 1ο σύνταγμα από τηΝέα Γηδεν μπόρεσε να φτάσει στα χαρακώματα. Το μεγαλύτερο μέρος του τάγματος σκοτώθηκε προτού να φτάσει την πρώτη γραμμή, η δεύτερη σοβαρότερη απώλεια ταγμάτων της ημέρας.
Οκτακόσιοι ένας από αυτό το τάγμα μπήκαν στον πεδίο μάχης εκείνη η ημέρα και μόνο 68 ξαναβγήκαν σώοι, ενώ πάνω από 500 έπεσαν νεκροί.
Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά των μελλοντικών αξιωματικών της Νέας Γης σκοτώθηκε.
Προς τιμήν τους, το 1ο τάγμα της Νέας Γης ονομάστηκε "Βασιλικό σύνταγμα της Νέας Γης" ("The Royal Newfoundland Regiment") από τονΓεώργιο τον Ε΄. Η βρετανική έφοδος στην οδό Albert-Bapaume σημείωσε πλήρη αποτυχία, παρ' όλη την έκρηξη των δύο ναρκών στην περιοχή Οβιγιέ-λα-Μπουαζέλ (Ovillers-la-Boisselle).
Η ιρλανδική ταξιαρχία "Τάινσάιντ" (Tyneside) του 34ου τμήματος είχε ξεκινήσει γιατην επίθεση. Σε απόσταση σχεδόν ένα μίλι από τη γερμανική πρώτη γραμμή και εντελώς ακάλυπτοι πεζοπορούσαν, ενώ τα πολυβόλα των Γερμανών τους θέριζαν κυριολεκτικά.
Στα νότια, τα γαλλικά στρατεύματα σημείωσαν μεγαλύτερη επιτυχία. Το γαλλικό πυροβολικό, που ήταν περισσότερο καιπιο έμπειρο στη μάχη από τους Άγγλους, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, επιτυγχάνοντας όλους τους στόχους της πρώτης μέρας, από την πόλη Μοντωμπάν μέχρι καιτον ποταμό Σομμ. Εκτός αυτού, οι Γάλλοι είχαν άλλη νοοτροπία. Ενώ οι Βρετανοί είχαν πάρα πολύ λεπτομερή σχέδια δράσης, που έκαναν τους στρατιώτες ναμην έχουν καθόλου πρωτοβουλία, οι Γάλλοι είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και μπορούσαν να αντιδρούν αποτελεσματικότερα στην εκάστοτε περίπτωση.
Ανκαιτο γαλλικό 20ό Σώμα είχε απλά εφεδρικό ρόλο, η βοήθειά τουστη μάχη ήταν σημαντική. Το 1ο Αποικιακό Σώμα βγήκε από τα χαρακώματα στις 9:30 π.μ. γιανα παραπλανήσει τους Γερμανούς.
Η παραπλάνηση αυτή είχε επιτυχία και μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, είχε καταληφθεί τα χωριά Φε (Fay), Ντομπιέρ (Dompierre) και Μπεκινκούρ (Becquincourt) και είχαν κάνει μια βάση στο οροπέδιο Φλοκούρ (Flaucourt).
Ολόκληρη η γερμανική πρώτη γραμμή είχε πέσει στα χέρια των Γάλλων.
Στις 11:00 π.μ. η δεύτερη γραμμή - που σχημάτιζαν τα χωριά Ασβιγιέ (Assevillers), Ερμπκούρ (Herbecourt) καιΦεγιέρ (Feuillères) - έπεσε αμέσως χωρίς να χρειαστούν ούτε καν ενισχύσεις.
Δεξιά του αποικιακού Σώματος το 35ο Σώμα επίσης επιτέθηκε στις 9:30 π.μ. αλλά, έχοντας μόνο ένα τμήμα στην πρώτη γραμμή, προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία. Εντούτοις, όλοι οι στόχοι της πρώτης ημέρας επιτεύχθηκαν.
Τα Γερμανικά χαρακώματα είχαν εντελώς συντριβεί, καιο εχθρός είχε αιφνιδιαστεί εντελώς από την επίθεση. Οι Γάλλοι είχαν προωθηθεί 1,5 χλμ και 2 χλμ στα βόρια και νότια αντίστοιχα.
Ένας τραυματίας του στρατού της Νέας Γης μεταφέρεται στοBeaumont Hamel
Μερικά Βρετανο-Ιρλανδικά τμήματα κατόρθωσαν να προχωρήσουν αρκετά. Σε γενικές γραμμές όμως, η πρώτη ημέρα της μάχης τουΣομμ ήταν αποτυχία. Οι Βρετανοί είχαν υποστεί απώλειες 19.240 νεκρών και 35.493 τραυματιών, 2.152 αγνοουμένων και 585 αιχμαλώτων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και πολλοί αξιωματικοί.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων από γερμανικής πλευράς δεν είναι γνωστός, επειδή οι Γερμανοί μετρούσαν τις απώλειες τους μόνον ανά δέκα μέρες.
Υπολογίζεται όμως ότι οι Γερμανοί είχαν 8.000 θύματα στο βρετανικό μέτωπο, 2.200 των οποίων ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των βρετανικών και γερμανικών θυμάτων ήταν στο Οβιγέ, όπου το 8ο βρετανικό τμήμα υπέστη 5.121 θύματα, ενώ το γερμανικό 180ό σύνταγμα είχε μόνο 280 θύματα.
Άποψη του πεδίου της μάχης από τον αέρα, όπως την είδε η κάμερα από βρετανικό αερόστατο κοντά στο Μπεκούρ (Bécourt)
Στις 10:00 μ.μ. την 1η Ιουλίου, ο διοικητής της βρετανικής τέταρτης στρατιάς, Στρατηγός Σερ Χένρι Ρόουλινζον, έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση.
Μέσα στη γενική σύγχυση και από λανθασμένες ειδήσεις κατά μήκος της μακράς ιεραρχίας, οι Βρετανοί έκαναν μέρες πολλές γιανα συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ο Χέιγκ ανέθεσε στον υπολοχαγό Χούμπερτ Γκοχνα αναλάβει το βόρειο τομέα, ενώ η τέταρτη στρατιά έλεγχε το νότιο τομέα. ΟΓκοχ αναγνώρισε την τραγωδία στον τομέα τουκαι διέταξε τον άμεσο τερματισμό της επίθεσης - μέχρι τις 3 Ιουλίου.
Οι Βρετανοί αγνοούσαν επίσης καιτη μικρή επιτυχία τους στα νότια της οδού Albert-Bapaume, όπου είχαν κάνει μια κάποια πρόσβαση. Σήμερα είναι γνωστό ότι υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα ένα μεγάλο απροστάτευτο άνοιγμα στο γερμανικό μέτωπο μεταξύ Οβιγιέ καιΛονγκεβάλ (Longueval).
Στις 3 Ιουλίου, μιααναγνωριστική περίπολος του 18ου (ανατολικό) τμήματος εισέβαλε δύο μίλια στο γερμανικό έδαφος χωρίς ναβρει καμία αντίσταση ή να συναντήσει αμυντικές θέσεις. Οι Βρετανοί άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη καιοι Γερμανοί κάλυψαν το κενό εγκαίρως.
Το δάσος του Mametz ήταν ακόμα έρημο μέχρι τις 3 Ιουλίου, αλλά ανακαταλήφθηκε από τους Γερμανούς την επόμενη ημέρα και έμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι τις 10 Ιουλίου, όταν το κατέλαβαν οι Εγγλέζοι μετά από δύο αιματηρές μάχες.
Στη θέση «High Wood» καιστο δάσος του Ντελβίλ (Delville) συνέχισαν να διαδραματίζονται πολλές αιματηρές μάχες, μέχρι που έπεσαν στα χέρια των Βρετανών τον Αύγουστο καιτο Σεπτέμβριο, μετά από πολλούς νεκρούς.
Τον Αύγουστο, ο Ρόουλινζον έγραψε σχετικά μετην περίοδο 1-4 Ιουλίου:
Αυτές οι τέσσερις ημέρες κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαν να μας είχαν επιτρέψει να κερδίσουμε την πλήρη κατοχή της εχθρικής τρίτης γραμμής υπεράσπισης, αφού εκείνη την περίοδο (οι Γερμανοί) ήταν μισοτελειωμένοι... Με αρρωσταίνει η σκέψη του »τιθα μπορεί να είχε γίνει«."
Χενρυ Ρόουλινζον
Ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν ακόμα να ανασυγκροτήσουν τις επιθέσεις τους, οι Γάλλοι συνέχισαν τη γρήγορη κατάληψη εδάφους στα νότια τουΣομμ.
Οι κρίσιμες μέρες στην επίθεση ήταν η3και4 Ιουλίου, όταν η δυνατότητα μιας σημαντικής νίκης φαίνονταν πραγματικά επιτεύξιμη.
Η κατάσταση άρχισε όμως να αλλάζει γρήγορα υπέρ των Γερμανών.
Το 20ό Σώμα των Γάλλων αναγκάστηκε να σταματήσει την κάθοδό τουστα βόρεια προκειμένου να περιμένει τους Βρετανούς γιανα έρθουν και αυτοί. Λόγω της καθυστέρησης των Βρετανών όμως ξέσπασε αντίδραση στον γαλλικό στρατό.
Εντω μεταξύ, οι Γάλλοι συνέχισαν τις επιθέσεις, και μέχρι το βράδυ της 3 Ιουλίου κατέλαβαν τις τοποθεσίες Φριζ (Frise), δάσος του Méréaucourt, Ερμπεκούρ (Herbécourt), Μπυσκούρ (Buscourt), δάσος του Chapitre, Φλοκούρ (Flaucourt) και Ασβιγέ (Asseviller), συλλαμβάνοντας 8.000 Γερμανούς αιχμαλώτους, ενώ μετην κατάληψη του οροπεδίου Φλοκούρ οΦερντινάν Φος κέρδισε ένα στρατηγικό σημείο γιατο βαρύ πυροβολικό προς ενίσχυση και υποστήριξη του 20ού Σώματος στο βόρειο πεδίο της μάχης. Οι Γάλλοι συνέχισαν την επίθεσή τους και στις 5 Ιουλίου κατέλαβαν τοΕμ (Hem).
Στις 8 Ιουλίου έπεσαν καιοι θέσεις Αρντεκούρ-ο-Μπουά (Hardecourt-aux-Bois) και Κτήματος Μονασί (Monacu Farm) (ένα πραγματικό οχυρό, που προστατευόταν από ζώνη καμουφλαρισμένων πολυβόλων στο κοντινό έλος) ακολουθούμενα από τα Μπιάς (Biaches), Μεζονέτ (Maisonnette) καιτο οχυρό Biaches στις 9και10 Ιουλίου.
Εντός δέκα ημερών, η γαλλική 6η Στρατιά είχε κατορθώσει να διεισδύσει σε βάθος 10 χλμ σε μέτωπο σχεδόν 20 χλμ.
Είχε καταλάβει ολόκληρο το οροπέδιο Φλοκούρ (από όπου υπεράσπισε την πόλη Περόν (Péronne)[ασαφές] συλλαμβάνοντας 12.000 αιχμαλώτους και καταλαμβάνοντας 85 πυροβόλα, 26 ναρκοθέτες, 100 πολυβόλα και πολλά πυρομαχικά, όλα αυτά με ελάχιστες απώλειες.
Για τους Βρετανούς, οι πρώτες δύο εβδομάδες της μάχης ήταν σειρά αποτυχιών.
Από τις 3 έως τις 13 Ιουλίου, η τέταρτη στρατιά του Ρόουλινζον πραγματοποίησε 46 επιθέσεις με συνέπεια 25.000 θύματα, αλλά καμία σημαντική πρόοδο.
Αυτό έκανε φανερή τη διαφορά μεταξύ της στρατηγικής του Χέιγκ καιτων γαλλικών αντιστοίχων. Ενώ ο Χέιγκ είχε σκοπό να διατηρηθεί η συνεχής πίεση στον εχθρό, οΖοφρκαιο Φος προτίμησαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους καινα προετοιμάσουν ένα ενιαίο, ισχυρό χτύπημα.
Από μια συγκεκριμένη άποψη, η μάχη τουΣομμ ήταν μια σημαντική στρατηγική επιτυχία για τους Συμμάχους, αφού στις 12 Ιουλίου, ο Γερμανός Φάλκενχάιν (Falkenhayn) διέκοψε τη μάχη του Βερντέν λόγω της μάχης τουΣομμκαι της γενικής κατάστασης στο ανατολικό μέτωπο.
Στον ποταμό Σομμο γερμανικός στρατός τουφον Μπίλοβ δενθα ήταν σε θέση να υπομείνει τις συνεχείς βρετανικές και γαλλικές επιθέσεις χωρίς ενισχύσεις, αφού οι δυνάμεις των συμμάχων ήταν αριθμητικά τριπλάσιες των Γερμανών. Στις 19 Ιουλίου, οι γερμανικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν με αρχηγούς τονφον Μπίλοβ καιτονφον Γκάλλβιτζ. Οφον Μπίλοβ διοικούσε την 1η Γερμανική Στρατιά και ήταν αρμόδιος γιατο βόρειο μέτωπο, ενώ ο στρατηγός Μαξφον Γκάλβιτζ ήταν διοικητής της 2ης Στρατιάς και κάλυπτε το νότιο μέτωπο.
Επιπλέον, οφον Γκάλβιτζ έγινε διοικητής ομάδας στρατιών, αρμόδιος καιγια τους δύο γερμανικούς στρατούς στο μέτωπο του ποταμού Σομμ.
Στις 2 Ιουλίου, επτά γερμανικές μεραρχίες κατευθύνονταν στον ποταμό Σομμγιανα ενισχύσουν το μέτωπο, ενώ άλλες επτά θα ακολουθούσαν την επόμενη εβδομάδα.
Τον Ιούλιο καιτον Αύγουστο, οι Γερμανοί αντέταξαν 35 πρόσθετες μεραρχίες στο βρετανικό μέτωπο και άλλες επτά μεραρχίες στο γαλλικό μέτωπο. Οι εφεδρικές δυνάμεις των Γερμανών είχαν εξασθενήσει δραματικά, αφού τους είχε μείνει μόνο μια εφεδρική μεραρχία.
Οι Βρετανοί αποσκοπούσαν στην εξασθένηση των Γερμανών καιτην αποδυνάμωση των μετώπων. Για αυτό το λόγο συνέχισαν τις επιθέσεις. Ηπιο αιματηρή και αποτυχημένη από τις μάχες που ακολούθησαν ήταν αυτή τουΦρομέλ στις 19 - 20 Ιουλίου, απέναντι του υψώματος «Aubers» στην τοποθεσία Αρτουά (Artois).
Θρήνησαν 7.080 Αυστραλούς και Βρετανούς στρατιώτες χωρίς να καταλάβουν κανένα έδαφος.
Στις 14 Ιουλίου (ημέρα της Βαστίληςστη Γαλλία), ο τέταρτος στρατός ήταν τελικά έτοιμος γιανα επαναλάβει την επίθεση στο νότιο τομέα.
Η επίθεση, γνωστή ως μάχη του Μπαζεντέν, στόχευε στη κατάληψη της γερμανικής δεύτερης αμυντικής θέσης που εκτεινόταν κατά μήκος του λόφου της οροσειράς Μπαζεντέν (Bazentin), στην οδό Albert–Bapaume, το νοτιοανατολικό σημείο προς τα χωριά Γκιγιεμόν (Guillemont) και Γκινσύ (Ginchy). Οι στόχοι ήταν να καταληφθούν τα χωριά Μπαζεντέν λε Πετί, Μπαζεντέν λεΓκρανκαι Λονγκεβάλ (Longueval), τα οποία ήταν δίπλα στο δάσος του Delville. Πέρα από αυτήν τη γραμμή, στην αντίστροφη κλίση της κορυφογραμμής, βρίσκεται ένα άλλο δάσος, τοΟτ Φορέ (Haut Forêt).
Η 21η μεραρχία κάνει επίθεση στο Μπαζεντέν λε Πετί, 14 Ιουλίου 1916. Η κόκκινη διακεκομμένη γραμμή δείχνει το πεδίο της μάχης στις 9.00 π.μ.
Ιδιαίτερη αντίθεση σημειώνεται μεταξύ της προετοιμασίας και της εκτέλεσης αυτής της επίθεσης σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ενέργειες της 1ης Ιουλίου.
Η επίθεση στην οροσειρά Μπαζεντέν έγινε από τέσσερις μεραρχίες σε ένα μέτωπο 5,5 χλμ μετα στρατεύματα να ξεκινούν στις 3:25 π.μ. τα χαράματα, μετά από έναν πεντάλεπτο βομβαρδισμό αιφνιδιασμού.
Ήδη κατά τη διάρκεια του πρωινού, η πρώτη φάση της επίθεσης ήταν πλήρης επιτυχία και, όπως καιτην 1η Ιουλίου, το γερμανικό μέτωπο έσπασε. Αλλά και πάλι, όπως καιτην 1η Ιουλίου, οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία.
Στην προσπάθειά τους αυτή, πραγματοποιήθηκε η διασημότερη δράση του πολεμικού ιππικού στη μάχη τουΣομμ, όταν οι7th Dragoon Guardsκαιτο2nd Deccan Horse προσπάθησαν να καταλάβουν το δάσος του High Wood.
Πιθανώς οι Βρετανοί να κατελάμβαναν το High Wood, αλλά οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να συνέρχονται και έτσι, μετά τη νύχτα της 14ης Ιουλίου, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν την επόμενη ημέρα.
Οι Βρετανοί είχαν μια βάση στο High Wood καιθα συνέχιζαν νατο υπερασπίζονται για πολλές ημέρες, όπως καιτο δάσος του Ντελβίλκαι το γειτονικό Λονγκεβάλ. Δυστυχώς όμως, παρ'όλη την προσωρινή επιτυχία της 14ης Ιουλίου, ακόμα δεν είχαν μάθει πώς να κερδίζουν τις μάχες στα χαρακώματα.
Στη νύχτα της 22ας Ιουλίου, ο Ρόουλινζον διέταξε επίθεση χρησιμοποιώντας έξι μεραρχίες κατά μήκος του μετώπου της 4ης στρατιάς, που απέτυχε εντελώς. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να αλλάζουν την τακτική τους: αντί να πολεμάν στα χαρακώματα άρχισαν να σχηματίζουν ένα ευέλικτο σύστημα άμυνας έτσι ώστε να δυσκολεύουν το πυροβολικό που τους βομβάρδιζε.
ΣτονΒ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, επαναλήφθηκαν οι γαλλογερμανικές συγκρούσεις στην περιοχή τουΣομμ. Μετά τη διάσπαση στοΣεντάνκαιτην εκμηδένιση της γραμμής Μαζινότογερμανικό Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας. 48 μεραρχίες, υπό τον στρατηγό Γκερντ φον Ρούντστεντ κατευθύνθηκαν νότια της γραμμής Μαζινό, ενώ ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν είχε αρχίσει ευρείες αμυντικές επιχειρήσεις στην περιοχή του ποταμού Σομμ. Στις 5 Ιουνίου1940, οι Γερμανοί άρχισαν να σφυροκοπούν τα οχυρώματα των Γάλλων από όλες τις πλευρές. Τα γερμανικά στρατεύματα, που είχαν κυριεύσει τηΔουνκέρκη υπό τις διαταγές του Ρούντστεντ, έσπασαν εύκολα τη γαλλική άμυνα, και στις 8 Ιουνίου1940ο ποταμός Σομμ παρακάμφθηκε. Πλέον, όλη η βόρεια Γαλλία ανήκε στους Γερμανούς καιοι μηχανοκίνητες γερμανικές φάλαγγες, μετη βοήθεια τωνστούκαδεν βρήκαν καμιά αντίσταση στην πορεία τους προς τοΠαρίσι, το οποίο κυριεύθηκε στις 4 Ιουνίου1940.
↑Adriessen, J.H.S. (2006). Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Αθήνα: Καρακώτσογλου. σελ. 346.
↑Edmonds, James Edward. History of the Great War Based on Official documents (Military Operations: France and Belgium, 1916). MacMillian and Company, Ltd., 1932. p.xiii
↑Doughty, Robert A. Pyrrhic Victory: French Strategy and Operation in the Great War. Cambridge, MA: The Belknap Press of Harvard University, 2005. p.291
↑Regan, Geoffrey. The Guinness Book of More Military Blunders (London: Guinness Publishing, 1993), p.154.
↑Gordon Corrigan (Mud, Blood and Poppycock, p.274) has defended these orders as military necessity, thus:
Critics of the Somme make much of what they see as insistence on parade ground precision, with men being ordered to walk and keep in line. This had nothing to do with ceremonial parades, but was a perfectly sensible rule to ensure that control was not lost, that men were not shot by their own side, and that they all arrived on the objective together and in a fit state to engage the enemy. Scorn is also poured on the need for the attacking infantry to carry packs weighing sixty pounds. This is one of the enduring myths of the First World War, and derives from an imperfect reading of Field Service Regulations. In fact, it was everything that the man carried and wore that weighed sixty pounds: the uniform he stood up in, the boots on his feet, his weapon and its ammunition. In the attack large packs were left behind, and the small pack contained only the essentials for the operation. That said, each man still had to carry his entrenching tool, extra rations, two gas helmets, wire cutters, 220 rounds of ammunition, two grenades and two sandbags, while ten picks and fifty shovels were taken by each leading company." This was no light burden, and the follow up troops, coming immediately after those who carried out the actual assault, carried a great deal more.
It is one thing to capture ground, quite another to hold it. Once into a German position the objective had to be consolidated and held against the inevitable counter attack. This meant that the existing defence works had to be turned round to face the other way, wire obstacles had to be constructed and communications had to be established. Ammunition, grenades and digging implements had to be there, to say nothing of signals cable, water and food, and there was no other way of making all this immediately available to the infantry than by having them carry it with them.
Others are less generous. Regan (op. cit., p.156) blames Rawlinson's distrust of the New Army troops and his belief they would be inclined to just dive for cover if given the opportunity, despite warnings they would be massacred. The Germans professed astonishment, with reason.
↑Adriessen, J.H.S. (2006). Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αθήνα: Καρακώτσογλου. σελ. 347.