Τομίσο (ιαπωνικά: みそ ή 味噌) είναι παραδοσιακό ιαπωνικό καρύκευμα το οποίο παράγεται από ζυμωμένους καρπούς σόγιας, μαζί με αλάτι καικότζι (ο μύκητας Aspergillus oryzae) και μερικές φορές με ρύζι, σιτάρι, φύκια και άλλα συστατικά. Το αποτέλεσμα είναι μία παχιά πάστα η οποία χρησιμοποιείται σε σάλτσες και αλείμματα, λαχανικά και κρέατα. Επίσης συνδυάζεται μετη σούπα ντάσι, δημιουργώντας τη σούπα μίσο (μισοσίρου, 味噌汁), ένα χαρακτηριστικό πιάτο της ιαπωνικής κουζίνας. Το μίσο χρησιμοποιείται ευρέως στην Ιαπωνία, τόσο σε παραδοσιακά όσο και σύγχρονα πιάτα, και έχει τραβήξει παγκοσμίως την προσοχή.[1]
Το μίσο είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία και είχε σημαντικό διατροφικό ρόλο στην φεουδαρχική Ιαπωνία. Πωλείται σε σφραγισμένα δοχεία τα οποία συντηρούνται στο ψυγείο μετά το άνοιγμα. Το μίσο περιέχει ωφέλιμα βακτήρια, όπως τοTetragenococcus halophilus, τα οποία μπορεί να πεθάναν κατά το μαγείρεμα. Γι'αυτό το λόγο προτείνεται να προστίθεται στο τέλος, ακριβώς πριν αφαιρεθεί το σκεύος από τη φωτιά, ενώ μπορεί να καταναλωθεί και χωρίς να έχει μαγειρευτεί.[2]
Συνήθως το μίσο είναι αλμυρό, αλλά η γεύση τουκαιτο άρωμά του εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως τα υλικά καιη διαδικασία ζύμωσης. Ανάλογα μετην ποικιλία, μπορεί να περιγραφεί ως αλμυρό, γλυκό, γεώδες, φρουτώδες καιουμάμι.