Ημαγυαροποίηση είναι η διαδικασία της αφομοίωσης (ή της πολιτιστικής αφομοίωσης) κατά την οποία οιμη Ούγγροι υιοθετούσαν τηνουγγρική εθνική ταυτότητα και γλώσσα, είτε οικειοθελώς είτε λόγω της κοινωνικής πίεσης, συχνά μετη μορφή της αναγκαστικής πολιτικής που ακολουθούσε το ουγγρικό κράτος προπολεμικά.[1]
Στην εποχή της εθνικής αφύπνισης, οι Ούγγροι διανοούμενοι μετέφεραν τις ιδέες του λεγόμενου πολιτικού έθνους και έθνους κράτους από τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες (ειδικά τις αρχές της πολυεθνικής Γαλλίας του 18ου αιώνα) που περιείχε την ιδέα της αφομοίωσης, γλωσσικά και πολιτισμικά, των μειονοτήτων.[2]
Ο Ουγγρικός Νόμος περί εθνικοτήτων (1868) εγγυόταν ότι όλοι οι πολίτες τουΒασιλείου της Ουγγαρίας (τότε μέρος της Διπλής Μοναρχίας), ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, αποτελούσαν πολιτικά "ένα ενιαίο έθνος, το αδιαίρετο, ενιαίο ουγγρικό έθνος", καιδεν μπορούσε να υπάρξει διαφοροποίηση μεταξύ τους εκτός από την επίσημη χρήση των γλωσσών και μετά μόνο εφόσον επιβαλλόταν από πρακτικούς λόγους.[3] Παρά τον νόμο, η χρήση των μειονοτικών γλωσσών παραγκωνίστηκε σχεδόν παντού από την διοίκηση, ακόμη καιστο δικαστικό σύστημα. Ακόμη καιοι προσφυγές στον νόμο για τις εθνικότητας αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση ή κατάχρηση. Ηουγγρική γλώσσα υπερεκπροσωπούνταν στα δημοτικά σχολεία και σχεδόν όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση και μετά χρησιμοποιούσαν τα ουγγρικά.
Κατά τη διάρκεια του μεγάλου 19ου αιώνα, οι Ούγγροι πολιτικοί και διανοούμενοι είχαν αυστηρή στάση στην σύγχρονη φιλελεύθερη αντίληψη του εθνικού ζητήματος, η οποία βασιζόταν αυστηρά στηνατομικότητα. Μετη συνεχή αναφορά στην έννοια του ατομικισμού, προσπάθησαν να μειώσουν μετο θέμα των μειονοτήτων σε ένα απλό ζήτημα γιατα γλωσσικά και πολιτιστικά δικαιώματα, αρνούμενοι τα συλλογικά δικαιώματα γιατην δημιουργία πολιτικών αυτόνομων εθνοτήτων.[4]
Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ο κρατικός μηχανισμός λειτουργούσε εξολοκλήρου στα ουγγρικά, όπως και όλη η οικονομία καιη κοινωνική ζωή πάνω από το κατώτερο επίπεδο. Το 1910, το 96% των δημοσίων υπαλλήλων, το 91.2% όλων των δημοσίων υπαλλήλων, το 96.8% των δικαστών και εισαγγελέων, το 91.5% των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καιτο 89% των ιατρών είχαν την ουγγρική ως μητρική γλώσσα.[5]Η διαδικασία του εξουγγρισμού κινούταν με εξαιρετικά γρήγορη ταχύτητα στις πόλης. Σχεδόν όλοι οιΕβραίοικαιοιΓερμανοί, αλλά και πολλοί ΣλοβάκοικαιΡουθήνιοι της μεσαίας τάξης είχε εξουγγριστεί.
Το ποσοστό του πληθυσμού μετα ουγγρικά ως μητρική γλώσσα αυξήθηκε κατά σχεδόν οχτώ μονάδες σε 30 χρόνια, από 46.6% το 1880 σε 54.5% το 1910. Η απογραφή του 1910 (και τις προηγούμενες απογραφές) δεν καταχώρησε την εθνικότητα αλλά τη μητρική γλώσσα (καιτη θρησκεία), με αποτέλεσμα να λαμβάνει κατά καιρούς κριτική.
Ωστόσο, ο περισσότερους εξουγγρισμός γινόταν στο κέντρο της χώρας καιστην μεσαία τάξη που είχε πρόσβαση στην εκπαίδευση, όντας αποτέλεσμα της αστικοποίησηςκαι της εκβιομηχάνισης. Δεν άγγιξε πολύ τους αγροτικούς πληθυσμούς στην ουγγρική επαρχία καιτα γλωσσικά σύνορα δεν μεταβλήθηκαν σημαντικά από την γραμμή που βρίσκονταν έναν αιώνα νωρίτερα.[3]