ΤοΒέλγιο είναι μιασυνταγματικήκαικληρονομικήμοναρχία. Ο μονάρχης φέρει τον τίτλο τουΒασιλιά των Βέλγωνκαι αποτελεί τον αρχηγό του κράτους. Από την ανεξαρτησία του Βελγίου το 1830 έχουν υπάρξει επτά βασιλείς. Ονυν μονάρχης, Φίλιππος, ανέβηκε στον θρόνο στις 21 Ιουλίου 2013, μετά την παραίτηση του πατέρα του.[1][2][3]
Όταν το Βέλγιο απέκτησε την ανεξαρτησία τουτο 1830, ηΕθνοσυνέλευση επέλεξε ως μορφή διακυβέρνησης τησυνταγματική μοναρχία. Η Εθνοσυνέλευση πραγματοποίησε ψηφοφορία επί του θέματος στις 22 Νοεμβρίου 1830, με αποτέλεσμα 174 ψήφους υπέρ της μοναρχίας και 13 κατά. Τον Φεβρουάριο του 1831 η Εθνοσυνέλευση πρότεινε γιατον θρόνο τονΛουδοβίκο, Δούκα του Νεμούρ, καιγιοτου Γάλλου Βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου, όμως οι διεθνείς συγκυρίες ανάγκασαν τον Λουδοβίκο Φίλιππο να αρνηθεί την τιμή αυτή γιατονγιοτου.[4]
Το Βασίλειο του Βελγίου δεν αποτέλεσε ποτέ μία απόλυτη μοναρχία. Σεμια κληρονομική και συνταγματική μοναρχία, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, ο ρόλος καιη λειτουργία του Βασιλιά καθορίζεται ρητά από τοΣύνταγμα. Το βασιλικό αξίωμα του προορίζεται αποκλειστικά για τους άμεσους απογόνους του πρώτου Βασιλιά των Βέλγων, Λεοπόλδου Α΄.
Δεδομένου ότι ο μονάρχης δεσμεύεται από το Σύνταγμα (ανεξάρτητα από ιδεολογικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, πολιτικές απόψεις και διαμάχες ή οικονομικά συμφέροντα), προορίζεται να ενεργεί ως διαιτητής και θεματοφύλακας της βελγικής εθνικής ενότητας και ανεξαρτησίας.[7]Οι μονάρχες του Βελγίου αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους έπειτα από τη δημόσια ορκωμοσία τους να τηρούν πιστά το Σύνταγμα.
Ο γιος του Λεοπόλδου Α΄, Βασιλιάς Λεοπόλδος Β΄, έχει στιγματιστεί γιατην ίδρυση καιτην κεφαλαιοποίηση τουΕλεύθερου Κράτους του Κονγκό, πουτο διαχειρίστηκε ως «προσωπικό φέουδο». Μετη δημοσιοποίηση των θηριωδιών που συνέβησαν στο Κονγκό, η βελγική κυβέρνηση ανέλαβε τη διακυβέρνησή του.[11][12][13]
Σε διάφορες περιπτώσεις ο Λεοπόλδος Β΄ εξέφρασε δημόσια τη διαφωνία τουμετην πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση της χώρας (όπως συνέβη το 1887 και το 1905 εναντίον του πρωθυπουργού Ωγκύστ Μπερνάρτ), ενώ κατηγορήθηκε γιαμη συμμόρφωση μετο κοινοβουλευτικό σύστημα της χώρας.[14][15]
Ο Λεοπόλδος Β΄ απεβίωσε χωρίς να έχει αποκτήσει νόμιμους απογόνους. Έτσι, ο θρόνος πέρασε στον ανιψιό τουΑλβέρτο, ο οποίος βασίλευσε από το 1909 μέχρι το 1934. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περίπου το 90% του Βελγίου κατελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα, με αποτέλεσμα στηΣυνθήκη των Βερσαλλιώννα βρίσκεται ανάμεσα στους νικητές. Διατήρησε τον έλεγχο του Βελγικού Κονγκό και απέκτησε την εντολή διοίκησης της Ρουάντα-Ουρούντι. Το 1934, ο Αλβέρτος τραυματίστηκε θανάσιμα, υπό μυστηριώδεις συνθήκες, κατά τη διάρκεια μιας ορειβασίας.
ΟΛεοπόλδος Γ΄ βασίλευσε από το 1934 έως το 1951. Κατά το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου προσπάθησε να διατηρήσει τη βελγική ουδετερότητα, αποτυγχάνοντας να αποτρέψει τη γερμανική εισβολή και κατοχή της χώρας τον Μάιο του 1940. Ο Λεοπόλδος απέρριψε τη συνεργασία μετην κυβέρνηση που τοποθέτησε η Ναζιστική Γερμανία και αρνήθηκε να διοικήσει το Βέλγιο σύμφωνα με τις επιταγές της. Αντιθέτως, προσπάθησε να διεκδικήσει την εξουσία του ως μονάρχης και επικεφαλής της βελγικής κυβέρνησης, ανκαι αποτελούσε αιχμάλωτος των Γερμανών. Παρά την περιφρόνησή του προς τους Γερμανούς, η βελγική εξόριστη κυβέρνηση στο Λονδίνο υποστήριξε ότι ο βασιλιάς δεν εκπροσωπούσε τη νόμιμη βελγική κυβέρνηση καιδεν ήταν σε θέση να βασιλέψει. Τον Ιούλιο του 1951 παραιτήθηκε από τον θρόνο υπέρ τουγιουτουΒαλδουίνου. Ο Βαλδουίνος παρέμεινε στον θρόνο μέχρι τον θάνατό τουτο 1993. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τουτο Βέλγιο αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, ενώ το Βελγικό Κονγκό απέκτησε την ανεξαρτησία του. Το 1990 προκλήθηκε κρίση μετην κυβέρνηση, όταν ο Βαλδουίνος αρνήθηκε να υπογράψει το νομοσχέδιο σχετικά με τις αμβλώσεις, που είχε προηγουμένως υπερψηφίσει το Κοινοβούλιο.
Οι μονάρχες του Βελγίου ανήκαν αρχικά στον Οίκο της Σαξονίας-Κοβούργου και Γκότα. Το όνομα της δυναστείας άλλαξε από τον Αλβέρτο Α΄ το 1920 σε Οίκο του Βελγίου, ως αποτέλεσμα του αντιγερμανικού κλίματος.
Φραγκίσκος Δούκας της Σαξονίας- Κοβούργου-Σάαλφελντ 1750–1806 βασ.1800–1806
↑Van Kalken, Frans (1950). La Belgique contemporaine (1780-1949) (στα Γαλλικά). Paris: Armand Colin. σελ. 43. ...dirigeant personnellement les Affaires étrangères, comme un souverain d'Ancien Régime, en discutant toutes les questions importantes avec ses ministres, ceux-ci n'ayant d'autorité que pour autant qu'ils étaient ministres du roi...