ΤοΜπαμπρούισκ ή Μπομπρούισκ (λευκορωσικά: Бабру́йск, ρωσικά: Бобру́йск, πολωνικά: Bobrujsk) είναι πόλη στην περιφέρεια Μογκίλεβ, στην ανατολική Λευκορωσία. Σύμφωνα μετην απογραφή του 2009, έχει 215.092 κατοίκους.[2]Η πόλη είναι κτισμένη στις όχθες του ποταμού Μπερεζίνα, παραποτάμου τουΔνείπερου. Το όνομα της πόλης (όπως καιτου ποταμού Μπαμπρούισκα) πιθανότατα προέρχεται από τη λευκορωσική λέξη μπαμπιόρ (бобёр), η οποία σημαίνει κάστορας, οι οποίοι κάποτε ζούσαν στον Μπερεζίνα, μέχρι που εξαφανίστηκαν λόγω του κυνηγιού.[3]
Η πρώτη αναφορά στο Μπαμπρούισκ γίνεται στα μέσα του 14ου αιώνα, όταν η περιοχή κατακτήθηκε από τονΓκεντιμίνας. To 1502, οιΤάταροι επέδραμαν στη πόλη. Η πόλη αναπτύχθηκε σε εμπορικό σταθμό και αναφέρεται στις πόλεις στα σύνορα Πολωνίας-Ρωσίας όπου υπήρχαν τελωνεία. Υπάρχουν στοιχεία αγοράς ενώ κάθε χρόνο στη πόλη διοργανωνόταν πανηγύρι. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το Μπομπρούισκ είχε ήδη αναπτυχθεί σε σημαντική πόλη στοΜεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας, προστατευμένη από κάστρο του 14ου αιώνα, έδρα της τοπικής κυβέρνησης και είχε πληθυσμό περίπου 2.000 κατοίκων. Η πόλη ήταν ανάμεσα στις πρώτες οι οποίες συμμετείχαν στην επανάσταση των Κοζάκων της Ουκρανίας το 1648, λόγω της κοινής γλώσσας και θρησκείας. Το 1649, οι Πολωνοί πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την πόλη, αλλά μετά από ενισχύσεις, ο πολωνικός στρατός κατέλαβε την πόλη τις 21 Φεβρουαρίου 1649, καιστον πόλεμο που ακολούθησε μετη Ρωσία, ο πολωνικός στρατός της σταθμευμένος στην πόλη. Το 1655 οι Ρώσοι κατέλαβαν και κατέστρεψαν το Μπομπρούισκ. Η περιοχή στη συνέχεια γνώρισε την παρακμή. Μετά το δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας, το 1793, το Μπομπρούισκ έγινε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[3]
To 1810, αποφασίστηκε στην πόλη να κατασκευαστεί ένα νέο οχυρό, ένα από τα μεγαλύτερα στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας, με έκταση 120 εκτάρια. Οι εργασίες άρχισαν τις 4 Ιουνίου 1810. Κατά τη διάρκεια της γαλλικής εισβολής στη Ρωσίατο 1812, το οχυρό άντεξε τις επιθέσεις για 4 μήνες.[4] Μετά τον πόλεμο, το κάστρο ανακατασκευάστηκε. Πέρα από το οχυρό, στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης βοήθησε καιη θέση της πάνω σε εμπορικές οδούς καιη μεταφορά ξυλείας από τα δάση της περιοχής μέσω του ποταμού προς τα νότια. Πέρα από το εμπορείο, αναπτύχθηκε καιη βιομηχανία ξύλου. To 1873 εγκαινιάστηκε σιδηροδρομική γραμμή η οποία συνέδεε τη βόρεια Ουκρανία μετο λιμάνι της ΛιέπαγιαστηΒαλτική, περνώντας μέσα από το Μπομπρούισκ. Η πόλη, με ξύλινα σπίτια, συχνά καταστρεφόταν από πυρκαγιές, όπως το 1854, το 1881 και το 1902, όταν καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πόλης.[5] Επίσης, υπήρχε σταθερή αύξηση του πληθυσμού των Εβραίων του Μπαμπρούισκ μετά τους Ναπολεόντιους πολέμους. Το 1897, ο πληθυσμός της πόλης ήταν 34,336, από τους οποίους 5.572 ήταν στρατιωτικό προσωπικό καιοι οικογένειές του, ενώ οι Εβραίοι αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της πόλης, αριθμώντας 20.759 μέλη (περίπου το 60% των κατοίκων της πόλης).[5][6]
Προς το τέλος τουΑ΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τις 2 Φεβρουαρίου μέχρι τις 11 Μαρτίου 1918, στη μάχη του Μπομπρούισκ, οι Πολωνοί νίκησαν τους Ρώσους, αλλά μετά την πόλη κατέλαβαν οι Γερμανοί. Η πόλη μετά πέρασε στην κατοχή των Σοβιετικών καιτο 1919 την πόλη κατέλαβαν οι Πολωνοί. Εν τέλει, το 1920, η πόλη πέρασε στην κατοχή των Σοβιετικών.[7]Τον Ιούλιο του 1941 η πόλη κατελήφθη από τους Ναζί και μετατράπηκε σε στρατιωτική βάση. Περίπου 20.000 Εβραίοι του Μπαμπρούισκ δολοφονήθηκαν και τάφηκαν σε μαζικούς τάφους.[8]Το οχυρό μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπου σκοτώθηκαν περίπου 40.000 στρατιώτες και 40.000 πολίτες.[4]Οι Σοβιετικοί ανέκτησαν την πόλη τον Ιούνιο του 1944.[8]Η πόλη μετά τον πόλεμο συνέχισε την ανάπτυξή της καιτο 1959 είχε 96.000 κατοίκους.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η πόλη βρέθηκε στη Λευκορωσία.
Το οχυρό του Μπαμπρούισκ. Κατασκευάστηκε το 1810 στη θέση παλαιότερων οχυρώσεων οι οποίες χρονολογούνταν από τον 14ο αιώνα. Είναι μία από τις καλύτερα διατηρημένες οχυρώσεις τον πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
Η λευκή εκκλησία (Άγιος Γεώργιος), κοντά στο οχυρό.