ΟΝομός, (επίσης καιΝομή), ήταν διοικητική υποδιαίρεση της αρχαίας Αιγύπτου. Η σύγχρονη χρήση της ελληνικής λέξης νομός αντί της αιγυπτιακήςsepat έχει τις ρίζες της στηνπτολεμαϊκή περίοδο. Οι αρχαίοι έλληνες γοητευμένοι μετην Αίγυπτο άφησαν πολλές ιστορικές καταγραφές γιατη χώρα. Καθώς οι Δυτικοί ιστορικοί είχαν ευκολότερη πρόσβαση σε αυτές τις πηγές, αυτές επηρέασαν την υιοθέτηση ελληνικών όρων.
Η υποδιαίρεση της αρχαίας Αιγύπτου σε νομούς μπορεί να αναχθεί στηνΠροδυναστική περίοδο της Αιγύπτου (πριντον 32ο αιώνα π.Χ. -3200). Οι Νομοί αυτοί στην αρχή υπήρχαν σαν αυτόνομα φεουδαρχικά βασίλεια[εκκρεμεί παραπομπή], αλλά αργότερα άρχισαν να ενοποιούνται. Την τελική ενοποίηση της Αιγύπτου σύμφωνα με τις αρχαίες παραδόσεις ολοκλήρωσε ο ηγεμόνας Μήνης [1].
Η υποδιαίρεση σε νομούς όχι μόνο επιβίωσε παραπάνω από τρεις χιλιετίες, αλλά καιοι όρια τους παρέμειναν αξιόλογα σταθερά. Η πρώτες αναφορές σε κάποιες νομούς όπως ηΞόιςστοΔέλτα ή ηΧεντστην Άνω Αίγυπτο, βρίσκονται στηΣτήλη του Παλέρμο, που συντάχθηκε κατά την5η Δυναστεία. Τα ονόματα άλλων, όπως της Βούβαστιςδεν εμφανίζονται πριν από την περίοδο τουΝέου βασιλείου. Σύμφωνα μετο σύστημα που επικράτησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της φαραωνικής ιστορίας, η χώρα χωριζόταν σε 42 νομούς.
ΗΚάτω Αίγυπτος από την πρωτεύουσα τουΠαλαιού βασιλείουΜέμφιδα ως τηΜεσόγειο, αποτελούνταν από 20 νομούς. Ο πρώτος βρισκόταν γύρω από τη Μέμφιδα, τηΣακκάρακαιτηνΓκίζα, σεμια περιοχή που σήμερα είναι το μοντέρνο Κάιρο. Η αρίθμηση των νομών ήταν λίγο πολύ σταθερή, από τα νότια προς τα βόρεια και από τα δυτικά τα πρώτα νούμερα προς τα ανατολικά τα μεγαλύτερα. Έτσι, ηΑλεξάνδρεια ήταν ο 3ος νομός, η Βούβαστις ο 18ος.
ΗΆνω Αίγυπτος χωριζόταν σε 22 νομούς. Ο πρώτος ήταν γύρω από τηνΕλεφαντίνη, κοντά στα σύνορα της Αιγύπτου μετηΝουβίαστον Πρώτο Καταρράκτη, η περιοχή του σύγχρονου Ασουάν. Από ‘κεικαι πέρα η αρίθμηση ακολουθούσε σειρά προς τη ροή του Νείλου (προς τα βόρεια), κατά μήκους της στενής εύφορης λωρίδας γης που αποτελούσε την Κοιλάδα του Νείλου. Η Ουασέτ (οι αρχαίες Θήβες ή το σύγχρονο Λούξορ) ήταν στον 4ο Νομό, ηΑμάρνα στον 14ο, καιτοΜεϊντούμ στον 21ο.
Κάποιοι νομοί προστέθηκαν ή άλλαξαν όνομα κατά την περίοδο της Πτολεμαϊκής και Ρωμαϊκής κατάκτησης της Αιγύπτου. Για παράδειγμα, οιΠτολεμαίοι μετονόμασαν το νομό της Κροκοδειλόπολιςσε Αρσινόη. ΟΑδριανός δημιούργησε ένα νέο νομό, τον Αντινοοπολιτικό, με πρωτεύουσα τηνΑντινοόπολη (Ἀντινόου πόλις).
Διοικητής του Νομού ήταν ο Νομάρχης. Η θέση του Νομάρχη ήταν κατά καιρούς κληρονομική, ενώ κατά άλλες περιόδους διοριζόταν από τονΦαραώ. Γενικά, σε περιόδους πουη κεντρική διακυβέρνηση ήταν ισχυρή, η νομάρχες ήταν κυβερνήτες διορισμένοι από τον Φαραώ. Όταν όμως η κεντρική διακυβέρνηση ήταν αδύναμη, -όπως σε περιόδους ξένης εισβολής και κατάκτησης ή εμφυλίων πολέμων-, ξεχωριστοί νομοί ενίσχυαν την εξουσία τους και εγκαθιστούσαν κληρονομική διαδοχή νομαρχών. Οι διαμάχες μεταξύ αυτών των κληρονομικών φεουδαρχών ήταν συνηθισμένες, για παράδειγμα κατά τη διάρκεια της Πρώτης μεταβατικής περιόδου, μιας περιόδου που γνώρισε την κατάρρευση της κεντρικής διακυβέρνησης που διήρκησε από περίπου από την 6η ως την11η Δυναστεία, μέχρι που ένας τοπικός ηγεμόνας (οΜεντουχοτέπ Β') μπόρεσε να επιβάλει τον έλεγχο τουσε ολόκληρη τη χώρα ως Φαραώ.
Η μορφή των νομών επιβίωσε κατά τηνπτολεμαϊκή περίοδο και μέχρι τη Ρωμαϊκή περίοδο. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης, οι νομοί έκοβαν δικό τους νόμισμα, το λεγόμενο "νόμισμα του νομού", το οποίο αντανακλούσε προσωπικές και τοπικές συνδέσεις και παραδόσεις. Οι νομοί της Αιγύπτου διατήρησαν την αρχική τους σημασία ως διοικητικές περιφέρειες μέχρι τη θεμελιώδη αναδιάταξη του κράτους και της γραφειοκρατίας κατά τη βασιλεία τωνΔιοκλητιανούκαιΜέγα Κωνσταντίνου.
Από το 307-8 μ.Χ., τη θέση των νομών πήραν μικρότερες διοικητικές υποδιαιρέσεις που ονομαζόταν pagi (ενικός pagus). Τελικά από το σύστημα ανήρθαν ισχυροί τοπικοί αξιωματούχοι που ονομάστηκαν «πάγαρχοι» , από τους οποίους απέρρεαν οι σχέσεις εξουσίας. Στην αρχή ο ρόλος τους ήταν η οργάνωση της συλλογής των φόρων, ενώ κατόπιν απέκτησαν και στρατιωτικές αρμοδιότητες. Συνήθως ήταν πλούσιοι φεουδάρχες που κυβερνούσαν το φέουδο (pagus) της καταγωγής τους.