Τοπαντζάρι (Beta vulgaris) ή κοκκινογούλι είναι φυτό της οικογένειας αμαρανθοειδή, του μέρους της που παλιότερα ήταν γνωστό ως χηνοποδιοειδή. Είναι μονοετές ή διετές φυτό του οποίου ηρίζα είναι εδώδιμη. Υπάρχουν πολλές καλλιεργήσιμες ποικιλίες, όπως τοσέσκουλο, μια φυλλώδης ποικιλία παντζαριού, καιτοζαχαρότευτλο, του οποίου η ρίζα έχει υψηλή συγκέντρωση σε σάκχαρα. Όλες οι καλλιεργήσιμες ποικιλίες παντζαριού προέρχονται από το υποείδος B. v. vulgaris. Άλλα υποείδη του παντζαριού είναι ταB. v. maritima, το οποίο βρίσκεται στη Μεσόγειο, στις ευρωπαϊκές ακτές του Ατλαντικού, από τη Μέση Ανατολή μέχρι την Ινδία, καιτοB. v. adanensis, το οποίο βρίσκεται στη βόρεια ανατολική Μεσόγειο. Η εξημέρωση του φυτού θεωρείται ότι έλαβε χώρα τη 2η χιλιετία π.Χ. στηνπεριοχή της Μεσογείου.
Το φυτό φτάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο. Έχει μικρά ερμαφρόδιτα άνθηκαιηεπικονίασήτου γίνεται από τον άνεμο. Το φυτό προτιμά καλά στραγγιζόμενα εδάφη. Ταφύλλατου έχουν σχήμα καρδιάς και μήκος 5 με 20 εκατοστά.
Το παντζάρι τρώγεται τόσο ωμό, όσο και μαγειρεμένο, ολόκληρο. Η ρίζα του ωμή είναι σκληρή, ενώ μαγειρεμένη είναι πιο μαλακή. Χρησιμοποιείται στις σαλάτες. Εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητάς τουσεσάκχαρα, περίπου 16 έως 20%, χρησιμοποιείται ως πηγή σακχάρου στις περιοχές με εύκρατο κλίμα. Επίσης καιτα φύλλα του είναι εδώδιμα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν αντί τουσπανακιού, όμως τα ωμά φύλλα μπορεί να αφήσουν πικρή γεύση στο στόμα.[1]
Τα παντζάρια είναι πλούσια σευδατάνθρακες, νιτρικά άλατα, μαγνήσιο, σίδηρο, κάλιο, νάτριο, βιταμίνη Cκαιφολικό οξύ. Σε αντίθεση μετα φρούτα, η κύρια πηγή σακχάρων στο παντζάρι είναι ησουκρόζη. Το έντονο κόκκινο χρώμα τους οφείλεται στην παρουσία βουλγαξανθίνης. Σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστήμιου του Έξετερ, τα παντζάρια βελτιώνουν την αντοχή κατά 16% καιο χυμός τους βοηθάει στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.[2]Τομαγνήσιοπου περιέχουν βοηθάει την απορρόφηση του ασβεστίου. Στην παραδοσιακή ιατρική, τα παντζάρια έχουν καθαρτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται επίσης γιατην αντιμετώπιση της ουρικής αρθρίτιδας και άλλων αρθραλγιών και της πιτυρίδας.[3]