Στην ορολογία της μουσικολογίας -και ειδικότερα στον κλάδο της οργανολογίας- μετον όρο πνευστά περιγράφονται εκείνα ταμουσικά όργαναστα οποία η παραγωγή ήχου είναι συνέπεια της δόνησης ενός σώματος ή μιας στήλης αέρα. Τα πνευστά ανήκουν στη μητρική κατηγορία τωναερόφωνων οργάνων και διαφοροποιούνται ανάλογα μετον ειδικότερο τρόπο ηχοπαραγωγής, το υλικό κατασκευής τους, τη χρήση τους στη μουσική κλπ. Κατά κύριο λόγο αποτελούνται από ένα σωληνοειδές σώμα και μπορεί να φέρουν επιστόμιο, οπές ή κλειδιά, πιστόνια ή άλλα επιμέρους στοιχεία. Η κύριά τους διαφοροποίηση μεταεν γένει αερόφωνα ορίζεται από το γεγονός ότι το σώμα αέρα που δονείται περικλείεται από το ίδιο το σώμα του οργάνου, το οποίο επίσης δονείται συμβάλλοντας στην ηχοπαραγωγή.
Τα πνευστά διαιρούνται σε δύο κύριες κατηγορίες, αναλόγως μετον ειδικότερο τρόπο ηχοπαραγωγής, το σημείο δηλαδή κατά το οποίο δημιουργείται η δόνηση αυτή καθεαυτή.
Στα ξύλινα πνευστά η δόνηση δημιουργείται από τη διχοτόμηση του αέρα επί ενός σημείου κρούσης. Όπως φαίνεται και από το σχεδιάγραμμα ο αέρας εκπνοής άγεται μέσω μιας διόδου (Β) που περιλαμβάνεται στοεπιστόμιο (Α) και διχοτομείται στο σημείο C. Αυτό δημιουργεί ταλάντωση του σώματος ή στήλης αέρα στο υπόλοιπο μέρος του οργάνου, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή συγκεκριμένου τονικού ύψους. Μετη χρήση οπών ηεν λόγω στήλη αέρα μπορεί να μεταβάλλεται, με αποτέλεσμα την ελεγχόμενη παραγωγή συγκεκριμένων τονικών υψών.
Τα ξύλινα πνευστά υποδιαιρούνται σε δύο γένη, ταελεύθερα (λεγόμενα και γενικώς φλάουτα ή αυλοί) καιταγλωττιδόφωνα.
Στην κατηγορία αυτή ισχύει η ηχοπαραγωγική θεωρία όπως περιγράφεται παραπάνω, ενώ υποδιαιρείται σε επιμέρους υποκατηγορίες, ανάλογα με:
το σχήμα του οργάνου (κυλινδρικό, κωνικό ή άλλο)
τη θέση του σημείου διχοτόμησης του αέρα (ευθεία ή πλάγια, ανοιχτή ή έγκλειστη (π.χ. στηφλογέρα είναι ευθεία και έγκλειστη, ενώ στοφλάουτο είναι πλάγια και ανοιχτή))
το κλειστό ή μη σώμα του οργάνου (π.χ. ησύριγγα είναι κλειστός αυλός, ενώ η φλογέρα ανοιχτός)
την ύπαρξη ή μη οπών ή κλειδιών (τα κλειδιά κατ' ουσίαν εξυπηρετούν τις μακρινές οπές πουτα δάχτυλα δεν φτάνουν)
την ύπαρξη ή μη επιστόμιου (π.χ. τονέϋκαιη σύριγγα δεν διαθέτουν επιστόμιο)
τη μεταβλητότητα ή μητου μήκους της στήλης του αέρα (το νέϋ διαθέτει οπές και μεταβάλει έτσι το μήκος της στήλης, ενώ η σύριγγα αποτελείται από σταθερού μήκους αυλούς που κατά συνέπεια δεν μεταβάλλουν το μήκος της στήλης του αέρα)
την ύπαρξη ή μη άλλων κατασκευαστικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται μετον τρόπο εκτέλεσης ή την ηχοπαραγωγή αυτή καθαυτή (π.χ. οδίαυλος διαθέτει κοινό επιστόμιο για δύο αυλούς, ο καθένας από τους οποίους διαθέτει δικό του σημείο διχοτόμησης του αέρα (βλ. σχεδιάγραμμα, σημείο C))· τοαγγλικό κόρνο διαθέτει βολβοειδή καμπάνα, η οποία προσδίδει ιδιαίτερο χρώμα στον ήχο του οργάνου)
Στην κατηγορία των γλωττιδόφωνων η ηχοπαραγωγή οφείλεται όχι σε σημείο διχοτόμησης του αέρα, αλλά στηνκατ' αρχάς δόνηση μιας γλωττίδας (συνηθέστερα από καλάμι ή μεταλλικό έλασμα). Η αρχική αυτή δόνηση προκαλεί ταλάντωση του σώματος αέρα κατά μήκος του οργάνου, παράγοντας συγκεκριμένο τονικό ύψος, το οποίο μπορεί να μεταβάλλεται μετη χρήση οπών. Τα γλωττιδόφωνα χωρίζονται σε δύο επιμέρους υποκατηγορίες, αυτά μεμονή γλωττίδακαι αυτά μεδιπλή γλωττίδα. Στην πρώτη υποκατηγορία συγκαταλέγονται τοκλαρινέτο, τοσαξόφωνοκαι επιμέρους τοσενγκ, όπου η γλωττίδα ταλαντώνεται σε σχέση μετο σταθερό επιστόμιο· στη δεύτερη υποκατηγορία συγκαταλέγονται τοόμποε, οζουρνάςκαι επιμέρους ηγκάιντα, όπου η διπλή γλωττίδα ταλαντώνεται σε σχέση μετον εαυτό της.
Τα γλωττιδόφωνα υποδιαιρούνται σε επιμέρους κατηγορίες, ανάλογες μ' αυτές που περιγράφονται παραπάνω. Σημαντικό επίσης είναι ότι το υλικό κατασκευής του κάθε οργάνου δεν είναι πάντα δείκτης της οικογένειας στην οποία ανήκει: τα ξύλινα πνευστά παραδοσιακά κατασκευάζονται από ξύλο, ωστόσο το φλάουτο καιτο σαξόφωνο -ανκαι λογίζονται ως ξύλινα πνευστά- έχουν μεταλλικό σώμα· ομοίως, τοκορνέτο θεωρείται χάλκινο πνευστό, ανκαι κατασκευάζεται εξ ολοκλήρου από ξύλο.
Η ομάδα των χάλκινων ή χειλεόφωνων πνευστών οφείλει το όνομά της στο σύνηθες υλικό κατασκευής αυτών των οργάνων, τονχαλκό ή τονορείχαλκο. Ως όρος χρησιμοποιείται στα πλαίσια της συμφωνικής ορχήστραςκαι άλλων μουσικών συνόλων γιανατα διακρίνει από ταξύλινα πνευστά, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι τα όργανα αυτής της κατηγορίας δεν απαντώνται σε άλλα πλαίσια, ή ότι το υλικό κατασκευής τους περιορίζεται μόνο σε κράματα χαλκού.
Η ηχοπαραγωγή στα χάλκινα εστιάζεται στην ταλάντωση των χειλιών του εκτελεστή, η οποία προκαλεί τη συμπαθητική ταλάντωση του αέρα στο κυρίως σώμα του οργάνου, το λεγόμενο αντηχείο. Τα χάλκινα διαιρούνται σε δύο βασικές υποκατηγορίες:
1. ταφυσικά χάλκινα, τα οποία δεν διαθέτουν οπές ή πιστόνια, καιο εκτελεστής μπορεί να εκτελέσει μόνο τους τόνους της φυσικής σειράς αρμονικών, κάτι που προκύπτει από το μήκος του σώματος του οργάνου. Τυπικά παραδείγματα αυτής της υποκατηγορίας είναι ησάλπιγγα, τοκέραςκαιτα περισσότερα χάλκινα όργανα πριντα τέλη του 18ου αιώνα. Στην ίδια ομάδα συγκαταλέγεται η γνωστή μπουρού, αλλά καιτο αυστραλιανό ντιτζεριντού, το οποίο κατασκευάζεται από ξύλο ευκαλύπτου, ο πυρήνας του οποίου αφαιρείται από τερμίτες που τρώνε το εσωτερικό μέρος.
2. ταχρωματικά χάλκινα διαθέτουν οπές ή πιστόνια και βαλβίδες, μετη βοήθεια των οποίων μεταβάλλεται το μήκος της στήλης αέρα εντός του σώματος του οργάνου, κάτι που έχει ως συνέπεια τον έλεγχο των τόνων χωρίς τον περιορισμό των φυσικών αρμονικών. Αρχικά οι κατασκευαστές ανέπτυξαν προσθαφαιρούμενα μέρη γιατα υπάρχοντα χάλκινα, επεκτείνοντας τις τονικότητες στις οποίες ήταν δυνατό να παίξουν. Αργότερα εφαρμόστηκαν πιο περίπλοκα συστήματα συνδεσμολογίας, επιτρέποντας την εκτέλεση όλων των χρωματικών φθόγγων. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει τοτρομπόνιτο οποίο διαθέτει σύστημα έλκυσης (δηλαδή γλίστρημα), επιτρέποντάς τουνα παίζει γκλισάντο, κάτι πουδεν γίνεται στα υπόλοιπα χάλκινα.
Σ' αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται τα περισσότερα σύγχρονα χάλκινα, όπως η οικογένεια της τρομπέτας, ηκορνέτα, τοκόρνο, τοευφώνιοτο αλτικόρνο καιητούμπα. Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η οικογένεια του αναγεννησιακού οργάνου κορνέτο, το οποίο κατασκευάζεται από ένα κυρτό κομμάτι ξύλου, φέρει οπές και διαθέτει επιστόμιο παρόμοιο μ' αυτό του κόρνου, συνήθως κατασκευασμένο από ελεφαντοστό ή άλλο μη υδατοπερατό υλικό (στις μέρες μας από πλαστικό). Παλαιότερα όργανα όπως ηοφικλείδακαιτοσουζάφωνο συγκαταλέγονται στηνεν λόγω κατηγορία, ωστόσο έχουν εκπέσει σε αχρηστία.