Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο. Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Γιατη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|1|11|2024}}
Ηρέγκε (αγγλικά: reggae) είναι σύγχρονο μουσικό είδος που αναπτύχθηκε με επίκεντρο τηΤζαμάικαστα τέλη της δεκαετίας του1960. Σε σύντομο χρονικό διάστημα εξελίχθηκε σε κυρίαρχο είδος της τζαμαϊκανής μουσικής σκηνής, ενώ παράλληλα διαδόθηκε διεθνώς με αξιοσημείωτη απήχηση στηΒρετανία, στις Ηνωμένες Πολιτείες της ΑμερικήςκαιστηνΑφρική. Οι ρίζες της ανιχνεύονται στο παραδοσιακό είδος που ονομάζεται μέντο (mento) και χρονολογείται στα τέλη του19ου αιώνα, καθώς καιστο είδος τού σκα (ska). Το μέντο χαρακτηρίζεται ως μία κατά βάση λαϊκή και εορταστική μουσική, συνδεδεμένη μετοχορό, που αναπτύχθηκε αρχικά στο περιβάλλον των αγροτικών πληθυσμών της Τζαμάικας. Η μουσική σκα, επίσης ρυθμική και χορευτική, αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, με χαρακτηριστικό ρυθμό 4/4, παρόμοιο με εκείνο του κλασικού rhythm and blues.
Ο μουσικός όρος ρέγκεκαιο χαρακτηριστικός ρυθμόςπου ταυτίζεται με αυτόν χρονολογούνται από το 1968, έτος κυκλοφορίας του τραγουδιού "Do the Reggay" του συγκροτήματος Toots & the Maytals. Ένας ακόμα εκπρόσωπος της ρέγκε, ο δημοφιλής τραγουδιστής Τζίμι Κλιφ (Jimmy Cliff), κατάφερε να αποκτήσει διεθνή φήμη ως πρωταγωνιστής της ταινίας The Harder They Come (1972), που συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του νέου μουσικού είδους. Η ρέγκε διατήρησε κυρίως τοπικό χαρακτήρα κατά τα πρώτα χρόνια διαμόρφωσής της, καθώς οι περισσότεροι εκπρόσωποί της παρέμεναν στη Τζαμάικα, ενώ μικρό δείγμα της μουσικής τους ακουγόταν σεραδιοφωνικούς σταθμούς εκτός της χώρας, κυρίως τραγούδια των Τζίμι ΚλιφκαιΝτέσμοντ Ντέκερπου περιστασιακά προβάλλονταν στηνΑμερικήκαιστηνΕυρώπη. Στη δεκαετία του 1970 διαδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυρίως μέσω Τζαμαϊκανών μεταναστών αλλά και εγχώριων μουσικών, ενώ σημαντική συνεισφορά στη διάδοση της στις Ηνωμένες Πολιτείες καισε πολλές ακόμα χώρες του κόσμου είχε οΜπομπ Μάρλεϊ, ηγέτης του συγκροτήματος The Wailersκαι ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες του είδους παγκοσμίως. Ο Μάρλεΐ εισήγαγε επίσης ορισμένες καινοτομίες στη ρέγκε, επιταχύνοντας ελαφρά το ρυθμό της, χρησιμοποιώντας ενισχυμένες ροκκαιμπλουζκιθάρες καθώς και ένα φωνητικό γκόσπελ τρίο (I-Threes). Επιπλέον, οι Wailers ενσωμάτωσαν στοιχεία δανεισμένα από παραδοσιακούς αφρικανικούς και τζαμαϊκανούς ρυθμούς, όπως και από τους τελετουργικούς τυμπανισμούς που αποτελούσαν μέρος της μουσικής παράδοσης του κινήματος τωνΡασταφάρι.
ΟΜπομπ Μάρλεϊ θεωρείται η αιχμή του δόρατος της ρέγκε μουσικής, ωστόσο κατά τη δεκαετία του 1970 αρκετοί μουσικοί συνεισέφεραν επίσης στην εξέλιξη του είδους, με αποτέλεσμα την εμφάνιση αρκετών παραλλαγών του. ΟιSly and Robbie εισήγαγαν ένα γρηγορότερο είδος της ρέγκε που ονομάστηκε rockers, οι τραγουδιστές Γκρέγκορι ΆιζακςκαιΝτένις Μπράουν τραγούδησαν μετο χαρακτηριστικό ύφος τους το είδος που αποκαλείται lovers rock, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε να αναπτύσσεται από DJs το πολύ δημοφιλές είδος τουdancehallπου χαρακτηρίζεται από το γρηγορότερο ρυθμό του, τη χρήση συνθεσάιζερκαιραπ φωνητικών.
Ως μουσικό είδος εξέφρασε κυρίως τις καταπιεσμένες και οικονομικά υποβαθμισμένες κοινωνικές τάξεις, με συχνές αναφορές στην ανάγκη ισότηταςκαιδικαιοσύνης, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στους στίχουςτων τραγουδιών. Ο τραγουδιστής του συγκροτήματος των Maytals Φρέντερικ Χίμπερτ όρισε τον όρο ρέγκε σχολιάζοντας χαρακτηριστικά: «Ρέγκε σημαίνει ό,τι προέρχεται από το λαό, κάτι καθημερινό, από τογκέτο [...] σημαίνει φτώχεια, δεινά, Ρασταφάρι, οτιδήποτε από το γκέτο. Είναι μουσική επαναστατών, ανθρώπων πουδεν έχουν αυτό που επιθυμούν». Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η ρέγκε συνδέθηκε επίσης στενά μετορασταφαριανισμό, μεταφέροντας τα κοινωνικά και θρησκευτικά μηνύματά τουκαι συμβάλλοντας στη διάδοσή του.