Τοσοκ βομβαρδισμού (shell shock) είναι ένας όρος που επινοήθηκε στονΑ΄Παγκόσμιο Πόλεμογιανα περιγράψει έναν τύπο διαταραχής μετατραυματικού στρες που υπέστησαν πολλοί στρατιώτες κατά τη διάρκεια του πολέμου (πριν ονομαστεί διαταραχή μετατραυματικού στρες - PTSD)[1]. Πρόκειται για αντίδραση στην ένταση του βομβαρδισμού και της μάχης που προκαλεί αδυναμία και εκδηλώνεται ως πανικός και φόβος, φυγή ή αδυναμία λογικής σκέψης, ύπνου, βάδισης ή ομιλίας[2]. Μετά τονΒ' Παγκόσμιο Πόλεμοη διάγνωση τουσοκ βομβαρδισμού αντικαταστάθηκε από τηναντίδραση στο στρες μάχης[3], (Combat stress reaction - CSR) μια παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημη αντίδραση στον τραυματισμό του πολέμου καιτου βομβαρδισμού.
Παρόλο πουο όρος χρησιμοποιείται συνήθως γιανα περιγράψει τις πρώιμες μορφές του PTSD, η υψηλή επίπτωση σοκπου προκαλούν οι εκρηκτικές ύλες υποδεικνύει και σύγχρονη εφαρμογή του όρου. Κατά τη διάρκεια της αποστολής τους στοΙράκκαιτοΑφγανιστάν, εκτιμάται ότι περίπου 380.000 στρατιώτες τωνΗΠΑ, σχεδόν το 19% του στρατεύματος που αναπτύχθηκε στις εν λόγω περιοχές, υπέστη τραυματισμούς εγκεφάλου από όπλα και άλλους εκρηκτικούς μηχανισμούς[4]. Αυτό ώθησε την Αμερικανική Υπηρεσία Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων (DARPA) να εκκινήσει μελέτη 10 εκατομμυρίων δολαρίων για τις επιπτώσεις της έκρηξης στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η μελέτη αποκάλυψε ότι, ενώ ο εγκέφαλος παραμένει αρχικά άθικτος, αμέσως μετά την επίδραση χαμηλών επιπέδων έκρηξης, η χρόνια φλεγμονή που δημιουργείται, οδηγεί σε πολλές περιπτώσεις σεσοκ βομβαρδισμού και PTSD[5].