Ηχοληστερίνη ή χοληστερόλη είναι λιπαρή[1]στερόληπου βρίσκεται στημεμβράνητωνκυττάρων όλων των ιστών του σώματος, καθώς καιστοπλάσματου αίματος όλων των ζώων. Μικρότερες ποσότητες χοληστερίνης απαντώνται και στις μεμβράνες τωνφυτών.
Η χοληστερόλη χρησιμοποιείται κυρίως σε ζωικούς οργανισμούς και όχι σε φυτικούς.[2] Μαζί μετατριγλυκερίδια χρησιμεύει στις κυτταρικές μεμβράνες.[3]Οιδιαμοριακές δυνάμειςπου αναπτύσσονται μεταξύ των μορίων της χοληστερόλης καιτου νερού που βρίσκεται εντός και εκτός κυττάρου συμβάλλει στη ρευστή αλλά αδιάσπαστη δομή της μεμβράνης, και της προσδίδει λειτουργικότητα.
Επιπλέον, έχει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη νευρικών συνδέσμων του εγκεφάλου και βοηθάει τον οργανισμό στο σχηματισμό καιτην προστασία των νευρώνων καιστη δημιουργία των ιστών των κυττάρων. Σε πολλές βιοχημικές διαδικασίες χρησιμεύει ως πρώτη ύλη, όπως στην παρασκευή της προβιταμίνης D[3]καιτο σχηματισμό ορμονών[1].
Βρώσιμες πηγές χοληστερόλης είναι κυρίως ζωικής προέλευσης[3], ανκαι υπάρχουν ουσίες που μοιάζουν μετη χοληστερόλη καιστα φυτά.[3] Ωστόσο, η χοληστερίνη από τις τροφές δεν επαρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού με αποτέλεσμα να συνθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό στο συκώτι[2][1][3].
Υπάρχουν άνθρωποι των οποίων η περιεκτικότητα σε χοληστερόλη έχει τάσεις αύξησης είτε επειδή παράγουν περισσότερη χοληστερόλη ίσως γιακληρονομικούς λόγους[2], είτε επειδή εμφανίζουν αυξημένη απορρόφηση χοληστερόλης από τις τροφές[1].
Η χοληστερόλη ως λιπίδιοδε διαλύεται στοαίμα, ώστε να εισέρχεται καινα κυκλοφορεί σε αυτό σε αδιάλυτα κομμάτια.[2]
Η ποσότητά της καιοι μετατροπές της σε άλλες ουσίες ρυθμίζεται από το συκώτι.
Κατά μία εκδοχή, η χοληστερίνη, όταν υπάρχει στο αίμα σε υπερβολικές τιμές (υπερχοληστερολαιμία) αποτελεί έναν από τους κύριους παράγοντες κινδύνου γιατην εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών, που μπορεί να οδηγήσουν σε καρδιακό ή εγκεφαλικό επεισόδιο, δύο από τις κύριες αιτίες θανάτου στην Ευρώπη[1].
Επειδή δεν είναι σαφής ο τρόπος μετον οποίο η χοληστερόλη εναποτίθεται κάτω από το επιθήλιο των αρτηριών, υπάρχει διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα ως προς σχέση της χοληστερόλης μετην εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών.[4][5]ΟΜάλκολμ Κέντρικ υποστηρίζει πως η χοληστερόλη δεν αποτελεί παράγοντα κινδύνου, αλλά έχει μόνο ρόλο δείκτη. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, όταν προκαλούνται τραύματα στις αρτηρίες η χοληστερόλη λειτουργεί επουλωτικά, επιδεικνύοντας την κακή κατάσταση των αρτηριών.[6]
Η χοληστερίνη εντοπίστηκε για πρώτη φορά σεπέτρες της χολήςτο1784. Η σχέση της μετα καρδιαγγειακά νοσήματα ανακαλύφθηκε στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα[ασαφές]. Τότε θεωρήθηκε σωστό η περιεκτικότητα σε χοληστερόλη να είναι μικρότερη από μία συγκεκριμένη τιμή. Έτσι, είναι πλέον περισσότερο γνωστή γιατη σχέση που υπάρχει μεταξύ τωνκαρδιοαγγειακών ασθενειώνκαιτη μεταφορά της από τις λιποπρωτεΐνεςκαιτα υψηλά επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα. Συνδέθηκε μετην παχυσαρκία καιτο αυξημένο βάρος και λαμβάνεται υπόψη στις δίαιτες.[7]
Αυτό προκάλεσε τις ανησυχίες καιτο ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων κυρίως στις δυτικές κοινωνίες, κάτι που ισχύει μέχρι και σήμερα.