* Οι συμμετοχές καιταγκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο γιατα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
ΟΧουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο (Juan Alberto Schiaffino, ιταλική προφορά: [skjafˈfiːno] , 28 Ιουλίου 1925 – 13 Νοεμβρίου 2002) ήταν Ουρουγουανόςποδοσφαιριστήςπου αγωνίστηκε στο μεγαλύτερο διάστημα της καριέρας του ως επιθετικός μέσος. Ένας ιδιαίτερα επιδέξιος και δημιουργικός παίκτης, κατέκτησε τοΠαγκόσμιο Κύπελλο του 1950μετηνεθνική ομάδα της Ουρουγουάης. Θεωρούμενος ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της λατινοαμερικάνικης χώρας,[1][2][3]και από τους καλύτερους όλων των εποχών,[4][5] ψηφίστηκε 17ος του 20ού αιώνα στις εκλογές της IFFHSκαι κορυφαίος της χώρας του.[6][7]
Παρά το γεγονός ότι ήταν λεπτός και έμοιαζε μετο αντίθετο του ποδοσφαιριστή ως αθλητή, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μέσους - ένας παίκτης με εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας, με αίσθηση γιατην ενδεικτική πάσα, και ένα αριστερό πόδι που σκόραρε πολλές φορές σημαντικά γκολ. Αναμφισβήτητα τοπιο σημαντικό ήταν η ισοφάριση του κόντρα στηΒραζιλίαστη διοργάνωση του 1950. Συγκλόνισε το πλήθος των 200.000 ατόμων στο νέο τότε Στάδιο Μαρακανάκαι ώθησε την Ουρουγουάη να συνεχίσει καινα κατακτήσει το τρόπαιο. Η συλλογική σταδιοδρομία του ήταν εξίσου επιτυχημένη στη χώρα τουμετηνΠενιαρόλκαιστηνΙταλία, όπου αγωνίστηκε μεΜίλανκαιΡόμα.[8]
Γεννήθηκε στοΜοντεβιδέοκαι άρχισε να παίζει στην ομάδα της γειτονιάς του Παλέρμο. Ο παππούς του, ήταν από τη Λιγουρία από την επαρχία της Γένοβας (Ιταλία), ενώ η μητέρα του είχε καταγωγή από τηνΠαραγουάη. Ήταν από φτωχή οικογένεια και εργάστηκε στην εφηβεία του ως αρτοποιός, υπάλληλος χαρτικής και εργάτης σε εργοστάσιο αλουμινίου. Ο μεγαλύτερος αδερφός του ήταν επίσης διεθνής ποδοσφαιριστής καιτον βοήθησε στα αρχικά βήματα της πορείας του. Πέρασε από την ομάδα νέων της Νασιονάλστην οποία εντάχθηκε το 1942 και σε ηλικία 18 ετών πήγε στον κορυφαίο σύλλογο της Ουρουγουάης Πενιαρόλπου διέθετε εκείνη την περίοδο ισχυρότατη ομάδα.[5][9]
Στην Πενιαρόλ είχε για συμπαίκτη τουτον αδερφό τουπου αγωνιζόταν ως κεντρικός επιθετικός.
Ο Χουάν έκανε την πρώτη του εμφάνιση το1943καιστην πρώτη του χρονιά είχε 23 συμμετοχές σημειώνοντας 13 τέρματα κατακτώντας καιτο πρωτάθλημα.[10][11] Καθιερώθηκε αμέσως καιτη δεύτερη σεζόν 1944–45 ήταν πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 19 γκολ, και πάλι πρωταθλητής μετο σύλλογο.[4][12] Γνωστός ως «Πέπε» (πέπε στα ιταλικά σημαίνει πιπέρι), όνομα πουτου έδωσε η μητέρα τουγιανα υπογραμμίσει τον ζωηρό του χαρακτήρα, τις εκρήξεις καιτο κλάμα του,[9] έζησε στιγμές καταξίωσης κατακτώντας μετο σύλλογο της πρωτεύουσας τέσσερα ακόμα πρωταθλήματα στα επόμενα έξι χρόνια. Θεωρείται ο επικεφαλής του κουιντέτου Escuadrilla de la muerte (η ομάδα του θανάτου) πουτο1949 θεωρήθηκε ως η καλύτερη επιθετική σύνθεση στην ιστορία της Πενιαρόλ και ίσως η καλύτερη ομάδα στην ιστορία του συλλόγου, η οποία σάρωσε το πρωτάθλημα της Ουρουγουάης με 16 νίκες και δύο ισοπαλίες, τέρματα 62–17, από τα οποία τα 13 του Σκιαφίνο.[13][14]
Λίγο πριντο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ελβετίας (1954) συμφώνησε μετηΜίλαν έναντι του ποσού των 52 εκατομμυρίων λιρετών, και έγινε ηπιο ακριβή μεταγραφή στην μέχρι τότε ποδοσφαιρική ιστορία.[4][15] Ήδη από το 1951 ιταλικοί σύλλογοι όπως ηΓιουβέντουςκαιηΡόμα επιχείρησαν τη μετακόμισή τουστην Ιταλία αλλά απέτυχαν.[16] Έπαιξε το τελευταίο παιχνίδι στην Ουρουγουάη στις 25 Ιουλίου 1954, εναντίον της Ρίβερ Πλέιτ της χώρας τουσε αγώνα που έληξε με νίκη 6–1 και στο τέλος του οποίου αποθεώθηκε από τους οπαδούς της ομάδας.[17]
Έκανε το ντεμπούτο τουστοπρωτάθλημα Ιταλίας στις 19 Σεπτεμβρίου απέναντι στην Τριεστίνα σημειώνοντας δύο γκολ.[15]Την πρώτη του χρονιά κατέκτησε καιτο πρώτο του πρωτάθλημα, ενώ σημείωσε και 15 γκολ. [18]ΣτοΜιλάνο μετά από ένα χρόνο απέκτησε διπλή ιθαγένεια και έτσι μπόρεσε να παίξει μετην ιταλική εθνική ομάδα. Έφτασε στην Ιταλία σε ηλικία 29 ετών και έπαιξε σε υψηλό επίπεδο έως ότου ήταν 37 ετών. Η εξαιρετική ποιότητα καιη ευφυΐα του επέτρεψαν να είναι στην κορυφή για πολλά χρόνια. Ο σύλλογος ήταν ήδη ισχυρός μετην παρουσία του σουηδικού τρίου Gre-No-Liκαι επικεφαλής τον σούπερ σκόρερ Γκούναρ Νόρνταλ,[19]μετην προσθήκη του Ουρουγουανού ισχυροποιήθηκε περαιτέρω φθάνοντας στον ημιτελικό τουπρώτου Κυπέλλου Πρωταθλητριώντην περίοδο 1955–56, όπου αντιμετώπισε τηνΡεάλ Μαδρίτηςκαι έχασε με ένα γκολ διαφορά (4–2 στην ισπανική πρωτεύουσα με ένα τέρμα του Σκιαφίνο και νίκη χωρίς αντίκρυσμα με 2–1 στο Μιλάνο). Μετη Μίλαν είχε τρεις τίτλους πρωταθλήματος, ένα Λατινικό Κύπελλο και έναν τελικό τουΕυρωπαϊκού Κυπέλλου Πρωταθλητριώνστον οποίο έπεσε πάλι απέναντι στην Ρεάλ Μαδρίτης χάνοντας στην παράταση με 2–3, σημειώνοντας ένα γκολ. Οι Ισπανοί με τους Αλφρέδο Ντι ΣτέφανοκαιΦρανσίσκο Χέντο νίκησαν στην παράταση, αλλά οι ροσονέρι προηγήθηκαν δύο φορές. Και σημείωσε το πρώτο γκολ, στο 15ο λεπτό στο δεύτερο ημίχρονο, μετά από ένα προσεκτικό πρώτο ημίχρονο. [20][21]Το 1956 κατέκτησε το Λατινικό Κύπελλο (που ακόμα δεν είχε καταργηθεί) καιστο οποίο συμμετείχαν οι κορυφαίοι σύλλογοι από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία καιτην Πορτογαλία (ένας από κάθε χώρα). Η Μίλαν νίκησε με 3–1 στον τελικό τηνΑτλέτικο Μαδρίτης, σε
διοργάνωση που έγινε στο Μιλάνο με ένα γκολτου Σκιαφίνο στον τελικό.[22][23]
Συνολικά μετην ομάδα του Μιλάνου αγωνίστηκε σε 171 επίσημους αγώνες και σημείωσε 60 τέρματα.[24]
Τα χρονικά της εποχής καιτα διαθέσιμα αρχειακά δεδομένα, δείχνουν ότι ήταν ο πραγματικός ηγέτης της ομάδας των "ροσονέρι" αποκτώντας μεγάλη δημοφιλια στους οπαδούς της ομάδας. Παρέμεινε στο Μιλάνο μέχρι το 1960, όταν μεταφέρθηκε στηνΡόμα, όπου και εκεί ήταν η ψυχή της ομάδας.[11][25]Μετην ομάδα της πρωτεύουσας κατέκτησε τοFairs Cup (αργότερα θα ονομαστεί Κύπελλο ΟΥΕΦΑ) το 1961.[26]
Ο Σκιαφίνο αγωνίστηκε για δύο εθνικές ομάδες: πρώτα μετηνεθνική ομάδα της Ουρουγουάης από το 1945 έως το 1954, και αργότερα μετηνΙταλική εθνική από το 1954 έως το 1958. Συμμετείχε σε 21 αγώνες μετην εθνική ομάδα της Ουρουγουάης κάνοντας την αγωνιστική του πρεμιέρα στις 29 Δεκεμβρίου 1945 σε συνάντηση μετηνΑργεντινή (1–1), σημειώνοντας συνολικά εννέα γκολ. Μετην ιταλική εθνική ομάδα συμμετείχε σε τέσσερις αγώνες.[27]
Ήταν από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη νίκη της Ουρουγουάης στοΠαγκόσμιο Κύπελλο του 1950, σημειώνοντας ένα γκολστον τελικό και νικώντας τηΒραζιλίαστο δικό της γήπεδο, στο λεγόμενο Maracanaço (Μαρακανάζο, το κάζο τουΜαρακανά).[28][29]Ο αγώνας Βραζιλία - Ουρουγουάη δεν ήταν ακριβώς ο τελικός, κάτι που συνέβη για πρώτη και μοναδική φορά: σε αυτήν τη διοργάνωση είχε προγραμματιστεί ένας τελικός όμιλος. Παίχτηκε στην τρίτη και τελευταία συνάντηση, μετά τις σαρωτικές νίκες της Βραζιλίας στα δύο πρώτα παιχνίδια με 7–1 και 6–1, σε αντίθεση μετην Ουρουγουάη που είχε μία νίκη και μία ισοπαλία - εναντίον της Σουηδίας (3–2) και της Ισπανίας (2–2). Γιανα γίνει πρωταθλήτρια, η ισοπαλία ήταν αρκετή γιατη Βραζιλία. Την ώρα πουοιδυο ομάδες ετοιμάζονταν γιατο τελευταίο τους παιχνίδι, η ατμόσφαιρα στη χώρα θύμιζε καρναβάλι, μετην Ουρουγουάη να έχει μόλις 80 οπαδούς της στο γήπεδο.[30][31]Η εφημερίδα Gazeta Esportiva έγραφε στο πρωτοσέλιδο: «Αύριο νικάμε την Ουρουγουάη», καιηMundoδεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία έχοντας λεζάντα στο πρωτοσέλιδο «Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές» μαζί με φωτογραφία της «σελεσάο» από προηγούμενο αγώνα. [32][33]
Στο στρατόπεδο της Ουρουγουάης διατηρούσαν το κεφάλι χαμηλά, αλλά το φρόνημα υψηλά. Στο 47ο λεπτό (δεύτερο λεπτό του δεύτερου ημιχρόνου) ο Φριάσα σημείωσε το πρώτο γκολ της Βραζιλίας. Ηgarra όμως, η ψυχική δύναμη των Ουρουγουανών, αποδεικνύεται πολύ σκληρή γιανα λυγίσει ακόμα και μπροστά στο μεγαλύτερο πλήθος που έχει παρακολουθήσει ποδοσφαιρική συνάντηση, σε 200.000 παραληρούντες Βραζιλιάνους[28](κάποιες αναφορές του προηγούμενου αιώνα αναφέρουν μεγαλύτερους αριθμούς, όπως 202.772 εισιτήρια [34]). Στο πρώτο ημίχρονο διατηρήθηκε το 0–0 και ο Σκιαφίνο έχασε δύο αξιοσημείωτες ευκαιρίες.[16]Ο εμβληματικός αρχηγός, Ομπντούλιο Βαρέλα πήρε τη μπάλα από τα δίχτυα και λέγοντας «Ωραία, τώρα πάμε να νικήσουμε», έδωσε το σύνθημα της αντεπίθεσης.[35]Οι φιλοξενούμενοι δεν υποχώρησαν και συνέχισαν το ομαλό παιχνίδι τους, καθοδηγούμενοι και από τον Σκιαφίνο. Στα 66ο λεπτό μετά από μια γρήγορη κάθοδο από τα άκρα, οΑλσίντες Γκίντζια έδωσε ασίστ στοv «Πέπε», ο οποίος νίκησε τον τερματοφύλακα Μπαρμπόζα. Στο 79ο λεπτό ο Γκίντζια ολοκλήρωσε μόνος τουτο τελικό αποτέλεσμα.[36][37]Ο Σκιαφίνο θυμάται ότι η νίκη τον οδήγησε να κλαίει περισσότερο και από τους Βραζιλιάνους.[38] Χρόνια αργότερα, αναλύοντας τον αγώνα είπε: «Αν είχαμε παίξει αυτόν τον αγώνα 100 φορές, θα είχαμε χάσει σε 99 περιπτώσεις: η δύναμή μας ήταν να παίξουμε μετα λάθη των Βραζιλιάνων, που ένιωθαν ήδη πρωταθλητές πρινμπουνστον αγωνιστικό χώρο. Ήμασταν επίσης τυχεροί: όταν πέτυχα το 1-1 έκανα ένα λάθος στοσουτκαι ήρθε μια περίεργη, παράλογη τροχιά προς τα έξω».[21]Το αποτέλεσμα ήταν τέτοιο πουοΕδουάρδο Γκαλεάνο έγραψε χαρακτηριστικά: «Οι ετοιμοθάνατοι καθυστέρησαν το θάνατό τους καιτα μωρά βιάστηκαν να γεννηθούν. Ρίο ντε Ζανέιρο 16 Ιουλίου 1950 στάδιο Μαρακανά: Την προηγούμενη δεν κοιμήθηκε κανείς, την επομένη δεν ήθελε κανείς να ξυπνήσει!» [39] Είχε γίνει επίσημα γνωστό ότι είχε σημειώσει πέντε γκολστον αγώνα της εθνικής απέναντι στη Βολιβία (8–0) επίδοση ρεκόρ για Παγκόσμιο Κύπελλο, που τελικά σχεδόν μισό αιώνα μετά διαπιστώθηκε από τη FIFA ότι τρία γκολδεν ήταν δικά του (μετη σύμφωνη γνώμη του ίδιου).[40]καιμε βάση την αρχική θεώρηση ήταν δεύτερος σκόρερ της διοργάνωσης.[16] Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη ομάδα του Κυπέλλου.[41] Αγωνίστηκε επίσης στοΠαγκόσμιο Κύπελλο του 1954, σημειώνοντας δύο τέρματα και βοηθώντας την εθνική τουνα τερματίσει στην τέταρτη θέση, χάνοντας στον ημιτελικό της διοργάνωσης στην παράταση από τηνΟυγγαρίαμε 4–2. Στη συνάντηση εκείνη, από τις συγκλονιστικότερες στην ποδοσφαιρική ιστορία, παρείχε μιαασίστστο πρώτο γκολ της Ουρουγουάης.[25][42]
Μετην απόκτηση της ιταλικής υπηκοότητας, αγωνίστηκε καισε τέσσερις αγώνες μετην εθνική ομάδα της νοτιοευρωπαϊκής χώρας στα πλαίσια της αποτυχημένης προκριματικής φάσης τουΠαγκοσμίου Κυπέλλου του 1958 χωρίς να σημειώσει γκολ.[27][43]Ο Σκιαφίνο ήταν ευέλικτος παίκτης, με λεπτή σωματική διάπλαση, κινούνταν συνήθως ως αριστερός εσωτερικός επιθετικός ή δεύτερος επιθετικός στην διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της καριέρας του, ιδίως με τις Πενιαρόλ και Μίλαν, ή ως επιθετικός μέσος και πλέι μέικερ, ρόλο που κατείχε συχνότερα καθώς προχωρούσε η καριέρα του.[8][44]Η ευφυΐα του ήταν τέτοια πουτου έδωσε ιδιαίτερη δημιουργική του ικανότητα, εξαιρετικές του πάσες, καιτην αίσθηση να διαβάζει το παιχνίδι, να οργανώσει τους συμπαίκτες του, να ενορχηστρώσει τις ευκαιρίες, να σημειώσει γκολκαινα υπαγορεύσει το ρυθμό του παιχνιδιού στο κέντρο.[10][45][46] Διέθετε εξαιρετική τεχνική ικανότητα, μεγάλη ευχέρεια περασματων πουσε, άλλου φαίνονταν αδύνατα, πολύ καλή αίσθηση θέσης και ηγετικές ικανότητες. Ικανός και στις πάσες ακριβείας, παρείχε πολλές ασίστ. Η εργατικότητα καιη ομαδικότητα του παιχνιδιού τουτον οδήγησαν καιστην αμυντική του συμβολή. Το ευρύ φάσμα των δεξιοτήτων του επέτρεψε επίσης να παίξει ως ελεύθερος αμυντικός (λίμπερο) στο τέλος της καριέρας τουμετη Ρόμα, όταν αυτό ήταν απαραίτητο.[47][48] Είχε την τάση να λέει αυτό που σκέφτεται, γεγονός που προκάλεσε ενόχληση και τεταμένες σχέσεις, ειδικά με συμπαίκτες και προπονητές, ενίοτε και τιμωρίες.[9]
Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής που διαχειρίζονταν τους μισθούς τουσαννα ήταν επιχειρηματίας. Τις ελεύθερες ημέρες στην καριέρα του έπαιρνε το αυτοκίνητο, πήγαινε στηνΕλβετίακαι ασχολούνταν μετην οικονομική κερδοσκοπία.
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας τα εξαιρετικά κέρδη τα οποία που αποκόμισε στη συνέχεια επανεπένδυσε, αγοράζοντας διαμερίσματα και καταστήματα. Το 1962, έχοντας τελειώσει την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, επέστρεψε στο Μοντεβιδέο και συνέχισε να δραστηριοποιείται στον τομέα των ακινήτων.[9][49] Ακολούθησε καριέρα προπονητή για μόνο δύο χρόνια, κερδίζοντας την τρίτη θέση μετην εθνική Ουρουγουάης στοΚόπα Αμέρικατου 1975.[44]