Spatula clypeata(Σπαθίς η ασπιδωτή)[ii] Linnaeus, 1758
ΗΧουλιαρόπαπια είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείαςτωνΝησσιδών, που απαντά καιστον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία τουείδους είναι Spatula clypeata[i]καιδεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2][3]
Η επιστημονική ονομασία τουγένους, Spatula, προέρχεται από τονβενετικό όρο spatοla[5]που, ωστόσο, έχει ελληνική ρίζα από τη λέξη σπαθίς «μικρή σπάθη, μικρό σπαθί». Η μεταγενέστερη -και σημερινή- σημασία της λέξης ήταν μικρό εργαλείο από έλασμα, εφοδιασμένο με λαβή, μετο οποίο ανακινούνται πολτώδη υλικά.[6]Η λέξη παραπέμπει στο σπατουλοειδές σχήμα τού ράμφους τού πτηνού.
Ο λατινικός όρος clypeataστην επιστημονική ονομασία τουείδους προέρχεται από τοclŷpeus «ασπίδα»[7]που, μετη σειρά της, έχει ως ρίζα την ελληνική λέξη κλύπω «καλύπτω».[8]Η ονοματοδοσία, ωστόσο, παραμένει άγνωστη παρόλο που είναι πιθανόν να οφείλεται στο εντυπωσιακό ράμφος του πτηνού, που «καλύπτει» μεγάλο τμήμα του κεφαλιού. [εκκρεμεί παραπομπή][ii]
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, shoveler «αυτός που φτυαρίζει, ο φτυαριστής», παραπέμπει στο ράμφος του πτηνού που, σύμφωνα μετην εκεί εκδοχή, μοιάζει με φτυάρι. Η ίδια αναφορά γίνεται καιστην ελληνική λαϊκή ονομασία μόνο που, στην προκειμένη περίπτωση, το ράμφος έχει το σχήμα χουλιαριού («κουτάλας»).
Η συστηματική ταξινομική του taxon είναι προβληματική σε επίπεδο γένους. Τοείδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas clypeata (Ευρώπη, 1758).[9]Το 1822, ο Γερμανός φυσιοδίφης Φ. Μπουά (Friedrich Boie 1789-1870) το μετέφερε στο σημερινό του γένος. Κατόπιν επανήλθε στο γένος Anas μέχρι πρόσφατα, που προτάθηκε η μεταφορά του, πάλι, στο γένος Spatula, μετη νέα ταξινομική να ακολουθείται από πολύ σημαντικούς ταξινομικούς φορείς, όπως οι Howard & Moore (4th ed.), Avibase, HBW, IUCN κ.α. Ωστόσο, άλλες αυθεντίες όπως οι ITIS, IOC, AOU (7th ed.) δεν έχουν αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, τουλάχιστον ακόμη.[10]
Απολιθωμένα οστά ενός πολύ παρόμοιου είδους από την Πρώιμο Πλειστόκαινο Εποχή βρέθηκαν στο Dursunlu της Τουρκίας. Παραμένει ανεξιχνίαστη, ωστόσο, η φυλογενετική σχέση εκείνων των ευρημάτων μετο σημερινό είδος, δηλαδή, κατά πόσον οι διαπιστωθείσες διαφορές οφείλονται στην ύπαρξη συγγενικού είδους ή παλαιοϋποείδους (paleosubspecies), ή οφείλονται σε ατομικές διαφοροποιήσεις.[11] Πλησιέστερος αρτίγονος συγγενής του θεωρείται το είδος Spatula rhynchotis.
Η χουλιαρόπαπια σχηματίζει υβρίδια με πολλές άλλες αγριόπαπιες, όπως: Spatula clypeata x Mareca strepera (καπακλής), Spatula [clypeata x querquedula (σαρσέλα), Aix sponsa x Spatula clypeata, Mareca penelope (σφυριχτάρι) x Spatula clypeata, Anas crecca (κιρκίρι) x Spatula clypeata, Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη) x Spatula clypeata, Anas acuta (σουβλόπαπια) x Spatula clypeata, κ.α.
Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες τόσο τουΠαλαιού, όσο καιτουΝέου Κόσμουκαι, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαισιανή και Νεαρκτική οικοζώνες, ενώ φθάνει μέχρι τις παρυφές της Νότιας Αμερικήςκαι της Ωκεανίας.
Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο καισε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά οι πληθυσμοί τουστην ήπειρο δεν είναι ιδιαίτερα συμπαγείς. Βόρεια φθάνει μέχρι τηνΙσλανδίακαιτηΒ. Σκανδιναβία, ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, πάντοτε σε περιορισμένους θύλακες. Από τογεωγραφικό μήκος της Γερμανίας, περίπου και ανατολικότερα, απαντούν καλοκαιρινοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, που πυκναίνουν συνεχώς, γιανα γίνουν συμπαγείς από τηΡωσίακαι ανατολικότερα. Αντίθετα, στα δυτικά της ηπείρου, οι πληθυσμοί είναι σχεδόν αποκλειστικά μόνιμοι (επιδημητικοί) ή διαχειμάζοντες και όχι συμπαγείς. Το ίδιο ισχύει καιγιατην περιοχή τωνΒαλκανίων, εκτός από τηΡουμανία, όπου υπάρχουν πολλοί καλοκαιρινοί πληθυσμοί που φωλιάζουν.
Στην Αφρική, η χουλιαρόπαπια απαντά αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό, κυρίως στις μεσογειακές χώρες καισε αυτές παράλληλα του Νείλου, φθάνοντας νότια μέχρι τηλίμνη ΒικτόριακαιτηΒ. Τανζανία. Επίσης, διαχειμάζει σε μεγάλη, εκτεταμένη ζώνη που αρχίζει από τις ακτές του Ατλαντικού, στο ύψος της Σενεγάλης και δυτικότερα μέσω των χωρών βορείως τουισημερινού, διακόπτεται στο ύψος τουΤσαντκαι επανεμφανίζεται στοΝότιο ΣουδάνκαιτηνΑιθιοπία μέχρι, ανατολικά, στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας.
Η Ασία είναι η σημαντικότερη επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σεμιαν ευρεία και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι τηνΑ. Ρωσία, στην Καμτσάτκα, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει πολύ χαμηλά, από τις Μαλδίβες καιτηΣρι Λάνκα, μέχρι τηνΙνδονησίακαι τις Φιλιππίνες, ως χειμερινός επισκέπτης.
ΗΑμερική αποτελεί, επίσης, σημαντική αναπαραγωγική επικράτεια, με μεγάλους και συμπαγείς πληθυσμούς να είναι εγκατεστημένοι μόνιμα στα βορειοδυτικά, από το ύψος της Αλάσκας, τονΔ. καιΚ. Καναδά, νότια μέχρι τις Ν. ΗΠΑκαι ανατολικά μέχρι το ύψος τωνΜεγάλων Λιμνών. Νοτιότερα, μεγάλοι διαχειμάζοντες πληθυσμοί φθάνουν σε ολόκληρο τοΜεξικό, τηνΚαραϊβικήκαιτηΒΔ. Νότια ΑμερικήστηνΚολομβίακαι, πιθανόν, τηΒενεζουέλα.[12]
Η χουλιαρόπαπια απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται, ανάλογα μετην περιοχή. Ωστόσο, στις περισσότερες περιπτώσεις απαντά ως πλήρως μεταναστευτικό είδος, με τους πληθυσμούς να μετακινούνται σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος.
Οι πληθυσμοί της Ισλανδίας είναι πλήρως μεταναστευτικοί, πιθανόν προς την Ιρλανδία ή τη Βρετανία. Οι περισσότεροι βρετανικοί πληθυσμοί κινούνται νότια, προς τηΝ. Γαλλία, Ν. Ισπανία, Β. καιΚ. Ιταλία, κάποιοι έως τηΒ. Αφρική. Οι πληθυσμοί της Ν. Φινοσκανδιναβίας και της Ρωσίας μεταναστεύουν δυτικά και νοτιοδυτικά προς τη δυτική ευρωπαϊκή ακτή, κυρίως σε Κάτω Χώρες, Βρετανία και Ιρλανδία, ενώ ορισμένοι ταξιδεύουν περαιτέρω προς τα δυτικά και νότια της Γαλλίας και της βόρειας Ισπανίας. Οι πληθυσμοί της ανατολικής Ρωσίας και της Σιβηρίας μεταναστεύουν νότια μέσα από την περιοχή του Βόλγα, προς τα νότια της Κασπίας, Αζοφικής και Μαύρης Θάλασσας, καθώς και της Μεσογείου, ιδιαίτερα σε Τουρκία, Ελλάδα, Ιταλία καιΒ. Αφρική, όπου συναντούν άλλους βορειοευρωπαϊκούς πληθυσμούς.[13]
Η χουλιαρόπαπια καταφθάνει στις θέσεις αναπαραγωγής από τον Μάρτιο και μετά, όπου φωλιάζει σε μοναχικά ζεύγη ή χαλαρές ομάδες (κυρίως από τα μέσα Απριλίου μέχρι τον Ιούνιο).[14][15]Η φθινοπωρινή μετανάστευση εμφανίζεται, κυρίως, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου (Δ. Ευρώπη), κατά την οποία οι πληθυσμοί αποδημούν σε ευρύ μέτωπο, καλύπτοντας όλη την έκταση μέχρι την Αραβία και αφικνούμενοι στην Αφρική.[16]ΣτοΝεπάλ, οι εκεί διαβατικοί πληθυσμοί μπορούν να ταξιδεύουν μέχρι τα 4.750 μ.[17]
Στην Ελλάδα, η χουλιαρόπαπια απαντά κυρίως ως διαχειμάζον είδος ή ως κοινός διαβατικός επισκέπτης, κατά τη μετανάστευση των βόρειων ευρωπαϊκών πληθυσμών προς την Αφρική,[18][19][20] από τον Οκτώβριο μέχρι τα μέσα ή τέλη Απριλίου.[21] Επίσης, υπάρχουν και φθινοπωρινοί διαβατικοί επισκέπτες –λιγότεροι από τους εαρινούς (Αύγουστος-Οκτώβριος)[21] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Από τηνΚρήτη αναφέρεται ότι υπήρχε στο νησί, μέχρι το 1936-45,[22] ενώ από τηνΚύπρο αναφέρεται ως κοινός διαβατικός, εαρινός επισκέπτης.[23]
Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, η χουλιαρόπαπια συχνάζει σε μόνιμους, ρηχούς υγροτόπους γλυκού νερού, από την επιφάνεια της θάλασσας έως τα 2.900 μ. (Αιθιοπία).[15][24][25] Προτιμώνται θέσεις που περιβάλλονται από πυκνές συστάδες καλαμιών ή άλλης αναδυόμενης βλάστησης, απαλλαγμένης από προεξέχοντα δέντρα ή, στα δασικά όρια.[25] Άφθονη, βυθισμένη υδρόβια βλάστηση που χρησιμεύει ως καταφύγιο ασπόνδυλων που απαρτίζουν τοπλαγκτόν, αποτελεί πολύτιμο χαρακτηριστικό των ενδιαιτημάτων του είδους.[26] Άλλοι κατάλληλοι οικότοποι περιλαμβάνουν λίμνες και άδενδρα έλη με αρκετή βλάστηση, λασπώδεις όχθες και έδαφος σε ανοικτές εκτάσεις,[14][15][27] (π.χ. λιβάδια).[24][26] Επίσης, σε λίμνες που σχηματίζουν οι μαίανδροι ποταμών, κανάλια και δενδρώδη έλη (στην πρώην ΕΣΣΔ),[28] τεχνητά νερά που γειτνιάζουν με πλούσια λιβάδια,[25] όπως υδρορρόες λυμάτων, ορυζώνες[27]και μικρές λιμνούλες με ψάρια.[29]
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το είδος μπορεί να βρεθεί σε παράκτιες λιμνοθάλασσες υφάλμυρων υδάτων,[14][15][27] παλιρροϊκά λασπώδη πλατώματα,[15][27] εκβολές ποταμών,[14] παράκτιες γραμμές, γλυκά και υφάλμυρα έλη εκβολών ποταμών,[26] εσωτερικές θάλασσες και υφάλμυρα ή ελαφρώς αλατούχα ηπειρωτικά ύδατα.[25] Μερικές φορές, απαντά σε θαλάσσια ύδατα, κυρίως κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης,[14][25] παρόλο που, γενικά, αποφεύγει τα πυκνά αλατούχα νερά.[26]
Στην Ελλάδα, η χουλιαρόπαπια απαντά τον χειμώνα, κυρίως σε ρηχές, υφάλμυρες λιμνοθάλασσες και, σε μικρότερο ποσοστό, σε γλυκά νερά. (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Όπως όλες οι αγριόπαπιες, η χουλιαρόπαπια εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμόμετο αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.
Η χουλιαρόπαπια είναι μέσου μεγέθους αγριόπαπια και από τις μεγάλες ευρωπαϊκές αφρόπαπιες, λίγο μικρότερη από τηνπρασινοκέφαλη. Το σημαντικότερο διαγνωστικό της στοιχείο είναι τοεξαιρετικά μεγάλο ράμφος της, που τής δίνει κάπως «κωμική» όψη,[30] δεδομένου ότι είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο κεφάλι καιμεέντονα σπατουλοειδές σχήμα, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα την επιστημονική και τις λαϊκές ονομασίες του πτηνού. Αυτό οφείλεται, στο πλάτος του άκρου τουπου είναι μεγαλύτερο, σχεδόν διπλάσιο, από το τμήμα της βάσης του. Τέλος, ηρινοθήκη εμφανίζει λεπτά, επιμήκη ελάσματα, ορατά κατά το ήμισυ περίπου του μήκους τωνχειλέων.[18] Κατά τα άλλα, ο λαιμός είναι σχετικά κοντός καιοι πτέρυγες πλατιές, ωστόσο στενότερες από εκείνες της πρασινοκέφαλης.[31]
Η -αρσενική- αναπαραγόμενη χουλιαρόπαπια είναι πολύ εύκολα αναγνωρίσιμη στην παρατήρηση πεδίου («απαραγνώριστη», unmistakable), και μόνον από τοδυσανάλογα μεγάλο ράμφος της. Σε χρωματισμούς, μοιάζει αρκετά μετηνπρασινοκέφαλη, κυρίως λόγω τουπράσινου ιριδίζοντος χρώματος του κεφαλιού της το οποίο, από μεγάλη απόσταση, μπορεί να δείχνει μαύρο.[31]Ο λαιμός είναι μαύρος στο πάνω μέρος, οριοθετούμενος σαφώς από το κάτω τμήμα καιτην περιοχή του στήθους που είναι λευκά.
Τα πλαϊνά του σώματος καιη κοιλιά είναι ανοικτού καστανοκόκκινου χρώματος, και κάνουν έντονη αντίθεση μετο υπόλοιπο πτέρωμα. Το πάνω μέρος του εμπρόσθιου τμήματος των πτερύγων, εμφανίζεται ανοικτοκυανό. Τοκάτοπτρο, διακριτό κυρίως κατά την πτήση, είναι ανοικτό κυανοπράσινο με πλατύ, λευκό περιθώριο στο πάνω μέροςκαι αχνή μεταλλική ανταύγεια. Το ράμφος, πληντου εντυπωσιακού του μεγέθους, είναι κατάμαυρο και γιαλιστερό, τα πόδια έχουν πορτοκαλοκόκκινο χρώμα καιη ίριδα είναι κίτρινη-πορτοκαλί, μοναδική στις πάπιες επιφανείας.[32]
Η θηλυκή χουλιαρόπαπια είναι αρκετά διαφορετική σε χρώματα, και μοιάζει μετη θηλυκή πρασινοκέφαλη, ωστόσο, η παρουσία τού πολύ μεγάλου ράμφους εύκολα διαχωρίζει τα δύο είδη. Γενικά, το πτέρωμα εμφανίζει διάσπαρτες καφέ-γκρίζες στίξεις και ραβδώσεις. Επίσης, το πάνω μέρος του εμπρόσθιου τμήματος των πτερύγων, εμφανίζεται αχνό γκρίζο. Το ράμφος είναι σκούρο γκρίζο με εμφανή πορτοκαλί χείλη καιη ίριδα μαύρη. Τέλος, τοκάτοπτρο, είναι αχνό γκριζοπράσινο, λιγότερο φωτεινό από εκείνο του αρσενικού.
Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου (Μάιος-Αύγουστος), το αρσενικό «χάνει» τα φωτεινά του χρώματα και αποκτά ένα μουντό πτέρωμα (eclipse), που μοιάζει αρκετά με εκείνο του θηλυκού, αλλά οι πλευρές του σώματος καιη κοιλιά είναι περισσότερο ωχροκίτρινου χρώματος, το κεφάλι σκουρότερο, ενώ διατηρείται τοανοικτοκυανό πάνω μέρος του εμπρόσθιου τμήματος των πτερύγων.
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν, επίσης, μετο θηλυκό αλλά τοστέμμακαιο τράχηλος εμφανίζονται σκουρότερα, ενώ η κοιλιά ελαφρώς πιο ανοικτόχρωμη.[31]
Το είδος απαντά συνήθως σε ζεύγη ή μικρές ομάδες,[14][26]ανκαι, συχνά, συναθροίζεται κατά την αναζήτηση τροφής[27]σε σμήνη των 20-30, έως αρκετές εκατοντάδων ατόμων σε «αγαπημένες» περιοχές στην Αφρική.[24] Επίσης, μεγάλες συναθροίσεις παρατηρούνται στους ενδιάμεσους μεταναστευτικούς σταθμούς.[14]Οι χουλιαρόπαπιες αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας και κουρνιάζουν ομαδικά τη νύκτα.[24] Συχνά, συναγελάζονται μεκιρκίρια.[35]
Οι ενήλικες υποβάλλονται σεμετα-αναπαραγωγική περίοδο έκδυσης, που τους καθιστά ανίκανους να πετάξουν για 3-4 εβδομάδες. Τα αρσενικά αλλάζουν πτέρωμα από τις αρχές Μαΐου μέχρι τις αρχές Ιουνίου, ενώ τα θηλυκά έναν (1) μήνα, αργότερα.[16]
Η χουλιαρόπαπια ανήκει στις λεγόμενες αγριόπαπιες επιφανείας (αφρόπαπιες), οι οποίες αναζητούν την τροφή τους πάνω στο νερό, ή λίγο κάτω από αυτό. Συνήθως, «σαρώνουν» την επιφάνεια μετο ράμφος τους και αφήνουν το νερό να εκρεύσει από τα χείλη του ράμφους, συγκρατώντας την τροφή στο εσωτερικό τουκαι σπάνια καταδύονται. Οι χουλιαρόπαπιες είναι αρκετά αδέξιες στο περπάτημα, γι’ αυτό σπάνια παρατηρούνται έξω από το νερό.[35] Όταν κολυμπούν, το κεφάλι κρατιέται χαμηλά, δίνοντας την αίσθηση ότι, έχουν το μπροστινό μέρος του σώματος βυθισμένο στο νερό.[33]
Παρά την εντύπωση που δίνουν, οι χουλιαρόπαπιες απονηώνονται εύκολα και γρήγορα.[30] Κατά την πτήση, το μεγάλο και «βαρύ» ράμφος δίνει την αίσθηση ότι, οι πτέρυγες είναι τοποθετημένες πολύ πίσω στον κορμό. Τα φτεροκοπήματα είναι γρήγορα και χαρίζουν εύκολες αλλαγές στην πορεία του πτηνού, ανκαιη πτήση δεν είναι τόσο επιδέξια όσο στοκιρκίρι.[35]
Ο σχηματισμός ζευγαριών, αρχίζει ήδη από τον χειμώνα και συνεχίζεται κατά την εαρινή μετανάστευση.[13]Τα αρσενικά καθίστανται έντονα «εδαφικά» κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου και υπερασπίζονται τον ζωτικό τους χώρο καιτα υποψήφια θηλυκά από τους ανταγωνιστές τους προβαίνοντας, επίσης, σε περίτεχνα τελετουργικά ερωτοτροπίας, τόσο στο νερό όσο καιστον αέρα. Δεν είναι, μάλιστα, ασυνήθιστο 12 ή και περισσότερα αρσενικά να προσπαθούν να «κατακτήσουν» ένα (1) θηλυκό.
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει στις αρχές Απριλίου και διαρκεί μέχρι το τέλος Μαΐου, ανκαι στις βόρειες περιοχές (π.χ. Ρωσία) η έναρξη μπορεί να είναι στα μέσα Μαΐου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά βρίσκεται κοντά στο νερό, αλλά σε ξηρό έδαφος,[42] συνήθως ανάμεσα σε μικρά υψωματάκια (hummocks)[28] ή, σπανιότερα, κοντά σε πόες Cyperaceae.[27] Ωστόσο, μπορεί να βρίσκεται και μακριά από το νερό, κάτω από θάμνους σε χωράφια.[27][28] Είναι μια απλή, ρηχή κοιλότητα στο έδαφος που επιστρώνεται με παρακείμενο γρασίδι, φτερά και πτίλα.[42] Παρόλο πουη χουλιαρόπαπια δεν είναι αγελαίο πτηνό, μερικές φορές οι φωλιές βρίσκονται κοντά η μία μετην άλλη.[14]
Η γέννα αποτελείται από (7-) 8 έως 12 (-14) ελλειπτικά ή υποελλειπτικά αβγά, με ανοικτό καφέ ή ελαιοπράσινο χρώμα, διαστάσεων 52,0 Χ 37,2 χιλιοστών[42]και βάρους 40 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[43]Η εναπόθεση είναι καθημερινή καιη επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (22-) 23 έως 25 (-26) ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά καιγιανα μάθουν καινα θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς καιτο πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα καιη μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί, μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 40-45 ημέρες, περίπου.[34][43]
Στις ευρωπαϊκές θέσεις φωλιάσματος, τοείδος απειλείται από την υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του,[27] ενώ υπάρχουν περιστασιακές απώλειες από συγκρούσεις με τις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.[44]Τα επιγενή ξενικά είδη, όπως το αμερικανικό βιζόν Mustela vison, ενέχουν επίσης κίνδυνο θήρευσης της φωλιάς.[45][46][47]Το είδος είναι ευαίσθητο στην αλλαντίαση[48]καιστη γρίπη των πτηνών (ιδιαίτερα στο στέλεχος H5N1), επομένως, απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[49][50]
Μπορεί να υποφέρει από αναπαραγωγική δυσλειτουργία, ως αποτέλεσμα συσσώρευσης σεληνίου (Se) στο ήπαρ, το οποίο περιέχεται σευπο-επιφανειακά ύδατα από κακή διαχείριση υγροτόπων στην Καλιφόρνια, με βιοσυσσώρευση του στοιχείου στην τροφική αλυσίδα.[51]Το ίδιο ισχύει καιγιατονμόλυβδο από κατάποση κυνηγετικών σκαγιών, ιδιαίτερα σε Γαλλία και Ισπανία.[52][53]
Η χουλιαρόπαπια υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγισε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά, ανκαι σπάνια θανατώνεται σε μεγάλους αριθμούς.[27] Ωστόσο, θηρεύεται για «αναψυχή» στηΒόρεια Αμερική,[54]τηΔανία,[55]το δέλτα τουΠάδουστηνΙταλία[56]καιστο Ιράν.[57] Επίσης, τα αβγά του συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στηνΙσλανδία.[58]
Τοείδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, η τάση των πληθυσμών του είναι καθοδική.[4][59] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Ρωσία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Λευκορωσία καιη Ουκρανία.[59]
Η χουλιαρόπαπια είχε καταγραφεί να φωλιάζει στο μακρινό παρελθόν, σε τρεις μόνον θέσεις, στη λίμνη Αρζάν (1918, αποξηραμένη σήμερα), στην Κάρλα το 1963 και, πιθανόν κοντά στα Χανιά, το 1942. Έκτοτε, δεν υπάρχουν στοιχεία αναπαραγωγής, παρόλο πουη παρουσία φωλιών στο αλβανικό τμήμα της Μικρής Πρέσπας (1985), μπορεί να στηρίξει κάτι τέτοιο.[21]
Ωστόσο, η χουλιαρόπαπια είναι αρκετά διαδεδομένος, κοινός χειμερινός επισκέπτης, ενώ κατά τις μεταναστεύσεις είναι κοινό διαβατικό είδος. Μεγάλες συναθροίσεις έχουν παρατηρηθεί στην Ισμαρίδα καιστον Αμβρακικό, μετον τελευταίο να θεωρείται πολύ σημαντικός ενδιάμεσος μεταναστευτικός σταθμός. Όμως, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τους πληθυσμούς στη χώρα (ΝΕ).[60]
i.^Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (4th ed.) ταξινομική, μετην οποία συμφωνούν οιAvibase, IUCNκαιHBW (online). Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
ii.^ Υπάρχει αναφορά στην λόγια ονομασία του είδους ως Νήσσα η ασπιδόρραμφος.[61] Είναι προφανές ότι, έγινε προσπάθεια «εισαγωγής» τού μορφολογικού στοιχείου τού ράμφους στη λατινική ονομασία, ωστόσο, η απόδοση είναι τεχνητή διότι ουδεμία ετυμολογική βάση δικαιολογεί κάτι τέτοιο, παρόλο που, «οπτικά», είναι ορθός ο συσχετισμός.
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές γιατα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Baldassarre, G. A.; Bolen, E. G. 1994. Waterfowl ecology and management. John Wiley, New York.
Balmaki, B.; Barati, A. 2006. Harvesting status of migratory waterfowl in northern Iran: a case study from Gilan Province. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 868-869. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Bartoszewicz, M.; Zalewski, A. 2003. American mink, Mustela vison diet and predation on waterfowl in the Slonsk Reserve, western Poland. Folia Zoologica 52(3): 225-238.
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
Butler, C. J. 2003. The disproportionate effect of global warming on the arrival dates of short-distance migratory birds in North America. Ibis 145: 484-495.
Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1977. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic, vol. I: ostriches to ducks. Oxford University Press, Oxford.
Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
del Hoyo, J., Collar, N.J., Christie, D.A., Elliott, A. and Fishpool, L.D.C. 2014. HBW and BirdLife International Illustrated Checklist of the Birds of the World. Lynx Edicions BirdLife International
Flint, V.E., Boehme, R.L., Kostin, Y.V. and Kuznetsov, A.A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
Forrester, D. J.; Wenner, K. C.; White, F. H.; Greiner, E. C.; Marion, W. R.; Thul, J. E.; Berkhoff, G. A. 1980. An epizootic of avian botulism in a phosphate mine settling pond in northern Florida. Journal of Wildlife Diseases 16(3): 323-327.
Gaidet, N., Dodman, T., Caron, A., Balanca, G., Desvaux, S., Goutard, F., Cattoli, G., Lamarque, F., Hagemeijer, W. and Monicat, F. 2007. Avian Influenza Viruses in Water Birds, Africa. Emerging Infectious Diseases 13(4): 626-629.
Giles, N. 1994. Tufted Duck (Aythya fuligula) habitat use and brood survival increases after fish removal from gravel pit lakes. Hydrobiologia 279/280: 387-392.
Gudmundsson, F. 1979. The past status and exploitation of the Myvatn waterfowl populations. Oikos 32(1-2): 232-249.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: July 2015).
Johnsgard, P.A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 2: species accounts (Cairina to Mergus). Oxford University Press, Oxford, U.K.
Louchart, Antoine; Mourer-Chauviré, Cécile; Guleç, Erksin; Howell, Francis Clark; White, Tim D. (1998). L'avifaune de Dursunlu, Turquie, Pléistocène inférieur: climat, environnement et biogéographie. [The avifauna of Dursunlu, Turkey, Lower Pleistocene: climate, environment and biogeography] . Les Comptes rendus de l'Académie des sciences IIA (in French) 327 (5): 341–346. doi:10.1016/S1251-8050(98)80053-0.
Madge, S. and Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
Malcolm, J. M. 1982. Bird collisions with a power transmission line and their relation to botulism at a Montana USA wetland. Wildlife Society Bulletin 10(4): 297-304.
Mateo, R., Belliure, J., Dolz, J.C., Aguilar-Serrano, J.M. and Guitart, R. 1998. High prevalences of lead poisoning in wintering waterfowl in Spain. Archives of Environmental Contamination and Toxicology 35: 342-347.
Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
Mondain-Monval, J.Y., Desnouhes, L. and Taris, J.P. 2002. Lead shot ingestion in waterbirds in the Camargue, (France) . Game and Wildlife Science 19(3): 237-246.
Murphy-Klassen, H.M., Underwood, T.J., Sealy, S.G. and Czyrny, A.A. 2005. Long-term trends in spring arrival dates of migrant birds at Delta Marsh, Manitoba, in relation to climate change. The Auk 122: 1130-1148.
Musil, P. 2006. A review of the effects of intensive fish production on waterbird breeding populations. In: G. Boere, C. Galbraith and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 520-521. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
Nordström, M.; Högmander, J.; Nummelin, J.; Laine, J.; Laanetu, N.; Korpimäki, E. 2002. Variable responses of waterfowl breeding populations to long-term removal of introduced American mink. Ecography 25: 385-394.
Opermanis, O., Mednis, A. and Bauga, I. 2001. Duck nests and predators: interaction, specialisation and possible management. Wildlife Biology 7(2): 87-96.
Paveglio, F. L.; Kilbride, K. M.; Bunck, C. M. 1997. Selenium in aquatic birds from central California. Journal of Wildlife Management 61(3): 832-839.
Scott, D. A.; Rose, P. M. 1996. Atlas of Anatidae populations in Africa and western Eurasia. Wetlands International, Wageningen, Netherlands.
Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
Sorrenti, M., Carnacina, L., Radice, D. and Costato, A. 2006. Duck harvest in the Po delta, Italy. In: G. Boere, C. Galbraith and D. Stroud (eds), Waterbirds around the world, pp. 864-865. The Stationary Office, Edinburgh, U.K.
Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.