Το ανακάλυψε o Άγγλος Άλμπερτ Μαρθ από τηΜάλτατο 1861, ενώ το ανακάλυψε επίσης ανεξάρτητα ο Γερμανός αστρονόμοςΙούλιος Σμιτ (Johann Friedrich Julius Schmidt) από την Αθήνα.[1]ΟΣμιτ, διευθυντής τουΑστεροσκοπείου Αθηνών τότε, παρατήρησε επίσης την μεταβλητότητα του κεντρικού άστρου νεφελώματος, του R νοτίου Στεφάνου, του οποίου η φωτεινότητα επηρεάζει την φωτεινότητα του νεφελώματος.[2]
ΟΣμιντ ήταν επίσης ο πρώτος ο οποίος υποπτεύθηκε ότι το νεφέλωμα μπορεί να μεταβλητό. Μετέπειτα παρατηρήσεις, τόσο δια οφθλαμού, όσο καιμετη λήψη φωτογραφιών από το αστεροσκοπείο του Γιοχάνεσμπουργκ επιβεβαίωσαν την μεταβλητή φύση του νεφελώματος στις αρχές του 20ού αιώνα.[1]
Το NGC 6729 είναι το τμήμα ενός σκοτεινού νεφελώματος το οποίο φωτίζεται από τους αστέρες R καιΤ νοτίου Στεφάνου. Το R νοτίου Στεφάνου είναι το κύριο άστρο πριντηνκύρια ακολουθίαστο νεφέλωμα. Αρχικά θεωρούταν ότι είχε μικρό δυναμικό παραγωγής νέων άστρων, αλλά μελέτες σταραδιοκύματακαιμικροκύματα έχουν αποκαλύψει την ύπαρξη διαφόρων αντικείμενων εντός του νεφελώματος, ενώ επίσης έχει εντοπιστεί και ένα ανοικτό σμήνος κοντά στο R νοτίου Στεφάνου. Είναι μια από τις πιο κοντινές περιοχές αστρογέννεσης του Γαλαξία στο ηλιακό σύστημα, περίπου 550 έτη φωτός μακριά.[3]Στην ίδια περιοχή του ουρανού βρίσκονται επίσης τα νεφελώματα NGC 6726/7.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μεταβολή των χαρακτηριστικών του, όπως το σχήμα καιη λαμπρότητα, με παρόμοιο τρόπο μετοNGC 2261, σε σύντομο χρονικό διάστημα, ακόμη και μέσα σε 24 ώρες, πολύ σύντομο γιανα οφείλονται σε μεταβολές στη αναδιάταξη των αερίων του. Οι αλλαγές αυτές πλέον θεωρούνται ότι είναι αποτέλεσμα στην σκίαση των συστατικών του νεφελώματος από αέρια τα οποία περνούν σε πολύ μικρή απόσταση από το κεντρικό άστρο, μικρότερη από μιααστρονομική μονάδα.[2]