ορείχαλκος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορείχαλκος < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ορείχαλκος αρσενικό
- κράμα χαλκού - ψευδαργύρου, κοινώς μπρούντζος ή μπρούτζος. Συχνά συγχέεται
μ ε τ ο κρατέρωμα,π ο υ είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου.
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: