ορείχαλκος
Νέα ελληνικά (el)
Lua error in Module:el-nouns-decl at line 511: attempt to concatenate global 'typos' (a nil value).
Ετυμολογία
- ορείχαλκος < → λείπει
η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ορείχαλκος αρσενικό
- κράμα χαλκού - ψευδαργύρου, κοινώς μπρούντζος ή μπρούτζος. Συχνά συγχέεται
μ ε τ ο κρατέρωμα,π ο υ είναι κράμα χαλκού - κασσίτερου.