λαμπάκι
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | λαμπάκ |
λαμπάκ | ||
γενική | — | — | ||
αιτιατική | λαμπάκ |
λαμπάκ | ||
κλητική | λαμπάκ |
λαμπάκ | ||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λαμπάκι, υποκοριστικό
τ ο υ λάμπα
Προφορά
Ουσιαστικό
λαμπάκι ουδέτερο
Εκφράσεις
μ ο υ ανάβειτ α λαμπάκια → δείτετ η ν έκφραση:μ ο υ τ η δίνει
Μεταφράσεις
λαμπάκι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'παιδάκι' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)