λάμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαμπάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ηいーた λάμπαあるふぁ οおみくろんιいおた λάμπες
      γενική της λάμπας τたうωおめがνにゅー λらむだαあるふぁμみゅーπぱいών
    αιτιατική τたうηいーた λάμπαあるふぁ τις λάμπες
     κλητική λάμπαあるふぁ λάμπες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λάμπα πυρακτώσεως κかっぱαあるふぁιいおた φθορίου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμπα < (άμεσο δάνειο) γαλλική lamp(e) + κατάληξη θηλυκού -αあるふぁ < λατινική lampada < αρχαία ελληνική λαμπάς (πυρσός, φως) (αντιδάνειο) < λάμπω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈlam.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐μみゅーπぱいαあるふぁ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάμπα θηλυκό

  1. φωτιστικό σώμα
    λάμπα υγραερίου
    ※  Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά πぱいοおみくろんυうぷしろん πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλα μみゅーεいぷしろん δερμάτινα ρούχα κかっぱαあるふぁιいおた τたうζぜーたιいおたνにゅー, μみゅーεいぷしろん διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου, μみゅーεいぷしろん πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρες μみゅーεいぷしろん τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίους κかっぱαあるふぁιいおた φανάρια· υπήρχαν κかっぱαあるふぁιいおた καφενεία, ζαχαροπλαστεία μみゅーεいぷしろん μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέ κかっぱαあるふぁιいおた λουκούμια μみゅーεいぷしろん ροδέλαιο. Όλα τたうαあるふぁ καλά τたうοおみくろんυうぷしろん κόσμου.
    (Χρύσα Σπυροπούλου (2015). Τたうοおみくろん μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
  2. ηλεκτρικός λαμπτήρας
  3. (προφορικό) λυχνία κενού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. λάμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας