τσάντα
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τσάντ |
τσάντες | ||
γενική | της | τσάντας | ||
αιτιατική | τσάντ |
τις | τσάντες | |
κλητική | τσάντ |
τσάντες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσάντα θηλυκό
- φορητή θήκη
γ ι α πράγματα, συνήθως από δέρμα ή ύφασμα,μ ε χερούλια ή χωρίς- γυναικεία τσάντα
- μαθητική τσάντα
- κρεμαστή τσάντα
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά
π ο υ πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλαμ ε δερμάτινα ρούχακ α ι τ ζ ι ν ,μ ε διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου,μ ε πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρεςμ ε τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίουςκ α ι φανάρια· υπήρχανκ α ι καφενεία, ζαχαροπλαστείαμ ε μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέκ α ι λουκούμιαμ ε ροδέλαιο. Όλατ α καλάτ ο υ κόσμου.- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015).
Τ ο μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015).
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]- τσαντάκι (υποκοριστικό)
- τσαντάκιας
- τσαντάρα
- τσαντιά
- τσαντούλα (υποκοριστικό)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φορητή θήκη
|
Πηγές
[επεξεργασία]- τσάντα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998)
τ ο υ Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα).Η Πύληγ ι α τ η ν ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας - τσάντα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από
τ ο 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'σοφία' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από
τ α τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α περσικά (νέα ελληνικά) - Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)