καφές
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ||||
γενική | ||||
αιτιατική | τους | |||
κλητική | ||||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/1/1d/Roasted_Coffee_Beans.jpg/220px-Roasted_Coffee_Beans.jpg)
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/c/c7/Coffee_tree_in_Hacienda_Guayabal%2C_Colombia.jpg/220px-Coffee_tree_in_Hacienda_Guayabal%2C_Colombia.jpg)
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καφές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قهوه (kahve) (τουρκική kahve) < αραβική قَهْوَة (qahwah)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καφές αρσενικό
ο ι σπόροιτ ο υ καφεόδεντρου- ↪ εκλεκτοί κόκκοι καφέ
- ※ Κοσμηματοπωλεία, παλαιοπωλεία, υφασματοπωλεία, μαγαζιά
π ο υ πουλούσαν πολύχρωμες μαντίλες, άλλαμ ε δερμάτινα ρούχακ α ι τ ζ ι ν ,μ ε διακοσμητικά πήλινα πιάτα τοίχου,μ ε πλεχτές τσάντες, χριστιανικές εικόνες, γκραβούρεςμ ε τοπία της Πόλης, τάβλια, πολύχρωμες λάμπες, πολυελαίουςκ α ι φανάρια· υπήρχανκ α ι καφενεία, ζαχαροπλαστείαμ ε μπακλαβαδάκια, τουλούμπες, σεκέρ παρέ, κανταΐφια, κόκκους καφέκ α ι λουκούμιαμ ε ροδέλαιο. Όλατ α καλάτ ο υ κόσμου.- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015).
Τ ο μυστήριο της Κωνσταντινούπολης. Ελλάδα: Εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9789600358797, @google.books)
- (Χρύσα Σπυροπούλου (2015).
- (συνεκδοχικά)
τ ο ίδιοτ ο καφεόδεντρο- ↪ εργάτες
σ ε φυτεία καφέ
- ↪ εργάτες
- (συνεκδοχικά)
η ποσότητατ ω ν ομώνυμων σπόρωνπ ο υ (μετά από ειδική επεξεργασία, κυρίως ψήσιμοκ α ι άλεσμα) είναι κατάλληληγ ι α βράσιμοκ α ι πόση- ↪
Μ ο υ αρέσειο φρεσκοκομμένος καφές, διότι είναιπ ι ο μυρωδάτος.
- ↪
- (καφές)
τ ο ρόφημαπ ο υ παρασκευάζεται από τους αλεσμένους σπόρουςτ ο υ καφέ. Ονομάζεται ανάλογαμ ε τ ο ν τρόπο παρασκευής ήτ η χώρα προέλευσηςτ ω ν σπόρων- ↪ καφές φίλτρου / γλυκύβραστος / σκέτος / εσπρέσσο
- ↪ ελληνικός καφές / γαλλικός / γερμανικός καφές
- (συνεκδοχικά)
η ποσότητα μιας δόσης καφέ,π ο υ συνήθως υπολογίζεταιμ ε μία κούπα ήμ ε ένα φλιτζάνιτ ο υ ροφήματος- ↪ Έχω ανάγκη δύο καφέδες
τ ο πρωίγ ι α ν α ξυπνήσω.
- ↪ Έχω ανάγκη δύο καφέδες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- καφφές (παρωχημένη γραφή)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καραβίσιος καφές: ακριβός καφές -
σ α ν αυτόνπ ο υ σερβίρεταισ τ α καράβια, ή κακός προχειροφτιαγμένος καφές - καφές της παρηγοριάς:
ο καφέςπ ο υ σερβίρεται μετά από κηδεία ή μνημόσυνο // (ειρωνικά) λέγεται ως σχόλιογ ι α τ ο ν καφέπ ο υ πίνει κάποιος μετά από κάτι δυσάρεστο - λέω
τ ο ν καφέ: κάνω προβλέψειςγ ι α τ ο μέλλον κάποιου μελετώνταςτ ο κατακάθιτ ο υ ελληνικού καφέπ ο υ έχειπ ι ε ι τ ο ν πίνειτ ο ν καφέ: υποδηλώνει ομοφυλόφιλο[1]
εκφράσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]επώνυμα:
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
καφές
σ τ η Βικιπαίδεια - ντελβές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καφές
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ηλίας Πετρόπουλος (2019), Παροιμίες
τ ο υ υποκόσμου. Αθήνα: Νεφέλη (1η έκδοση: 2002). ISBN 960-211-657-9,σ ε λ . 17.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'καφές' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από
τ α οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά) - Προέλευση λέξεων από
τ α αραβικά (νέα ελληνικά) - Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε παραθέματα (νέα ελληνικά) - Καφέδες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)