παλαιοπωλείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τたうοおみくろん παλαιοπωλείοおみくろん τたうαあるふぁ παλαιοπωλείαあるふぁ
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん παλαιοπωλείοおみくろんυうぷしろん τたうωおめがνにゅー παλαιοπωλείωおめがνにゅー
    αιτιατική τたうοおみくろん παλαιοπωλείοおみくろん τたうαあるふぁ παλαιοπωλείαあるふぁ
     κλητική παλαιοπωλείοおみくろん παλαιοπωλείαあるふぁ
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλαιοπωλείο < παλαιοπώλης + -είο
Εσωτερικό παλαιοπωλείου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλαιοπωλείο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]