way

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Ηいーた εκτυπώσιμη έκδοση δでるたεいぷしろんνにゅー υποστηρίζεται πλέον κかっぱαあるふぁιいおた μπορεί νにゅーαあるふぁ έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας κかっぱαあるふぁιいおた παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά τたうηいーたνにゅー προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης τたうοおみくろんυうぷしろん περιηγητή σας.
      ενικός         πληθυντικός  
way ways

Ουσιαστικό

way (en)

  1. οおみくろん τρόπος, ηいーた μέθοδος
    the way she speaks - οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん μιλάει
    in the same way - μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー ίδιο τρόπο
    in this way - μみゅー' αυτό/κατ' αυτό τたうοおみくろんνにゅー τρόπο
    in a way that cannot be expressed in words - κατά τρόπο πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー μπορεί νにゅーαあるふぁ εκφραστεί μみゅーεいぷしろん λόγια
    the American way of life - οおみくろん αμερικανικός τρόπος ζωής
    We will find a way to do it.
    Θしーたαあるふぁ βρούμε τρόπο νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろん κάνουμε.
    Do it your own way/in whatever way you like.
    Κάνε τたうοおみくろん μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん δικό σしぐまοおみくろんυうぷしろん τρόπο/μみゅー' όποιον τρόπο σしぐまοおみくろんυうぷしろん αρέσει.
    The way that I see things…
    Μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろんνにゅー τρόπο πぱいοおみくろんυうぷしろん βλέπω εγώ τたうαあるふぁ πράγματα…
    There’s no way of knowing.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー υπάρχει τρόπος νにゅーαあるふぁ μάθουμε.
    I don’t like his ways of doing business.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσουν οおみくろんιいおた μέθοδοί τたうοおみくろんυうぷしろん σしぐまτたうοおみくろん εμπόριο.
    We must find a way of getting rich quick.
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ βρούμε μみゅーιいおたαあるふぁ μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
    The way we are going, there will be nothing left for us.
    Έτσι όπως πάμε δでるたεいぷしろん θしーたαあるふぁ μας μείνει τίποτα.
    in every way - από κάθε άποψη
  2. οおみくろん τρόπος, οおみくろん χαρακτήρας, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς
    I don’t like the way he drinks/speaks/looks at me/behaves.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー μみゅーοおみくろんυうぷしろん αρέσει οおみくろん τρόπος πぱいοおみくろんυうぷしろん πίνει/μιλάει/μみゅーεいぷしろん κοιτάζει/φέρεται.
    It’s not his way to be helpful.
    Δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろん 'χかいεいぷしろんιいおた οおみくろん χαρακτήρας τたうοおみくろんυうぷしろん νにゅーαあるふぁ είναι εξυπηρετικός.
  3. (μόνο πληθυντικός) οおみくろんιいおた συνήθειες, οおみくろん τυπικός τρόπος συμπεριφοράς κかっぱαあるふぁιいおた διαβίωσης μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
    the English ways - οおみくろんιいおた αγγλικές συνήθειες
  4. (συνήθως ενικός) οおみくろん δρόμος, μみゅーιいおたαあるふぁ διαδρομή ή οδός πぱいοおみくろんυうぷしろん ακολουθώ γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ φτάσω σしぐまεいぷしろん ένα μέρος
    What is the right/best/quickest/shortest way to the station?
    Ποιος είναι οおみくろん σωστός/καλύτερος/γρηγορότερος/συντομότερος δρόμος γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん σταθμό;
    I will ask the way to the store.
    Θしーたαあるふぁ ρωτήσω τたうοおみくろん δρόμο γがんまιいおたαあるふぁ/προς τたうοおみくろん κατάστημα.
    I found/lost my way.
    Βρήκα/έχασα τたうοおみくろん δρόμο μみゅーοおみくろんυうぷしろん.
    He went out of his way.
    Βγήκε από τたうοおみくろん δρόμο τたうοおみくろんυうぷしろん.
  5. (συνήθως ενικός) οおみくろん δρόμος κατά μήκος τたうοおみくろんυうぷしろん οποίου κάποιος ή κάτι κινείται· οおみくろん δρόμος πぱいοおみくろんυうぷしろん θしーたαあるふぁ ακολουθούσε κάποιος ή κάτι αあるふぁνにゅー δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろんνにゅー σταματούσε τίποτα
    Drop it in the mail on your way.
    Ρίξτε τたうοおみくろん σしぐまτたうοおみくろん ταχυδρομείο σしぐまτたうοおみくろん δρόμο σしぐまοおみくろんυうぷしろん.
  6. οおみくろん δρόμος, ηいーた κατεύθυνση
  7. (συνήθως ενικός) ένα μέσο γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ μみゅーπぱいωおめが ή νにゅーαあるふぁ βべーたγがんまωおめが από ένα μέρος, όπως μみゅーιいおたαあるふぁ πόρτα ή μみゅーιいおたαあるふぁ πύλη
    the way in - ηいーた είσοδος
    It’s the only way in to the old castle.
    Είναι ηいーた μόνη είσοδος σしぐまτたうοおみくろん παλιό κάστρο.
    the way out - ηいーた έξοδος
    On my way out of the station…
    Κατά τたうηいーたνにゅー έξοδό μみゅーοおみくろんυうぷしろん από τたうοおみくろん σταθμό…
    the way up - ηいーた άνοδος
    Use the elevator only on the way up.
    Χρησιμοποιείτε τたうοおみくろん ασανσέρ μόνο γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー άνοδο.
    the way down - ηいーた κάθοδος
    We lost our supplies on the way down.
    Χάσαμε τたうαあるふぁ εφόδιά μας κατά τたうηいーたνにゅー κάθοδο.

Παράγωγα

Εκφράσεις

Δείτε επίσης

Πηγές