Ρωμαίος
Μετάβαση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Ρωμαίος | Ρωμαί | ||
γενική | Ρωμαί |
Ρωμαί | ||
αιτιατική | Ρωμαί |
τους | Ρωμαίους | |
κλητική | Ρωμαί |
Ρωμαί | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ρωμαίος < αρχαία ελληνική Ῥωμαῖος < Ῥώμη
Προφορά
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ρωμαίος αρσενικό (θηλυκό Ρωμαία)
- (εθνικό όνομα, ιστορία) πολίτης ή κάτοικος της Ρώμης ή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
- (πατριδωνυμικό) κάτοικος ή δημότης της Ρώμης, πρωτεύουσας της Ιταλίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ρωμαίοι
σ τ η Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πολίτης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ρωμαίος αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά
π ο υ κλίνονται όπωςτ ο 'δρόμος' (νέα ελληνικά) - Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα
μ ε προφοράΔ Φ Α (νέα ελληνικά) - Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανθρωπωνύμια από
τ α έργατ ο υ Σαίξπηρ (νέα ελληνικά) - Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)