πολίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πολίτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /poˈli.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πぱいοおみくろん‐λί‐της

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん πολίτης οおみくろんιいおた πολίτες
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん πολίτηいーた τたうωおめがνにゅー πぱいοおみくろんλらむだιいおたτたうών
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー πολίτηいーた τους πολίτες
     κλητική πολίτηいーた πολίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πολίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολίτης, σημασιολογικό δάνειο από τたうηいーた γαλλική citoyen [1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολίτης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό κかっぱαあるふぁιいおた πολίτισσα· λόγιο θηλυκό πολίτις)

  1. πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει τたうηいーたνにゅー ιθαγένεια μιας χώρας κかっぱαあるふぁιいおた έχει πολιτικά δικαιώματα
  2. (ειδικότερα)
    1. συνώνυμο τたうοおみくろんυうぷしろん ιδιώτης, πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー κατέχει δημόσιο αξίωμα
      Είμαι ένας απλός πολίτης πぱいοおみくろんυうぷしろん θέλει νにゅーαあるふぁ ακούγεται ηいーた φωνή τたうοおみくろんυうぷしろん! Δでるたεいぷしろんνにゅー είμαι πολίτης βήτα κατηγορίας!
    2. πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι στρατιωτικός κかっぱαあるふぁιいおた ως άοπλος θεωρείται άμαχος ή συχνά κかっぱαあるふぁιいおた εκείνος πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι κληρικός
      Άντε, κかっぱαあるふぁιいおた «καλός πολίτης». Πότε απολύεσαι; Πότε τελειώνει ηいーた θητεία σしぐまοおみくろんυうぷしろん;
    3. κάτοικος μιας πόλης
    4. (ιστορία, Γαλλική Επανάσταση, προσφώνηση) οおみくろん πολίτης μιας χώρας, πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー είναι υπήκοος κάποιου μονάρχη (κかっぱαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろんνにゅー είναι αριστοκράτης)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Θέμα πολιτ-

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη πόλη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
πολίτης < Πολίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολίτης αρσενικό (θηλυκό πολίτισσα)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. πολίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πぱいοおみくろんλらむだτたうαあるふぁ-
ονομαστική πολίτης οおみくろん πぱいοおみくろんλらむだτたうαあるふぁιいおた
      γενική τたうοおみくろん πολίτοおみくろんυうぷしろん τたうνにゅー πぱいοおみくろんλらむだιいおたτたうνにゅー
      δοτική τたう πολίτ τたうοおみくろんῖς πολίταις
    αιτιατική τたうνにゅー πολίτηいーたνにゅー τたうοおみくろんὺς πολίτᾱς
     κλητική ! πぱいοおみくろんλらむだτたう πぱいοおみくろんλらむだτたうαあるふぁιいおた
  δυϊκός
οおみくろんνにゅーοおみくろんμみゅー-αιτ-κかっぱλらむだ τたう  πολίτ
γがんまεいぷしろんνにゅー-δでるたοおみくろんτたう τたうοおみくろんνにゅー  πολίταあるふぁιいおたνにゅー
Τたうοおみくろん δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1ηいーた κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πολίτης < πόλ(ις) + -ίτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πολίτης αρσενικό []

  1. οおみくろん μόνιμος κάτοικος της πόλεως κράτους πぱいοおみくろんυうぷしろん έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα
  2. (κかっぱαあるふぁτたう’ επέκταση) συμπολίτης

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

πολίτης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τたうηいーた λέξη πόλις