ένας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
πτώση ενικός
ονομαστική ένας μία κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーιいおたαあるふぁ ένα (κかっぱαあるふぁιいおた εいぷしろんνにゅー)
γενική ενός μίας κかっぱαあるふぁιいおた μιας ενός
αιτιατική έναν κかっぱαあるふぁιいおた ένα μία κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーιいおたαあるふぁ (κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーιいおたαあるふぁνにゅー κかっぱαあるふぁιいおた μίαν) ένα


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ένας < από τたうηいーたνにゅー αιτιατική νにゅーαあるふぁ τたうοおみくろんυうぷしろん αριθμητικού εいぷしろんἷς

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

ένας αρσενικό, θしーたηいーたλらむだ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αριθμητικό πぱいοおみくろんυうぷしろん δηλώνει τたうηいーた μονάδα ενός είδους (ποσότητα, χρόνο κかっぱ.λらむだπぱい.)
    Μみゅーαあるふぁ είχα πάρει δύο στυλό κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまτたうοおみくろん θρανίο μみゅーοおみくろんυうぷしろん βρήκα ένα / Μόνο ένας μαθητής θしーたαあるふぁ πάρει υποτροφία/ Γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん τたうεいぷしろんσしぐまτたう, θέλει νにゅーαあるふぁ διαβάσουμε μόνο μία σελίδα, αυτή μみゅーεいぷしろん τους τύπους/ Ένα κかっぱιいおた ένα κάνουν δύο/ Ένα κιλό/μέτρο/κουτί/Ένας-ένας, μみゅーηいーた σπρώχνεστε
  2. πぱいοおみくろんυうぷしろん δηλώνει ταυτότητα, ομοιότητα, τονίζει τたうοおみくろん κοινό στοιχείο
    Οおみくろんιいおた λέξεις αυτές έχουν μία ρίζα/Οおみくろんιいおた γがんまιいおたοおみくろんιいおた μみゅーοおみくろんυうぷしろん τρώγονται λες κかっぱαあるふぁιいおた δでるたεいぷしろん βγήκαν από μみゅーιいおたαあるふぁ κοιλιά/Πρέπει νにゅーαあるふぁ αποφασίσουμε σしぐまαあるふぁνにゅー ζευγάρι αあるふぁνにゅー έχουμε ένα πορτοφόλι ή όχι/Ανήκουμε σしぐまεいぷしろん μία παράταξη, δでるたεいぷしろんνにゅー χρειάζονται διασπαστικές κινήσεις
  3. πぱいοおみくろんυうぷしろん δηλώνει μοναδικότητα, κάποια ξεχωριστή ικανότητα, κοτζάμ, ολάκερος
    Ένας Ελύτης κかっぱαあるふぁιいおた διόρθωνε τたうαあるふぁ γραφτά τους πέντε φορές, κかっぱιいおた εσύ δでるたεいぷしろん ρίχνεις δεύτερη ματιά;
    Έκανε ένα κρύο, πぱいοおみくろんυうぷしろん κοιμηθήκαμε μみゅーεいぷしろん τたうοおみくろん παλτό (μοναδικά έντονο κρύο)

ένας αρσενικό, θしーたηいーたλらむだ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αόριστο άρθρο γがんまιいおたαあるふぁ πρόσωπο ή αντικείμενο ή κατάσταση όταν οおみくろん ομιλητής δでるたεいぷしろん δίνει έμφαση σしぐまτたうοおみくろん ουσιαστικό, αλλά ούτε κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまτたうηいーたνにゅー ποσότητα/αριθμό
    Ένας καθηγητής μみゅーοおみくろんυうぷしろん είπε ότι αύριο δでるたεいぷしろんνにゅー έχουμε σχολείο/ Ήτたうαあるふぁνにゅー εκεί μみゅーιいおたαあるふぁ καθηγήτρια πぱいοおみくろんυうぷしろん μιλούσε μみゅーεいぷしろん τις ώρες/ Κάπου είχα καταχωνιάσει ένα παλιό κινητό, αλλά σιγά μみゅーηいーたνにゅー υπάρχει ακόμα

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

ένας αρσενικό, θしーたηいーたλらむだ, μία, ουδέτερο ένα

  1. αντί ουσιαστικού, κάποιος, αλλά αγενές, συχνά -όχι πάντα- μみゅーεいぷしろん υποτιμητική χροιά, δηλώνοντας ενίοτε κάποιο ιδιαίτερα ασήμαντο ή κかっぱαあるふぁιいおた πιθανόν τιποτένιο άτομο
    Ήρθε μία κかっぱαあるふぁιいおた σしぐまεいぷしろん ζήτησε, αλλά δでるたεいぷしろんνにゅー της είπα πού ήσουν
  2. γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ εκφραστεί αλληλοπάθεια
    Πρέπει νにゅーαあるふぁ βοηθάμε οおみくろん ένας τたうοおみくろんνにゅー άλλον

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろん έκανε μみゅーιいおたαあるふぁ κかっぱαあるふぁιいおた δύο φορές : τたうοおみくろん έκανε πολλές φορές
  • είσαι ένας εσύ: επιτείνει κάποια αόριστη ιδιότητα, προσδίδει μみゅーεいぷしろん αφηρημένο τρόπο κάποια ιδιότητα
  • ένας/μία/ένα ίσον κανένας/καμία/κανένα
  • ένα προς ένα : μみゅーεいぷしろん προσοχή
  • ένας Θεός τたうοおみくろん ξέρει : δでるたεいぷしろんνにゅー τたうοおみくろん ξέρει κανείς (γがんまιいおたαあるふぁ έμφαση, τたうοおみくろん ξέρει μόνο ένας, κάποιος, πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι θεός)
  • ένας κかっぱαあるふぁιいおた μοναδικός : ένας πぱいοおみくろんυうぷしろん είναι κかっぱαあるふぁιいおた μοναδικός σしぐまτたうοおみくろん είδος τたうοおみくろんυうぷしろん, ιδιαίτερα ξεχωριστός ή πολύτιμος, πιθανόν αναντικατάστατος
  • ήταν ένας κかっぱιいおた ένας : δηλαδή διαλεχτοί, σしぐまαあるふぁνにゅー νにゅーαあるふぁ τους επέλεγαν από έναν σωρό μみゅーεいぷしろん προσοχή, έναν προς έναν ή ότι ήταν παραπάνω από ένας, αλλά μοναδικοί, ξεχωριστοί (Λέγεται κかっぱαあるふぁιいおた ειρωνικά)
  • μみゅーιいおたαあるふぁ κかっぱιいおた έξω : μία φορά, άπαξ, νにゅーαあるふぁ τελειώνουμε μみゅーεいぷしろん μιας
  • μιας κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん έφερε ηいーた κουβέντα : ευκαιρίας δοθείσης, παρεμπιπτόντως, άπαξ κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん έφερε οおみくろん λόγος
  • μία σしぐまοおみくろんυうぷしろん κかっぱαあるふぁιいおた μία μみゅーοおみくろんυうぷしろん : πάτσι
  • μみゅーιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん ένα κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーιいおたαあるふぁ τたうοおみくろん άλλο : γがんまιいおたαあるふぁ επαναλαμβανόμενα γεγονότα, μみゅーιいおたαあるふぁ (φορά εννοείται) προέκυπτε ένα ζήτημα, τたうηいーた δεύτερη φορά προέκυπτε άλλο ζήτημα κかっぱ.οおみくろん.κかっぱ.
  • μみゅーιいおたαあるふぁ φορά κかっぱιいおた έναν καιρό : κάποτε (αλλά μみゅーεいぷしろん περισσότερη σαφήνεια κかっぱαあるふぁιいおた μみゅーεいぷしろん έμφαση, γがんまιいおたαあるふぁ νにゅーαあるふぁ δοθεί πぱいιいおたοおみくろん ρεαλιστική χροιά)
  • σしぐまοおみくろんυうぷしろん είναι ένας αυτός / μία αυτή: όπως κかっぱαあるふぁιいおた τたうοおみくろん είσαι ένας εσύ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]