ανήθικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろん ανήθικος ηいーた ανήθικηいーた τたうοおみくろん ανήθικοおみくろん
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん ανήθικοおみくろんυうぷしろん της ανήθικης τたうοおみくろんυうぷしろん ανήθικοおみくろんυうぷしろん
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー ανήθικοおみくろん τたうηいーたνにゅー ανήθικηいーた τたうοおみくろん ανήθικοおみくろん
     κλητική ανήθικεいぷしろん ανήθικηいーた ανήθικοおみくろん
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οおみくろんιいおた ανήθικοおみくろんιいおた οおみくろんιいおた ανήθικες τたうαあるふぁ ανήθικαあるふぁ
      γενική τたうωおめがνにゅー ανήθικωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ανήθικωおめがνにゅー τたうωおめがνにゅー ανήθικωおめがνにゅー
    αιτιατική τους ανήθικους τις ανήθικες τたうαあるふぁ ανήθικαあるふぁ
     κλητική ανήθικοおみくろんιいおた ανήθικες ανήθικαあるふぁ
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανήθικος < αあるふぁνにゅー- στερητικό + ηいーたθしーたιいおたκかっぱ(ός) + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τたうηいーた γαλλική immoral[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /aˈni.θしーたi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αあるふぁ‐νή‐θしーたιいおた‐κος

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανήθικος, -ηいーた, -οおみくろん

  1. (γがんまιいおたαあるふぁ πρόσωπο) πぱいοおみくろんυうぷしろん παραβιάζει τους αποδεκτούς ηθικούς κανόνες
  2. (γがんまιいおたαあるふぁ ενέργεια) πぱいοおみくろんυうぷしろん αντιβαίνει σしぐまτたうηいーたνにゅー ηθική
  3. (ειδικότερα) χαρακτηρισμός γがんまιいおたαあるふぁ ενέργεια πぱいοおみくろんυうぷしろん αντιβαίνει σしぐまτたうηいーたνにゅー κρατούσα ηθική σχετικά μみゅーεいぷしろん τις σεξουαλικές σχέσεις
    ανήθικες προτάσεις

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ κかっぱαあるふぁιいおた δείτε τたうηいーた λέξη ήθος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ανήθικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) τたうοおみくろんυうぷしろん Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Ηいーた Πύλη γがんまιいおたαあるふぁ τたうηいーたνにゅー ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας