ατσάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τたうοおみくろん ατσάλιいおた
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん αあるふぁτたうσしぐまαあるふぁλらむだιού
    αιτιατική τたうοおみくろん ατσάλιいおた
     κλητική ατσάλιいおた
Ηいーた κατάληξη -ιού προφέρεται μみゅーεいぷしろん συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσάλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀτσάλιν < βενετική azzal < υστερολατινική aciarium (ferrum) (=κοφτερός σίδηρος) < λατινικά acies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₂eḱ- (κοφτερός, αιχμηρός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσάλι ουδέτερο, μόνο σしぐまτたうοおみくろんνにゅー ενικό

  1. (μεταλλουργία) κράμα σιδήρου μみゅーεいぷしろん άνθρακα, μηχανικά κかっぱαあるふぁιいおた θερμικά επεξεργασμένο μみゅーεいぷしろん περιεκτικότητα σしぐまεいぷしろん άνθρακα πぱいοおみくろんυうぷしろん δでるたεいぷしろんνにゅー υπερβαίνει τたうοおみくろん 2,11%, τたうοおみくろん οποίο αντιστοιχεί σしぐまτたうοおみくろん όριο διαλυτότητας τたうοおみくろんυうぷしろん άνθρακα σしぐまτたうοおみくろん σίδηρο (γがんまιいおたαあるふぁ τたうοおみくろんνにゅー χάλυβα ηいーた περιεκτικότητα τたうοおみくろんυうぷしろん κράματος σしぐまεいぷしろん άνθρακα μπορεί νにゅーαあるふぁ είναι πολύ υψηλότερη)
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε, υλικό ή όχι, έχει πάρα πολύ μεγάλη αντοχή

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις ατσαλό- κかっぱαあるふぁιいおた ατσαλο-

Μεταφράσεις[επεξεργασία]