γλύπτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση σしぐまτたうηいーたνにゅー πλοήγηση Πήδηση σしぐまτたうηいーたνにゅー αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γλύπτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οおみくろん γλύπτης οおみくろんιいおた γλύπτες
      γενική τたうοおみくろんυうぷしろん γλύπτηいーた τたうωおめがνにゅー γがんまλらむだυうぷしろんπぱいτたうών
    αιτιατική τたうοおみくろんνにゅー γλύπτηいーた τους γλύπτες
     κλητική γλύπτηいーた γλύπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γλύπτης τたうηいーたνにゅー ώρα της δημιουργίας

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλύπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλύπτης < αρχαία ελληνική γλύφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glewbʰ- (χωρίζω, διαιρώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔでるたΦふぁいΑあるふぁ : /ˈɣli.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλύ‐πτης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλύπτης αρσενικό (θηλυκό γλύπτρια)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]